2060
Ο 85χρονος Φράνσις Φορντ Κόπολα πήγε στις Κάννες με την τελευταία του ταινία «Megalopolis» | Shutterstock/Creative Protagon

Κόπολα: «Δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης και να είσαι ασφαλής»

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 25 Ιουνίου 2024, 17:44
Ο 85χρονος Φράνσις Φορντ Κόπολα πήγε στις Κάννες με την τελευταία του ταινία «Megalopolis»
|Shutterstock/Creative Protagon

Κόπολα: «Δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης και να είσαι ασφαλής»

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 25 Ιουνίου 2024, 17:44

Δύο ημέρες πριν από την πολυαναμενόμενη επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Μεγαλόπολις» στο Φεστιβάλ Καννών, στις 16 Μαΐου, ο Guardian δημοσίευσε ένα εκτενές άρθρο του Στιβ Ρόουζ βασισμένο κυρίως σε ανώνυμες πηγές. Το άρθρο, με τίτλο «Εχει γυρίσει ποτέ ταινία αυτός ο τύπος;», ήταν αφιερωμένο σε διαμαρτυρίες μελών του συνεργείου για τις μεθόδους του Κόπολα, απηχώντας παράπονα που ταλαιπωρούσαν τον σκηνοθέτη σε όλη του την καριέρα.

Πιο ανησυχητικές, ωστόσο, ήταν οι καταγγελίες ότι ο Κόπολα είχε προσπαθήσει να φιλήσει γυναίκες κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ενώ εκείνος ισχυρίστηκε ότι «προσπαθούσε να τους φτιάξει τη διάθεση». Προς υπεράσπισή του, δε, ο Ντάρεν Ντεμίτρι, ένας από τους εκτελεστικούς παραγωγούς του έπους «Μεγαλόπολις», δήλωσε μεταξύ άλλων: «Δύο μέρες γυρίζαμε μια εορταστική σκηνή σε κλαμπ τύπου “Studio 54” και ο Φράνσις τριγύριζε στο πλατό αγκαλιάζοντας ευγενικά και δίνοντας φιλιά στο μάγουλο ηθοποιών και κομπάρσων. Ηταν ο τρόπος του να τις βοηθήσει να εμπνευστούν και να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα του κλαμπ, που ήταν πολύ σημαντική για την ταινία». Ο παλιός συνεργάτης του Κόπολα τόνισε επίσης: «Δεν άκουσα ποτέ παράπονα για παρενόχληση ή κακή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων».

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μετά την πρεμιέρα της ταινίας οι κριτικοί κινηματογράφου δεν του συμπεριφέρθηκαν όλοι καλά. Τα σχόλια ήταν αντιφατικά, κάποιοι μάλιστα την υποδέχτηκαν με χαρακτηρισμούς όπως «αποτυχία», «άνιση», «χαοτικό σύνολο», «βδέλυγμα» και «αηδία».

Ο Κόπολα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Καννών το 1967, σε ηλικία 28 ετών, με το «Τώρα που Εγινες Ανδρας» («You’re a Big Boy Now»), μια κωμωδία σκρούμπολ για έναν 19χρονο νεαρό που προσπαθεί να ξεκολλήσει από τους γονείς του. Ο σκηνοθέτης είχε αγοράσει τα δικαιώματα για το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μπενεντίκτους και συνδύασε την πλοκή με μια δική του ιδέα. Η ταινία ήταν η μεταπτυχιακή του διατριβή στη σχολή κινηματογράφου του UCLA, όπου φοιτούσε τότε. Βγήκε στα σινεμά μέσω της Warner Bros και έλαβε καλές κριτικές, μάλιστα η πρωταγωνίστρια Τζεραλντίν Πέιτζ ήταν υποψήφια για Οσκαρ και Χρυσή Σφαίρα.

