1617
Αριστερά, ο σκηνοθέτης Χιου Χάντσον και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Δεξιά, ο πραγματικός (επάνω) και ο κινηματογραφικός τερματισμός του νικητή των 100 μ. στους Ολυμπιακούς του 1924, Χάρολντ Εϊμπραμς | Getty Images / CreativeProtagon

Μύθοι και αλήθειες για τους «Δρόμους της Φωτιάς»

Protagon Team Protagon Team 16 Ιουνίου 2024, 01:01
Αριστερά, ο σκηνοθέτης Χιου Χάντσον και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Δεξιά, ο πραγματικός (επάνω) και ο κινηματογραφικός τερματισμός του νικητή των 100 μ. στους Ολυμπιακούς του 1924, Χάρολντ Εϊμπραμς
|Getty Images / CreativeProtagon

Μύθοι και αλήθειες για τους «Δρόμους της Φωτιάς»

Protagon Team Protagon Team 16 Ιουνίου 2024, 01:01

Πριν από 100 χρόνια, πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, ορισμένα μέλη της βρετανικής αποστολής έμειναν και προπονήθηκαν στο ξενοδοχείο «Carlton» του Μπρόντστερς, μιας παραθαλάσσιας πόλης στο ανατολικό Κεντ. Σήμερα το παλιό ξενοδοχείο έχει πλέον μετατραπεί σε συγκρότημα κατοικιών και στο μπροστινό μέρος του κρέμεται μια μπλε πινακίδα που σηματοδοτεί το γεγονός. Είναι όμως δυσδιάκριτη.

Πιο εμφανής είναι η σύγχυση στα πρόσωπα των περαστικών που σταματούν και τη διαβάζουν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να συμφιλιώσουν την άποψή τους για την κοντινή παραλία του Βίκινγκ Μπέι με τις αναμνήσεις τους από τους «Δρόμους της Φωτιάς» (1981). Στην πρώτη και την τελευταία σεκάνς της ταινίας του Χιου Χάντσον, ενώ τα κύματα σκάνε στο φόντο, οι βρετανοί αθλητές τρέχουν σε slow motion κατά μήκος της ακτής –υποτίθεται στον κόλπο των Βίκινγκ– υπό τους ήχους της θριαμβευτικής και επιβλητικής μουσικής του Βαγγέλη Παπαθανασίου, η οποία τιμήθηκε με Οσκαρ στην τελετή της επόμενης χρονιάς και ακούστηκε σε πολλές περιπτώσεις έκτοτε.

Στην πραγματικότητα, όμως, η ταινία γυρίστηκε στη Σκωτία, 800 χλμ. μακριά από το Μπρόντστερς, γράφει στον Guardian ο Νιλ Ντάνκανσον, για την ακρίβεια δίπλα στην 18η τρύπα του Old Course, του διασημότερου γηπέδου γκολφ στον πλανήτη, στο Σεντ Αντριους.

Οι πολυαναμενόμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού του 2024 είναι μια καλή αφορμή για να ξαναδούμε μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του είδους και να εντοπίσουμε μερικές από τις ανακρίβειές της σχετικά με όσα πραγματικά συνέβησαν εκείνες τις ημέρες των ολυμπιακών θριάμβων.

Οι «Δρόμοι της Φωτιάς» γυρίστηκαν μέσα σε τρεις μήνες και, παρά τον χαμηλό προϋπολογισμό της, η ταινία, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1981, έγινε τεράστια επιτυχία, κερδίζοντας τέσσερα Οσκαρ: καλύτερης ταινίας, σεναρίου, μουσικής και κοστουμιών. Το 1999, όταν το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου συγκέντρωσε τις 100 καλύτερες βρετανικές ταινίες του 20ού αιώνα, μπήκε στις 20 κορυφαίες.

Η παραγωγή της κόστισε μόλις 4 εκατ. λίρες (4,73 εκατ. ευρώ) αλλά απέφερε περισσότερα από 50 εκατ. λίρες (πάνω από 59 εκατ. ευρώ) παγκοσμίως, ενώ σηματοδότησε και το ντεμπούτο του Κένεθ Μπράνα στη μεγάλη οθόνη.

