Μία ημέρα μετά το «αναίμακτο» πέρασμα του ποινικολόγου Απόστολου Λύτρα από την Ευελπίδων από όπου και τελικά αποχώρησε ελεύθερος (με περιοριστικούς όρους) έχοντας απολογηθεί για τον αιματηρό, άγριο ξυλοδαρμό της συζύγου του, Σοφίας Πολυζωγοπούλου (επίσης δικηγόρος), μαίνεται η συζήτηση για την απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέως, αλλά και την παρέμβαση που ακολούθησε από την Πρόεδρο και την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Καλώντας ουσιαστικά τις δύο δικαστικές λειτουργούς να αιτιολογήσουν την απόφασή τους να αφεθεί ελεύθερος ο ποινικολόγος παρά τον κακουργηματικό χαρακτήρα και την ιδιαίτερη βαρύτητα της πράξης που καθ’ ομολογίαν τέλεσε.
Ηδη, γίνεται λόγος για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» σε αποφάσεις που αφορούν προσωρινή κράτηση κατηγορουμένων, αναλόγως του αν είναι «επώνυμοι» ή «κοινοί θνητοί». Από την άλλη ωστόσο, δεν είναι λίγοι και εκείνοι (ανάμεσά τους και νομικοί) που με αφορμή την παρέμβαση των κυριών Κλάπα και Αδειλίνη σχολίασαν ότι πρόκειται για παρέμβαση στη ελεύθερη δικανική κρίση των δικαστικών λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση Λύτρα, ή/και «μήνυμα» προς συναδέλφους τους που ενδεχομένως θα κληθούν να χειριστούν αντίστοιχες υποθέσεις.
Ο αντίλογος είναι ότι δεν πρόκειται απλώς και μόνο για το περί δικαίου αίσθημα, αλλά η νομική άποψη ότι η περίπτωση Λύτρα αποτελούσε τον «ορισμό της προφυλάκισης», ειδικά μετά και τα όσα κατέθεσε στην ανακρίτρια το θύμα.
Σημειώνεται, επίσης, η απέλπιδα προσπάθεια του ποινικολόγου και ενδεχομένως ο εκβιασμός της συζύγου του πριν πάνε μαζί στην ιδιωτική κλινική, να «περάσουν» την εκδοχή της «περίφημης» πτώσης από τη σκάλα, έτσι ώστε να δικαιολογηθούν οι βαρύτατοι τραυματισμοί που έφερε η Σοφία Πολυζωγοπούλου.
Ισχυρισμός στον οποίο αρχικά επέμεινε ο Απόστολος Λύτρας, αλλά τελικά ανακάλεσε στην απολογία του, προφανώς κατόπιν σχετικής νομικής συμβουλής.
Παρά την έστω και απλοϊκή προσπάθεια να καλύψει τις πράξεις του, πάντως, ανακρίτρια και εισαγγελέας έκριναν ότι δεν είναι ύποπτος τέλεσης αντίστοιχων πράξεων στο μέλλον και τον άφησαν ελεύθερο.
Και ανεξάρτητα από την παρέμβαση του Αρείου Πάγου, ο κ. Λύτρας θα παραμείνει ελεύθερος όπως και να έχει, μέχρι να κριθεί στο δικαστήριο για την άγρια επίθεση στη σύζυγό του.
Κοινή διαπίστωση όμως είναι ότι τέτοιου είδους αποφάσεις οδηγούν την κοινή γνώμη στους γνωστούς αφορισμούς για τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της , αλλά και σε «συγκρίσεις» όπως αυτή του γιατρού που δεν φοβήθηκε, ούτε συμβιβάστηκε και οδήγησε ουσιαστικά τον ποινικολόγο στη σύλληψη για τον ξυλοδαρμό της συζύγου του, με την ανακρίτρια που μετά τα όσα άκουσε από θύτη και θύμα έκρινε ότι μπορεί να αφεθεί ελεύθερος.
Και όλα αυτά, μάλιστα, ενώ πρόκειται για την ίδια έμπειρη δικαστικό λειτουργό που έχει δώσει πρόσφατα δείγματα γραφής όσον αφορά την αυστηρότητά της με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση της διαβόητης σύμβασης 717 για την ασφάλεια των τρένων (Τέμπη) με την επιβολή περιοριστικών όρων και εγγυοδοσίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ.
Αντιδράσεις ΕΔΕ – ΔΣΑ
Σε δηλώσεις τους, πάντως, τόσο η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όσο και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός, καυτηρίασαν την παρέμβαση του Αρείου Πάγου αναφορικά με την ποινική μεταχείριση Λύτρα.
«Η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της», εκτιμά ο κ. Βερβεσός, στη δήλωσή του που αναλυτικά έχει ως εξής:.
«Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις “του κινήματος της πετσέτας”, των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογίαν δολοφόνο της 11χρονης.
Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του.
Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περιπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της. Ετσι, περιπτώσεις πολιτών που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν, καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα.
Το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με την επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα».
Από την πλευρά της, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων τονίζει στη σχετική ανακοίνωσή της ότι «η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΔΕ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος “Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας”, ενώ κατά την παράγραφο 2 “Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ “Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…”, ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή “Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης”. Αλλωστε, όπως κρίθηκε εν δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ “…δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων”.
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου. Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ’ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρ’ όλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή, ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας, καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδησή του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News