Την ίδια χρονιά ο Κόπολα άρχισε να σκηνοθετεί το «Κάτω από το Ουράνιο Τόξο» («Finian’s Rainbow»), μια αμήχανη κινηματογραφική μεταφορά ενός μιούζικαλ του Μπρόντγουέϊ, με την Πετούλα Κλαρκ στην πρώτη της αμερικανική ταινία και τον βετεράνο του είδους Φρεντ Αστέρ, με αποτέλεσμα να αποτύχει. Εγινε, όμως, αφορμή να γνωρίσει τον Τζορτζ Λούκας, ο οποίος θα γινόταν δια βίου φίλος του και βοηθός παραγωγής στην επόμενη ταινία του, «Οι Ανθρωποι της Βροχής» (1968), σε σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή δική του.

Στη συνέχεια έγραψε το σενάριο της βιογραφική ταινία «Πάτον, ο Θρύλος της Νορμανδίας» (1969), με σκηνοθέτη τον Φράνκλιν Σάφνερ, για το οποίο κέρδισε το πρώτο του  Οσκαρ, για να ακολουθήσει, τρία χρόνια αργότερα, ο μυθικός «Νονός» (1972), ταινία-σταθμός στην ιστορία του Χόλιγουντ. Το έπος που έκανε διάσημο τον Κόπολα έλαβε 11 υποψηφιότητες και κέρδισε τρία Οσκαρ (καλύτερου ηθοποιού για τον Μάρλον Μπράντο, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου και καλύτερης ταινίας).

Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης θα επέστρεφε στις Κάννες το 1979 με το επικό «Αποκάλυψη Τώρα!», που τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ ήταν υποψήφιο για Οσκαρ και Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας. Φέτος, 45 χρόνια αργότερα, ο 85χρονος πλέον Φράνσις Φορντ Κόπολα  παρουσίασε στις  Κάννες τη «Megalopolis», μια ταινία για την οποία ξόδεψε τη μισή ζωή του συν 120 εκατ. δολάρια από την προσωπική του περιουσία.

Λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα του «Megalopolis» στις Κάννες ο Κόπολα μίλησε στη Μάνολα Ντάργκις, επικεφαλής κριτικό κινηματογράφου των New York Times. Η συνέντευξη έγινε στη θαλαμηγό ενός ιταλο-τυνήσιου διανομέα, με τον Κόπολα περιτριγυρισμένο από συγγενείς, φίλους, συναδέλφους και μέλη του προσωπικού που βούιζαν γύρω του.

Εμοιαζε κουρασμένος, πράγμα φυσιολογικό για πολλούς συμμετέχοντες στο μεγαλύτερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο, παρατηρεί η Ντάργκις, αλλά ήταν δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς και τη θλίψη του. Στις 12 Απριλίου πέθανε η Ελενορ Κόπολα, η σύζυγός του για περισσότερες από έξι δεκαετίες, ενώ στις 18 Μαΐου πέθανε και ο Φρεντ Ρους, επί χρόνια συνεργάτης του αμερικανού σκηνοθέτη και παραγωγός πολλών ταινιών της οικογένειας Κόπολα, συμπεριλαμβανομένου του «Megalopolis».

Ωστόσο δεν ακουγόταν κουρασμένος. Απαντούσε στις ερωτήσεις της αμερικανίδας κριτικού ελεύθερα, αν και συχνά τις έβλεπε από μια λοξή οπτική γωνία. Για παράδειγμα, ξεκινούσε την απάντησή του με ένα περιστατικό φαινομενικά άσχετο, ενώ επίσης επικαλούνταν την Ιστορία, ανέφερε βιβλία, της έδειχνε φωτογραφίες («Αυτός είναι ο παππούς του Νίκολας  Κέιτζ» – 0 Κέιτζ είναι ανιψιός του Κόπολα) και της έκανε ερωτήσεις όπως «Εχεις διαβάσει Χέρμαν Εσε;» (όχι), «Ξέρεις κάτι για το πώς μπορεί να ήταν οι μητριαρχίες;» (περίπου), γράφει η Ντάργκις στους New York Times.

Ο Κόπολα μιλούσε δημόσια για το «Megalopolis» από το 1982. Εναν χρόνο αργότερα είπε στο Film Comment ότι είχε ήδη συγκεντρώσει περίπου 400 σελίδες με «πραγματικά ενδιαφέροντα πράγματα» για αυτό το νέο έργο. Ηταν τοποθετημένο στη σύγχρονη Νέα Υόρκη μεν, αλλά εν μέρει βασίστηκε στην αρχαία Ρώμη λόγω των ομοιοτήτων που έβλεπε μεταξύ τους. «Ολα πέθαιναν», είπε, «όλες οι αξίες είχαν μετατραπεί σε ένα κυνήγι χρημάτων».