Ο παραγωγός Ντέιβιντ Πάτναμ άρχισε να σχεδιάζει την ταινία όταν διάβασε ένα βιβλίο με την ιστορία του Ερικ Λίντελ, ενός πιστού χριστιανού Σκωτσέζου που αρνήθηκε να τρέξει μια Κυριακή και πέθανε στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου σε στρατόπεδο γιαπωνέζων αιχμαλώτων πολέμου στην Κίνα, όπου εργαζόταν ως ιεραπόστολος.

Αρχικά, υποτίθεται ότι η ταινία θα περιλάμβανε τις ιστορίες τριών Βρετανών, σημειώνει στον Guardian ο Νιλ Ντάνκανσον: του Ερικ Λίντελ, του επίσης σπρίντερ Χάρολντ Εϊμπραμς και του σταρ των μεσαίων αποστάσεων Ντάγκλας Λόου. Αλλά ο Λόου, τότε συνταξιούχος δικαστής που πλησίαζε τα 80, αρνήθηκε να έχει σχέση με την ταινία. Περιέργως, δε, πέθανε την ημέρα της πρεμιέρας.

Το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ αρνήθηκε, επίσης, να δώσει άδεια να κινηματογραφηθεί το Great Court Run, ο διάσημος αγώνας δρόμου γύρω από το Τρίνιτι Κόλετζ, έτσι ο σκηνοθέτης Χιου Χάντσον πήγε με το συνεργείο του για τα γυρίσματα στο παλιό του σχολείο, το κολέγιο Ιτον στο Μπέρκσαϊρ. Στην ταινία φαίνεται ότι ο Εϊμπραμς ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έκανε τον γύρο του τετραγώνου πριν το ρολόι του κολεγίου χτυπήσει δώδεκα.

Στην πραγματικότητα δεν το επιχείρησε ποτέ. Αυτό επιτεύχθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον λόρδο Μπέργκλεϊ, ο οποίος επίσης δεν ήθελε να έχει σχέση με την ταινία και αντικαταστάθηκε βιαστικά από τον επινοημένο χαρακτήρα του λόρδου Λίνσεϊ (τον υποδύθηκε ο Νάιτζελ Χέιβερς), τον χαμογελαστό κομψευόμενο που έκανε προπόνηση στις απαλές πλαγιές του κτήματός του τοποθετώντας ποτήρια με σαμπάνια πάνω στα εμπόδια – ενώ ο πραγματικός λόρδος χρησιμοποιούσε σπιρτόκουτα.

Στην ταινία το χάλκινο μετάλλιο στα 100 μ. παίρνει ένας φοιτητής της Οξφόρδης από τη Νέα Ζηλανδία, ο Τομ Γουάτσον. Στην πραγματικότητα νικητής ήταν ο Αρθουρ, μετέπειτα λόρδος Πόριτ και χειρουργός της βασιλικής οικογένειας, ο οποίος έτρεξε στους Ολυμπιακούς Αγωνες του 1924 στο Παρίσι εκπροσωπώντας την πατρίδα του Νέα Ζηλανδία. Αλλά αρνήθηκε να επιτρέψει τη χρήση του πραγματικού του ονόματος, κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε.

Σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, ο εβραϊκής καταγωγής Αγγλος Χάρολντ Εϊμπραμς βιώνει τον κρυφό ρατσισμό των συμπατριωτών του και επιθυμεί τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες για να πάρει… το αίμα του πίσω, ενώ ο Σκωτσέζος Ερικ Λίντελ, που είναι από τη φύση του γρήγορος, θέλει να τιμήσει τον Θεό για το χάρισμα που του δώρισε. Και οι δύο αθλητές θα πετύχουν τον στόχο τους: ο μεν Εϊμπραμς θα κερδίσει τα 100 μ., ο δε Λίντελ τα 400 μ.

