«Η ομάδα δεν είναι πλέον γερμανική» εξηγεί ένας ηλικιωμένος κύριος με καπέλο του μπέιζμπολ, φορτώνοντας ήρεμα τα ψώνια του στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. «Αν δείτε πόσοι Γερμανοί εξακολουθούν να παίζουν, είναι αστείο». «Και πώς ορίζετε ποιος είναι Γερμανός;», τον ρωτά ο παρουσιαστής, Φίλιπ Αβούνου, γνωστός ντοκιμαντερίστας. Ακολουθεί ο εξής γνώριμος διάλογος:
– Για μένα ένας πραγματικός Γερμανός είναι –χωρίς διάθεση προσβολής– ανοιχτόχρωμος.
– Γιατί δεν μπορώ να είμαι γνήσιος Γερμανός;
– Επειδή οι γονείς σου δεν μπορεί να είναι Γερμανοί.
– Μα η μητέρα μου ήταν Γερμανίδα!
– Εντάξει, ναι, καλά. Αυτό γίνεται, αλλά πού είναι οι ανοιχτόχρωμοι Γερμανοί που μπορούν να παίζουν και ποδόσφαιρο;
Καλωσήλθατε στη Γερμανία του 2024, γράφει το ρεπορτάζ του Guardian, που μεταφέρει την παραπάνω στιχομυθία. Αυτές είναι οι απόψεις ενός σημαντικού κομματιού της γερμανικής κοινωνίας – ο κύριος με το καπελάκι στο πάρκινγκ σουπερμάρκετ της Θουριγγίας είναι ικανοποιημένος που μετέφερε τις ρατσιστικές απόψεις του στην κάμερα του Αβούνου.
Το πιο ανατριχιαστικό στοιχείο που προκύπτει από το αμφιλεγόμενο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ενότητα και Δικαιοσύνη» –δανεισμένος από τον πρώτο στίχο του γερμανικού εθνικού ύμνου–, το οποίο μεταδόθηκε στον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό ARD, είναι οι ανερυθρίαστες ρατσιστικές εκφράσεις που διατυπώνονται, το γεγονός ότι ο ρατσισμός δεν εμπεριέχει πλέον στίγμα ντροπής, αλλά μπορεί να εκφράζεται με υπερηφάνεια και χωρίς αναστολές.
Το ντοκιμαντέρ, που προβλήθηκε στη γερμανική τηλεόραση την περασμένη Τετάρτη, επικρίθηκε έντονα για τη συμπερίληψη μιας δημοσκόπησης στην οποία 1.304 συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν συμφωνούν με τη δήλωση «Θα προτιμούσα να έπαιζαν ξανά περισσότεροι λευκοί παίκτες στην εθνική Γερμανίας». Συμφώνησε το 21% και διαφώνησε το 65%.
Ηταν, σύμφωνα με τον προπονητή της Γερμανίας, Τζούλιαν Νάγκελσμαν, μια «άθλια δημοσκόπηση». Ο υπαρχηγός της εθνικής ομάδας, Τζόσουα Κίμιχ τη χαρακτήρισε ευθέως ρατσιστική. Και, φυσικά, υπάρχει μια σημαντική μερίδα της ευγενικής γερμανικής κοινωνίας που θα προτιμούσε τέτοια θέματα να συζητούνται με περισσότερη λεπτότητα ή να αποφεύγονται, ενόψει της διοργάνωσης ενός Euro που επιχειρεί να ενώσει τους πολίτες μιας διχασμένης χώρας.
Κι όμως, παρότι η συγκεκριμένη δημοσκόπηση ενέχει στοιχεία επιδεικτικότητας και αυτού που αποκαλούμε «δόλωμα για περισσότερα κλικ» στο διαδίκτυο, το ντοκιμαντέρ είναι λιγότερο μια απόπειρα εξορκισμού του ρατσισμού και περισσότερο μια αντανάκλαση των ανησυχητικών κοινωνικών τάσεων που αναπτύσσονται εντός της Γερμανίας, επισημαίνει ο Guardian.
Για το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου έτους το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) λάμβανε περίπου 20% στις δημοσκοπήσεις. Το κεφαλαιοποίησε καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές της περασμένης εβδομάδας. Ξαφνικά, μια χώρα που νόμιζε ότι είχε θάψει τον φασισμό για πάντα αρχίζει να βλέπει το φάντασμά του να αναδύεται από τις στάχτες του.
Τον περασμένο μήνα, ένα βίντεο που τραβήχτηκε στο νησί Σιλτ έδειχνε νέους και πλούσιους παραθεριστές να τραγουδούν ένα ναζιστικό τραγούδι και να κάνουν τον απαγορευμένο χιτλερικό χαιρετισμό, αναφέρει ο Guardian. Τον ίδιο μήνα, μια ομάδα ακροδεξιών ανταρτών δικάστηκε στη Φρανκφούρτη με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν τη βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης.
Τον περασμένο Νοέμβριο ακροδεξιές ομάδες συναντήθηκαν μυστικά στο Πότσνταμ για να συζητήσουν την αναγκαστική «μετανάστευση» εκατομμυρίων γερμανών πολιτών με ξένη καταγωγή, σε περίπτωση που το AfD έρθει στην κυβέρνηση. Είτε το ακροδεξιό κόμμα πλησιάσει την εξουσία είτε όχι, έχει καταφέρει με ηχηρό τρόπο να μεταφέρει την πολιτική συζήτηση σε προνομιακά για τη ρητορική του θέματα.
Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, ηγέτης του κεντροαριστερού κόμματος SPD, έχει ανεβάσει κατακόρυφα τη ρητορική του για την παράνομη μετανάστευση τους τελευταίους μήνες, υποσχόμενος απελάσεις σε μεγάλη κλίμακα μεταναστών και εγκληματιών γεννημένων στο εξωτερικό. Αυτή είναι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Guardian, η κατάσταση στη χώρα λίγο πριν τη σέντρα του Euro: διαρκείς κόντρες για θέματα ενός ευρύτερου πολιτιστικού πολέμου στη δημόσια τηλεόραση.
Φυσικά, το ποδόσφαιρο έχει τον δικό του ιδιαίτερο ρόλο να παίξει στο ακροδεξιό αφήγημα, που είναι βασισμένο στη θεωρία της παρακμής, η οποία τροφοδοτείται από τις αποτυχίες της εθνικής ομάδας στα Μουντιάλ του 2018 και του 2022 – και δεν συνδέεται αποκλειστικά με ζητήματα φυλετικής ταυτότητας, αλλά και με πολλές άλλες, διάχυτες υποψίες.
Σύμφωνα με τον Guardian, αυτές περιλαμβάνουν την υποχώρηση της παραδοσιακής αρρενωπότητας, την αίσθηση ότι η νέα γενιά δεν διαθέτει την αποφασιστικότητα των προηγούμενων, τη διδασκαλία των φιλελεύθερων «woke» αξιών στους νέους, την ενθάρρυνση ζητημάτων όπως η κοινωνική ισότητα, ένα πλήθος δημιουργικών χαφ και ατάλαντων εξτρέμ – και τη διαπίστωση ότι η εθνική δεν διαθέτει ούτε έναν καλό επιθετικό εξαιτίας όλων των παραπάνω.
Ολα αυτά τα αυξανόμενα ρεύματα δημιουργούν μια κατάσταση που συνήθως ξεκινά με έναν ηλικιωμένο ειδήμονα να γκρινιάζει στην τηλεόραση για την παρακμή των παραδοσιακών γερμανικών αξιών και τελειώνει με τη νικήτρια ομάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου κάτω των 17 ετών να αντιμετωπίζει έναν χείμαρρο ρατσιστικών επιθέσεων μετά τη δημοσιοποίηση της νικητήριας φωτογραφίας της, καθώς διαθέτει τέσσερις μαύρους παίκτες.
Κατά κάποιο τρόπο, το σημερινό υπαρξιακό άγχος της Γερμανίας θυμίζει εκείνο του Brexit, επισημαίνει ο Guardian. Η διάβρωση της γερμανικής υπεροχής –οικονομικής και πολιτικής–, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση οδηγούν στην αίσθηση ότι τα πράγματα έχουν σταματήσει να λειτουργούν – ότι οι δεσμοί που κάποτε ένωναν μια υπερήφανη κοινωνία χαλαρώνουν αργά αλλά σταθερά.
Αν, πάντως, το ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί σε κεντρική αρένα αυτής της σύγκρουσης, έχει γίνει και επίκεντρο αντίστασης. Προπονητές της Μπουντεσλίγκα, όπως ο Κρίστιαν Στράιχ και ο Τσάμπι Αλόνσο, έχουν καταδικάσει πολύ πιο έντονα την Ακροδεξιά από όσο θα τολμούσαν οι περισσότεροι από τους ομολόγους τους στην Πρέμιερ Λιγκ. Οργανώσεις οπαδών –που είναι πολύ πιο ισχυρές στη Γερμανία από ό,τι στην Αγγλία– οργανώνουν διαδηλώσεις κατά του AfD.
Αλλά η ευρύτερη αίσθηση, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι, είναι ότι η πιο αποτελεσματική απάντηση του ποδοσφαίρου στη ρατσιστική Ακροδεξιά θα δοθεί εντός αγωνιστικού χώρου – όχι με πανό και με συνθήματα. Και μόνο η θέα μιας επιτυχημένης πολυφυλετικής ομάδας με μεγάλη αυτοπεποίθηση, με με αρχηγό τον τουρκικής καταγωγής Ιλκέι Γουντογκάν και επιθετικό τον αφρικανικής καταγωγής Τζαμάλ Μουσιάλα, αρκεί για να αναδείξει τη δύναμη της διαφορετικότητας.
Φυσικά, το ποδόσφαιρο δεν λύνει τίποτε από μόνο του, καταλήγει ο Guardian. Αν η ευδαιμονία του καλοκαιρινού ποδοσφαιρικού τουρνουά αποτελεί πάντα μια φτωχή κόπια της πραγματικής, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον πατριωτισμό που επιδεικνύεται στη διάρκειά του. Το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι ένας λαμπρός αγωγός για αυτές τις συχνά δύσκολες συζητήσεις, αλλά οι γνήσιες λύσεις αποτελούν πάντα ευθύνη της πολιτικής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News