Η νέα του δημιουργία θα αντιμετώπιζε μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα και με κάποιον τρόπο θα περιλάμβανε την ιστορική προσωπικότητα του Κατιλίνα. Αυτό που ενδιέφερε τον Κόπολα, είπε, ήταν το ζήτημα της ουτοπίας. Στο δεύτερο μισό της ταινίας υπάρχει ένα «πραγματικά άγριο τμήμα που τελικά θέτει τη βάση για την έννοια της ουτοπίας στην πορεία αυτής της τρελής ψευδαίσθησης» λέει ο σκηνοθέτης στους New York Times.

Το «Megalopolis» είναι μια αλληγορική φαντασίωση για έναν αρχιτέκτονα, τον Σέζαρ Κατιλίνα (Ανταμ Ντράιβερ), που ονειρεύεται έναν καλύτερο, πιο φωτεινό κόσμο από αυτόν στον οποίο ζει. Διαδραματίζεται σε μια πόλη που μοιάζει με τη Νέα Υόρκη… μέσω της αρχαίας Ρώμης. Παρακολουθεί τον Σέζαρ καθώς παλεύει με το παρελθόν, οραματίζεται το μέλλον, ερωτεύεται μια έξυπνη καλλονή, την Τζούλια (Νάταλι Εμάνουελ), και συγκρούεται με τον πατέρα της, τον δήμαρχο Φράνκλιν Τσίτσερο (Τζανκάρλο Εσπόζιτο). Συμμετέχουν ακόμη η Wow Platinum (Ομπρεϊ Πλάζα), μια φιλόδοξη και επικίνδυνη τηλεπερσόνα, και ο Κλόντιο Πούλτσερ (Σάια λαΜπεφ), ο ανεξέλεγκτος και ζηλιάρης ξάδελφος του Σέζαρ.

Το στόρι, είπε ο Κόπολα, είναι εν μέρει εμπνευσμένο από τη συνωμοσία του Κατιλίνα, μια απόπειρα πραξικοπήματος του ρωμαίου πολιτικού Λεύκιου Σέργιου Κατιλίνα, τον 1ο αιώνα π.Χ. Στο βιβλίο της «SPQR: Ιστορία της Αρχαίας Ρώμης» (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), η ιστορικός Μαίρη Μπιρντ (την οποία συμβουλεύτηκε ο Κόπολα) περιγράφει τον Κατιλίνα  ως «έναν δυσαρεστημένο, χρεοκοπημένο αριστοκράτη» που ήθελε να δολοφονήσει όλους τους εκλεγμένους αξιωματούχους, να κάψει την πρωτεύουσα και να διαγράψει τα χρέη όλων, κάτι που η Ντάργκις φαντάζεται πως εξηγεί γιατί βρήκε ελκυστικό τον χαρακτήρα του ο σκηνοθέτης: ο Κόπολα βαρύνεται επί χρόνια με χρέη και αυτό δίνει στην ταινία μια έντονη, ξεκάθαρα αυτοβιογραφική χροιά, γράφει στους New York Times.

Oταν η αμερικανίδα δημοσιογράφος ρώτησε τον Κόπολα τι συγκεκριμένα τον ενέπνευσε στη συνωμοσία του Κατιλίνα, αυτός της απάντησε με έναν από τους μονολόγους που χαρακτήρισαν μεγάλο μέρος της συνέντευξης. Αρχισε με μια αναφορά στα νιάτα του («ήμουν φοιτητής θεάτρου»), συνέχισε με την αγάπη του για τις πρόβες και στρέφεται σε μια μακροσκελή αφήγηση για το πώς βρήκε τους κύριους χαρακτήρες του «Νονού» τρώγοντας νωρίς το πρωί σε μια πιτσαρία της Νέας Υόρκης.