«Νόμιζα ότι θα ήταν μια ασήμαντη ταινία, που δεν θα έκανε καλό στον φίλο μου τον Χάρολντ Εϊμπραμς ή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και δεν ήθελα να είμαι μέρος της. Πόσο λάθος έκανα!» παραδέχτηκε πολλά χρόνια αργότερα ο λόρδος Πόριτ. Μάλιστα, για περισσότερα από 50 χρόνια ο Πόριτ και ο Εϊμπραμς συναντιούνταν για δείπνο κάθε χρόνο την ακριβή ημέρα και ώρα του τελικού των 100 μ. Και πάντα υποστήριζε ότι το πρωταρχικό κίνητρο του Εϊμπραμς δεν ήταν ο αγώνας του ενάντια στον αντισημιτισμό –όπως υποστηρίζει η ταινία– αλλά να νικήσει τα δύο πολύ μεγαλύτερα αδέλφια του, εκ των οποίων ο ένας ήταν Ολυμπιονίκης και ο άλλος γιατρός των Ολυμπιακών Αγώνων.

Επιπλέον, ο Εϊμπραμς δεν γνώρισε τη σύζυγό του, Σίμπιλ, πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, γεγονός που παραδέχτηκε ο σεναριογράφος Κόλιν Γουέλαντ, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι δεν ήταν καλό για το στόρι ένας από τους βασικούς ήρωες της ταινίας να ερωτευτεί μετά την ολοκλήρωσή της.

Στην ταινία η αρραβωνιστικιά του Εϊμπραμς λέγεται Σίμπιλ Γκόρντον και είναι σοπράνο της D’ Oyly Carte Opera Company, ενώ στην πραγματική ζωή γνώρισε τη Σίμπιλ Ιβερς –η οποία έπαιζε πράγματι στην D’ Oyly Carte– το 1934 και παντρεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα.

Οσο για την έντονη σύγκρουση μεταξύ του Λίντελ και του Εϊμπραμς στον αγώνα των 100 γιάρδων στο Πρωτάθλημα AAA του 1923 στο Stamford Bridge και το «δεν τρέχω για να με δείρουν, τρέχω για να κερδίσω» του Λίντελ δεν συνέβησαν/ειπώθηκαν ποτέ. Οι δυο σπρίντερ δεν αντιμετώπισαν ποτέ ο ένας τον άλλον σε 100στάρια. Συναντήθηκαν μόνο δύο φορές, σε αγώνα του πρωταθλήματος AAA στις 220 γιάρδες, τον οποίο κέρδισε ο Λίντελ, και στον τελικό των 200 μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, στον οποίο ο Λίντελ κέρδισε το χάλκινο βραβείο και ο Εϊμπαμς ήρθε τελευταίος – αλλά η ταινία το αποσιωπεί.

Η διάσημη σκηνή, δε, όπου ο Λίντελ επιβιβάζεται στο καράβι για τη Γαλλία και ένας δημοσιογράφος τον ρωτάει για τις πιθανότητές του στα 100 μ. την Κυριακή, είναι επίσης απολύτως φανταστική. Ο Λίντελ γνώριζε το πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων μήνες νωρίτερα και σχεδόν αμέσως ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μην τρέξει στα 100 μ. Στη συνέχεια προπονήθηκε ειδικά για τα 200 και τα 400 μ., ενώ δεν έτρεξε σε καμία από τις σκυταλοδρομίες επειδή διεξήχθησαν Κυριακή.

Οι αγώνες στίβου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 διοργανώθηκαν στο Stades Colombes, περίπου έξι μίλια βόρεια του Πύργου του Αϊφελ, σήμερα γνωστό ως Stades Yve-du-Manoir, από το όνομα ενός αριστοκράτη Γάλλου, σταρ του ράγκμπι, ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα σε ηλικία 24 ετών. Αυτό το καλοκαίρι το ανακαινισμένο στάδιο θα λειτουργήσει ως γήπεδο για χόκεϊ επί χόρτου, είναι θα είναι η μοναδική τοποθεσία που χρησιμοποιήθηκε και στους Αγώνες του 1924.

Ο προϋπολογισμός της ταινίας δεν έφτανε για να γίνουν γυρίσματα στη Γαλλία, έτσι οι αθλητικές σεκάνς των «Δρόμων της Φωτιάς» γυρίστηκαν στο Oval Sports Leisure Centre του Μπέμπινγκτον: απαιτούσαν μόνο μια σύντομη διαδρομή με φέρι από το Λίβερπουλ και τελικά έγιναν διαρκής πηγή υπερηφάνειας για τους ντόπιους κατοίκους.

