Είδα την «είδηση», λίγο πριν πάω για ύπνο, στα social. Πέθανε ο Νόαμ Τσόμσκι, αιωνία του η μνήμη, άλλοι απλώς αναμετέδιδαν τα νέα, άλλοι κάθονταν και έγραφαν «αφιερώματα», κοπιαρισμένα κατά κανόνα από κάπου που είχαν διαβάσει για τον Τσόμσκι· δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο να καθίσεις να γράψεις πραγματικό αφιέρωμα σε ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής μας μέσα σε δέκα λεπτά, πρέπει να είσαι ανώτερος του ιδίου.
Υποθέτω ότι αν είσαι ανώτερος του ιδίου, δεν θα κάθεσαι μέσα στα άγρια μεσάνυχτα να κάνεις αναρτήσεις στα social, με χιλιοειπωμένες ατάκες του μεγάλου διανοητή, αποκομμένες από το πλαίσιό τους, ούτε να τσακώνεσαι με άλλους χρήστες, επειδή εσύ βρίσκεις τον Τσόμσκι «ξεπερασμένο», ενώ εκείνοι όχι.
Είναι από τις περιπτώσεις που μένεις ενεός μπροστά στο μεγαλείο του μέσου χρήστη και σκέφτεσαι πόσα τεράστια μυαλά πάνε χαμένα στο ελληνικό Facebook.
Η είδηση μεταδόθηκε σαν αστραπή, βοήθησε σε αυτό και το γεγονός ότι κάποια (λίγα, ευτυχώς) ΜΜΕ ανακοίνωσαν την είδηση του θανάτου του Τσόμσκι με τη διαδικασία του «έκτακτου». Εκτός από εκείνους που γράφουν impromptu αναλύσεις στα social, υπάρχει και η άλλη κατηγορία, εκείνοι που είναι ακράδαντα πεπεισμένοι ότι συνιστούν από μόνοι τους ένα «πρακτορείο ειδήσεων», το οποίο οφείλει να ανακοινώσει εγκαίρως οτιδήποτε συμβαίνει, στους 134μισι φίλους του προφίλ τους.
«Σεισμός», γράφουν πολλοί (με 40 θαυμαστικά από δίπλα) όταν κουνιέται η γη, λες κι εμείς δεν ζούμε εδώ, εσένα περιμέναμε.
Η περιορισμένη διασπορά της είδησης στα ΜΜΕ με έκανε αυτόματα καχύποπτη. Αν και ο Τσόμσκι διανύει πράγματι την 10η δεκαετία της ζωής του και πρόσφατα πέρασε μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του, αναζήτησα την είδηση του θανάτου του στα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, διαπιστώνοντας σύντομα ότι δεν υπάρχει πουθενά. Ο χρήστης ξέρει, όμως, καλύτερα από τους New York Times και όταν κάποιοι άρχισαν δειλά δειλά να λένε «παιδιά, fake news», οι άλλοι τους απαντούσαν «όχι, ισχύει, ψάξ’ το». Ψάξ’ το, δεν ξέρεις εσύ, εγώ ξέρω. Και άπαξ και το έγραψα, δεν το παίρνω πίσω με τίποτε.
Ο Τσόμσκι, προς μεγάλη απογοήτευση όσων είχαν σπεύσει να αναπαραγάγουν την πληροφορία, δεν πέθανε. Η λέξη «διασταύρωση», ο ακρογωνιαίος λίθος της αξιοπιστίας σε αυτό που λέγεται δημοσιογραφία και είδηση, πνίγηκε για ακόμη μια φορά κάτω από την ταχύτητα και την προχειρότητα.
Κάποια ΜΜΕ εξακολουθούν να πέφτουν σε αυτήν την παγίδα, «να γράψω την είδηση πρώτος», ακόμη κι όταν δεν υπάρχει είδηση. Επιμένουν, πεισματικά, να αγνοούν ότι έτσι απομακρύνουν το κοινό και ξεπέφτουν στο επίπεδο των social media, όπου ό,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν γράψεις, δεν έχει στην πραγματικότητα καμία συνέπεια. Internet είναι, ανεβάζεις κάτι, το κατεβάζεις, το διορθώνεις, ξεχνιέται.
Ούτε και κανένα πραγματικό όφελος, φυσικά. Ο χρήστης που πιστεύει ότι είναι χρέος του να μεταδίδει τις «ειδήσεις», θα πάρει λίγα λάικ, θα κάνει λίγη κουβεντούλα με τους άλλους, θα πάει για ύπνο και το πρωί θα σηκωθεί να πάει στη δουλειά του χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε ούτε στον κόσμο ούτε στη δική του ζωή.
Αναρωτιέμαι συχνά ποια είναι η ψυχολογική δυναμική που κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται έτσι. Ο εθισμός στα social είναι η μια απάντηση. Η αίσθηση που σου δίνουν ότι «έχεις σημασία», είναι μια άλλη. Οτι επηρεάζεις τα δρώμενα. Οτι είσαι, με λίγα λόγια, ένας influencer, ακόμη και αν η επιρροή σου αυτή μετριέται στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Είναι μια ψευδαίσθηση, από την οποία τα social κερδίζουν χρήματα κι εσύ τίποτε.
Οι ίδιοι άνθρωποι που αναπαράγουν με τεράστια ευκολία ό,τι βρουν μπροστά τους, δε, παραπονούνται μετά για τη διασπορά των fake news και την προχειρότητα στην ενημέρωση. Ολα αυτά αντανακλώνται σε έρευνες και μελέτες, που δείχνουν πόσο δύσπιστο έχει γίνει το κοινό απέναντι στην ενημέρωση, αλλά και απέναντι στα social, τα οποία παρόλα αυτά συνεχίζει να χρησιμοποιεί για να μαθαίνει τι γίνεται στον κόσμο. Ή, εν προκειμένω, τι δεν συμβαίνει.
Γελάσαμε, κάπως, με τον «θάνατο» του Τσόμσκι, αλλά το θέμα δεν είναι για γέλια. Η ενημέρωση είναι πυλώνας της δημοκρατίας. Στραφήκαμε en masse κάποια στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πιστεύοντας ότι μας δίνουν ελευθερία και πρόσβαση στην ενημέρωση, που «πνιγόταν» από τα «κακά συμφέροντα» στα παραδοσιακά ΜΜΕ.
Και τελικά, δημιουργήσαμε ένα τέρας παραπληροφόρησης, το οποίο τροφοδοτούμε καθημερινά οι ίδιοι.
Το καλό που βγαίνει μέσα από όλο αυτό είναι ότι η σοβαρή ενημέρωση, εκείνη που δεν βασίζεται στην αγωνία «να έχω την είδηση πρώτος κι ας είναι και ψέμα», εκείνη που επιστρέφει στις ρίζες της δημοσιογραφίας, επιμένει και δείχνει να κερδίζει αργά αλλά σταθερά έδαφος. Το Internet δεν είναι πια το καινούργιο μας παιχνίδι. Μεγάλωσε. Και μαζί μεγαλώνουμε κι εμείς.
Κάποιοι, έστω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News