Ο Κόπολα έβαλε τον Μάρλον Μπράντο να καθίσει στην κορυφή του τραπεζιού, όπως έκανε ο πάτερ φαμίλιας που σύντομα θα υποδυόταν στην οθόνη, με τον Τζέιμς Κάαν να προσπαθεί να κάνει τον Μπράντο να γελάσει και τον Αλ Πατσίνο να προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει με το να «είναι ακραίος». Μέσα σε μιάμιση ώρα, λέει ο Κόπολα, εμφανίστηκαν μπροστά μου όλοι οι χαρακτήρες.

Με παρόμοιο τρόπο απάντησε ο σκηνοθέτης και λίγο αργότερα, όταν η Ντάργκις τον ρώτησε για τις κατηγορίες που αναφέρθηκαν στον Guardian. Προς έκπληξή της, ο Κόπολα ξεκίνησε μιλώντας για τη μητέρα του, την Ιτάλια. «Εμοιαζε με τη Χέντι Λαμάρ» είπε αναφερόμενος στη λαμπερή σταρ του Χόλιγουντ. «Εχω τη φωτογραφία», πρόσθεσε καθώς έψαχνε στο τηλέφωνό του. (Στην πραγματικότητα, η Ιτάλια δεν θύμιζε τη Λαμάρ.)

«Η μητέρα μου μού είπε ότι αν φλερτάρεις μια γυναίκα, σημαίνει ότι δεν τη σέβεσαι, και τα κορίτσια που μου άρεσαν σίγουρα δεν τα σεβόμουν». Πιεζόμενος περισσότερο, αποκάλυψε ότι υπήρχε μια φωτογραφία ενός από τα «κορίτσια» που φίλησε στο μάγουλο, την οποία είχε τραβήξει ο πατέρας της. «Την ήξερα όταν ήταν εννιά ετών», είπε και πρόσθεσε ότι δεν είναι από τους ανθρώπους που εκφράζουν τα συναισθήματά τους, «Είμαι πολύ ντροπαλός», δήλωσε.

Ο Κόπολα, στη συνέντευξή του στους New York Times δήλωσε ακόμη ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να γυρίζει γκανγκστερικές ταινίες μετά την τεράστια επιτυχία του «Νονού» (1972) και τον εξίσου επιτυχημένο «Νονό ΙΙ» (1974). Ηθελε όμως να μάθει και να κάνει όσο περισσότερα διαφορετικά στυλ ταινίας μπορούσε: «Ενα πράγμα που θα προσέξετε είναι ότι κάθε ταινία μου είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες. Ο “Νονός” είναι πολύ κλασικός, το “Αποκάλυψη Τώρα” πολύ άγριο, το “Μια Μέρα Ενας Ερωτας” πολύ θεατρικό, και ο “Δράκουλας”», μια από τις πιο ρομαντικές ιστορίες τρόμου, του 1992, «ήταν πολύ αρχαϊκός. Ο λόγος που οι ταινίες μου ήταν τόσο διαφορετικές είναι επειδή τα θέματα ήταν διαφορετικά». Είχε βρει ένα στυλ που να ταιριάζει σε καθεμία. Ωστόσο, μετά από όλα αυτά, συνέχισε να αναρωτιέται, όπως το θέτει τώρα, «ποιο είναι το στυλ μου».

Η αναζήτηση για το στυλ του ξεκίνησε γύρω στο 1997 μετά τον «Βροχοποιό», ένα δικαστικό δράμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Γκρίσαμ, που το γύρισε –σύμφωνα με έναν συνεργάτη του– για να ξεπληρώσει τα χρέη του. «Απλώς είπα ότι θα κάνω κάτι σαν διάλειμμα, ότι δεν θα είμαι πια επαγγελματίας σκηνοθέτης» είπε ο Κόπολα στους New York Times. Ηθελε να μάθει περισσότερα και να μην ασχολείται με τα προς το ζην, έκανε λοιπόν ένα διάλειμμα, αν και με τον αμίμητο δικό του τρόπο.

