Το πρωί της Δευτέρας θα μεταφερθεί στα δικαστήρια για την απολογία του ο δικηγόρος που συνελήφθη, καθώς φέρεται να ξυλοκόπησε άγρια τη σύζυγό του και είναι αντιμέτωπος με την κακουργηματική κατηγορία της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης.
Οπως μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ, ο ποινικολόγος, γνωστός στο ευρύ κοινό λόγω της προβολής του στα ΜΜΕ, κρατείται μετά την προθεσμία που έλαβε από την ανακρίτρια για την απολογία του.
Στη σύλληψη του δικηγόρου οδήγησε η ειδοποίηση της αστυνομίας από το προσωπικό του νοσοκομείου όπου μεταφέρθηκε η τραυματισμένη σύζυγός του το βράδυ του Σαββάτου.
Η γυναίκα δήλωσε πως έφερε τραύματα οφειλόμενα σε «οικιακό ατύχημα» και συγκεκριμένα σε πτώση από σκάλα, ωστόσο δεν έπεισε τους γιατρούς του τμήματος των επειγόντων – όπου, σημειωτέον, είχε σπεύσει και ο σύζυγος.
Οπως ανέφερε το ρεπορτάζ του ίδιου μέσου, οι γιατροί που επιλήφθηκαν του περιστατικού φαίνεται να διαπίστωσαν ότι τα τραύματα της γυναίκας δεν «συμφωνούσαν» με πτώση, αλλά υποδείκνυαν ανθρώπινη ενέργεια.
Ετσι, άμεσα ειδοποιήθηκε η ΕΛ.ΑΣ., σε εφαρμογή διάταξης του υπουργείου Δικαιοσύνης (βλ. παρακάτω), που ορίζει ότι όσοι διαπιστώνουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (παιδαγωγοί, ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί, γιατροί κ.ά.) είναι υποχρεωμένοι να τα αναφέρουν αμέσως στις Αρχές.
Υπ. Δικαιοσύνης: Με βάση τις διατάξεις του «νόμου Φλωρίδη» η σύλληψη
Στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης θέλησαν να υπενθυμίσουν, ακριβώς, ότι ο δικηγόρος συνελήφθη σε εφαρμογή της ειδικής διάταξης του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο, μαζί με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα.
Κι αυτό διότι το νέο νομοθετικό πλαίσιο, που αντικατέστησε το άρθρο 23 του νόμου 3500/2006 «περί ενδοοικογενειακής βίας», υποχρεώνει του ιατρούς να ειδοποιούν τις Αρχές όταν κατά την εξέταση διαπιστώνουν ευρήματα που παραπέμπουν σε ενδοοικογενειακή βία, ανεξάρτητα από τι δηλώνει το θύμα.
Παράλληλα με τη θέσπιση υποχρέωσης καταγγελίας, ο νόμος θωρακίζει τους ιατρούς και λοιπούς επαγγελματίες (λ.χ. παιδαγωγούς, ψυχολόγους) που καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους, με σχετικό (εκτός αν αποδειχθεί ότι ενήργησαν δολίως) ακαταδίωκτο σε εκδικητικές σε βάρος μηνύσεις των δραστών, αλλά και αποφυγή της ταλαιπωρίας να καταθέσουν ως μάρτυρες στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (εκτός αν το δικαστήριο κρίνει απολύτως αναγκαία την κατάθεσή τους με φυσική παρουσία και δεν αρκεί η ανάγνωση της αναφοράς τους), επισήμαναν οι ίδιες πηγές.
Αναλυτικότερα, το νέο πλαίσιο όπως διαμορφώθηκε με τον «νόμο Φλωρίδη» (5090/2024) έχει ως εξής:
Αρθρο 130
«Αρθρο 23
Υποχρεώσεις των επαγγελματιών
1. Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, επιμελητής, προπονητής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο, ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδο-οικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ιατρός που με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ενηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας.
2. Τα πρόσωπα της παρ. 1, που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβη-σαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά.
2. Α. Τα πρόσωπα της παρ. 1 καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.
3. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του προσωπικού και τους Προϊσταμένους των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 4547/2018 (Α’ 102)».
Τέλος, η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου και μεταγενέστερα νόμου 5090/2024, ανέφερε:
«Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στο άρθρο 23 του ν. 3500/2006 αποσκοπείται να διευρυνθούν οι κατηγορίες των επαγγελματιών που υποχρεούνται, όταν υποπίπτει στην αντίληψή τους, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας που στρέφεται κατά ανηλίκου, να ενημερώνουν άμεσα τις αρμόδιες αρχές. Την ειδική αυτή υποχρέωση προβλέπει η διάταξη και για τους ιατρούς, σε περίπτωση που διαπιστώνουν κατά την ιατρική εξέταση σοβαρά ιατρικά ευρήματα που συνηγορούν στη πιθαναλόγηση προέλευσης από περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας.
Παράλληλα, μέσω της θέσπισης ειδικού ακαταδίωκτου για το αναφερόμενο περιστατικό (με εξαίρεση την εν γνώσει αναληθή αναφορά) και μερικής απαλλαγής από την υποχρέωση εμφάνισης στην ακροαματική διαδικασία, αποσκοπείται η ενθάρρυνση των ανωτέρω επαγγελματιών να αναφέρουν τα περιστατικά και η κάμψη κάθε αναστολής λόγω της στάθμισης ενδεχόμενου κινδύνου εμπλοκής τους σε χρονοβόρες, δαπανηρές και ψυχοφθόρες δικαστικές διαμάχες».
Πειθαρχικό έλεγχο διέταξε ο ΔΣΑ
Αργότερα την Κυριακή έγινε γνωστό ότι ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός, απέστειλε έγγραφο στον πρόεδρο του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του ΔΣΑ, Ζήση Κωνσταντίνου, με το οποίο ζητά άμεσα να διερευνήσει τα αναφερόμενα στα ΜΜΕ περί σύλληψης γνωστού δικηγόρου για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος της επίσης δικηγόρου συζύγου του.
Ο κ. Κωνσταντίνου καλείται να διαπιστώσει τυπικά, καθώς είναι πλέον γνωστά τα στοιχεία του, την ταυτότητα του δικηγόρου και εν συνεχεία να διενεργήσει προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα προκειμένου να αποφασίσει αν θα κινήσει ή όχι πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News