Κόντρα στις πιθανότητες, ο Εϊμπραμς νίκησε τους αμερικανούς σταρ Τσάρλι Πάντοκ, Τζάκσον Σολτς και Τσέστερ Μπάουμαν στον τελικό των 100 μ. Λίγο πριν τον θάνατό του ο Σολτς ρωτήθηκε αν θυμόταν τον Εϊμπραμς. Απάντησε: «Θυμάμαι τα οπίσθιά του»…

Οι Αμερικανοί υποτίμησαν και τον Λίντελ. Ο Ορέσιο Φιτς, που ήταν φαβορί έχοντας καταρρίψει το ολυμπιακό ρεκόρ στους ημιτελικούς, ενημερώθηκε από τους αμερικανούς προπονητές του ότι ο Λίντελ θα έβγαινε γρήγορα και θα ισοφάριζε στα τελικά 50 μ. Δεν το έκανε.

Στην αρχή του τελικού των 400 μ. η ταινία δείχνει τον Σολτς να δίνει στον Ερικ Λίντελ ένα σημείωμα με βιβλική αναφορά: «Γράφει στη Βίβλο, “Αυτόν που με τιμά, θα τον τιμήσω”». Είναι αλήθεια ότι ο Λίντελ έλαβε ένα τέτοιο σημείωμα πριν κατακτήσει το χρυσό και καταρρίψει το ολυμπιακό ρεκόρ, του το έδωσε όμως ένας από τους μασέρ της βρετανικής ομάδας. Ο Γουέλαντ ισχυρίστηκε ότι είχε ρωτήσει τον Σολτς αν συμφωνούσε να αλλάξουν την ιστορία και ο παλιός σπρίντερ συμφώνησε, αρκεί να τον έκανε να φαίνεται ωραίος.

Ο Σολτς, που πέθανε το 1987, είπε πως δεν είδε ποτέ την ταινία, όχι λόγω αυτής της σκηνής, αλλά επειδή πρόφεραν λάθος το όνομά του. Ηταν ένα μαλακό Σολς, όχι ένα σκληρό Σουλτς… Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να κερδίσει λίγα δολάρια υποδυόμενος τον εαυτό του σε μια διαφήμιση της American Express μαζί με τον Μπεν Κρος, ο οποίος στην ταινία έπαιζε τον Εϊμπρααμς. (Δείτε το διαφημιστικό κλιπ)

Ο Πάτναμ πέρασε δύσκολα προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των «Δρόμων», και στη συνέχεια στο κάστινγκ και στα γυρίσματα, ενώ ο Εϊμπραμς πέθανε σχεδόν τρία χρόνια πριν την πρεμιέρα. Οταν τον προσέγγισαν αρχικά, είχε κολακευτεί από την ιδέα ενός φιλμ με αυτό το θέμα, αλλά σήμερα η γενική πεποίθηση είναι ότι θα τον ενοχλούσαν οι ανακρίβειες.

Σε κάθε περίπτωση, η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία και επανακυκλοφόρησε το 2012 για να σηματοδοτήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Μια θεατρική εκδοχή της ανέβηκε και στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου.

Στην κριτική του στον Observer το 1981, ο κριτικός κινηματογράφου Φίλιπ Φρεντς περιέγραψε με οξυδέρκεια: «Οι παραγωγοί των “Δρόμων της Φωτιάς” ήταν πολύ ερωτευμένοι με τις παγίδες της εποχής και τους χαριτωμένους, αθώους ήρωές τους, για να αντιμετωπίσουν πραγματικά τον τρόπο με τον οποίο η βρετανική παράδοση στηριζόταν στις κοινωνικές ανισότητες ή για να αποδεχθούν ότι η διαφθορά των αξιών που κατέγραψε η ταινία τους ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια του εκδημοκρατισμού του αθλητισμού. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μειώσει το γεγονός ότι έχουν κάνει μια εξαιρετικά ελκυστική, παράξενα συγκινητική και άψογη ταινία, η οποία χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία και μια ζεστασιά που σπάνια εκτρέπεται σε συναισθηματισμό».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...