Ταξίδεψε, γύρισε μερικές φθηνές ταινίες –«Νεότητα Χωρίς Νιάτα» (2007), «Tetro» (2009)– και απόλαυσε το διάλειμμά του. Ηταν μια περίοδος που έγινε ευκολότερη χάρη στο οινοποιείο του, το οποίο απέδιδε καλά. «Πήρα μερικές καλές αποφάσεις» δήλωσε. (Ο Σαμ Γουάσον, στο πρόσφατο βιβλίο του για τον Κόπολα, «The Path to Paradise», λέει ότι γύρω στο 2000 αυτή η επιχείρηση απέφερε κέρδη σχεδόν 100 εκατ. δολαρίων ετησίως.)

Η βασική τραγωδία των ταινιών είναι ότι τα γυρίσματα και η κυκλοφορία τους είναι μια υπόθεση εξαιρετικά ακριβή. Και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο ανέκαθεν οι κινηματογραφιστές, ειδικά όσοι θέλουν να ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, έβαζαν δικά τους χρήματα στα έργα τους, παρατηρεί η Μάνολα Ντάργκις στους New York Times.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν επένδυσε στη δική του δουλειά, όπως επίσης ο Τζον Γουέιν και ο Σπάικ Λι. Το 1979, όταν άρχισε να παίζεται η μερικώς αυτοχρηματοδοτούμενη πολεμική ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα», ο δημιουργός της είπε στους Times: «Αν έπαιρνα ποτέ τα χρήματα που πήρε, ας πούμε, ο Τζορτζ Λούκας από το “Star Wars”, θα έβαζα κάθε δεκάρα στην αλλαγή των κανόνων». Ο Λούκας, ο οποίος είχε επενδύσει τα δικά του χρήματα για να κάνει το «Star Wars», χρησιμοποίησε τα κέρδη από εκείνη την ταινία για να συνεχίσει τη σειρά.

Σε μια συγκινητική συμβολική συνάντηση των δύο σκηνοθετών στη σκηνή του Φεστιβάλ Καννών, 56 χρόνια μετά τη γνωριμία τους, ο Κόπολα παρουσίασε τον συνεργάτη και δια βίου φίλο του Τζορτζ Λούκας κατά τη βράβευσή του με τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα (Reuters /Stephane Mahe)

Την επομένη της συνέντευξής του στους New York Times ο Κόπολα και ο Λούκας, με τον οποίο γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του φιλμ «Κάτω από το ουράνιο τόξο» (1968), είχαν μια συμβολική επανένωση στις Κάννες. Το φεστιβάλ τίμησε τον Λούκας με τον Χρυσό Φοίνικα και ζήτησε από τον Κόπολα να τον παρουσιάσει. Οι δύο σκηνοθέτες ανέβηκαν στη σκηνή με εκκωφαντικά χειροκροτήματα. «Πόσο εξαιρετικό είναι», είπε ο Κόπολα, «να βρίσκεσαι εδώ για να γιορτάζεις τη φαντασία, την επιμονή και την επιτυχία του νεότερου αδερφού σου, του πρώτου που είχα ποτέ».

Με τον Λούκας να στέκεται δίπλα του, ο Κόπολα μίλησε συγκινητικά για τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους και τη φιλία τους. Και τελειώνοντας, πρόσθεσε ότι αφού ο Λούκας απέτυχε να κάνει μια ταινία «Flash Gordon», είπε στον Κόπολα: «Λοιπόν, θα κάνω τη δική μου ταινία. Θα την ονομάσω “Star Battles”, “Star Wars” ή κάτι τέτοιο».

Hταν μια καλή, διασκεδαστική ατάκα για την εποποιία που θα δημιουργούσε ο Λούκας και που, από πολλές απόψεις, θα άλλαζε τις αμερικανικές ταινίες, γράφει η Ντάργκις στους New York Times. Εβδομάδες αργότερα, όμως, όταν ξανάκουσε την ομιλία του Κόπολα, το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ήταν κάτι που είχε πει ο σπουδαίος δημιουργός το 1982.

«Είναι πολύ ανόητο να μην επιδιώκεις στη ζωή σου το υψηλότερο δυνατό πράγμα που μπορείς να φανταστείς, ακόμα κι αν διατρέχεις τον κίνδυνο να χάσεις τα πάντα» είχε δηλώσει, τονίζοντας ότι «δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης και να είσαι ασφαλής».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...