Στην Αρακατάκα, ένα απόγευμα με απίστευτή ζέστη, παιδιά βουτάνε στα καθαρά νερά του ποταμού, που διασχίζει τη νυσταλέα πόλη των 40.000 κατοίκων, ενώ ηλικιωμένοι γείτονες τα κοιτάζουν από τις κουνιστές πολυθρόνες τους στις βεράντες των ηλιόλουστων σπιτιών τους. Από κάθε θάμνο ξεπηδούν πεταλούδες, μερικές φορές, μάλιστα πετούν όλες μαζί καλειδοσκοπικά. Εδώ στους πρόποδες των βουνών της Σιέρα Νεβάδα της Κολομβίας, περίπου 32 χλμ από την Καραϊβική ακτή συνεχίζει να ζει ο φανταστικός κόσμος της πόλης Μακόντο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γράφει στον Guardian ο Λιουκ Τέιλορ στην ανταπόκρισή του από την Αρακατάκα.
Η Αρακατάκα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε απομείνει, όπως πολλές άλλες πόλεις στην παράκτια ενδοχώρα της Κολομβίας, καυτή, σκονισμένη, φτωχή και άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο, αν δεν είχε εμπνεύσει στον κολομβιανό συγγραφέα το φανταστικό σκηνικό του μυθιστορήματός του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» που εκδόθηκε το 1967 και αμέσως έγινε παγκόσμιο φαινόμενο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε νέα μετάφραση από τα ισπανικά της Μαρίας Παλαιολόγου, διαβάστε εδώ ένα απόσπασμα).
Στις 17 Απριλίου, επέτειο δέκα χρόνων από τον θάνατο του Γκαρσία Μαρκές (στις 17 Απριλίου 2014), το Netflix με μια σύντομη ανάρτησή του στο Χ, ανακοίνωσε ότι προσεχώς θα προβληθεί από την πλατφόρμα η σειρά «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», «που βασίζεται στο αριστούργημα του Μαρκές», ενώ έδωσε στην κυκλοφορία και το πρώτο teaser της σειράς.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε και έζησε στην Αρακατάκα μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών με τον παππού και τη γιαγιά του από τη μητέρα του. Ο Γκάμπο, όπως είναι εν συντομία γνωστός ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, συγγραφέας, είπε αργότερα ότι όλα τα γραπτά του βασίστηκαν σε εκείνη την εποχή, και πάνω από όλα το βιβλίο του «Εκατό χρόνια μοναξιά» στο οποίο ο «ρεαλισμός του έγινε μαγικός».
Οπως γράφει η Μαρίλια Παπαθανασίου στο Books’ journal, τον όρο επινόησε στην πραγματικότητα ο γερμανός κριτικός τέχνης Φραντς Ροχ, το 1925, με αφορμή έναν πίνακα, την τεχνοτροπία του οποίου θέλησε να αντιδιαστείλει στον εξπρεσιονισμό. Ωστόσο, τα «δάνεια» είναι συχνά στις τέχνες, και ο όρος «μαγικός ρεαλισμός» άρχισε να χρησιμοποιείται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 για να προσδιορίσει ένα νέο ρεύμα λατινοαμερικανών συγγραφέων, και κυρίως το έργο του Γκαρσία Μάρκες με το οποίο ταυτίστηκε.
«Στον μαγικό ρεαλισμό, το αληθινό με το μαγικό αναμειγνύονται, το μαγικό εισέρχεται με τρόπο φυσικό στην πραγματικότητα, ζωντανοί συνυπάρχουν και συνομιλούν με τους νεκρούς, ήρωες αιωνόβιοι παραπέμπουν σε πρόσωπα της Βίβλου, εμφανίζονται ασθένειες τρομακτικές που όμως αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικά φαινόμενα», γράφει η Μαρίλια Παπαθανασίου. Ο ίδιος ο Μάρκες είχε αναφέρει ότι τα όσα μαγικά, ή εξωπραγματικά, διαδραματίζονται στα «Εκατό χρόνια μοναξιά», είναι απολύτως φυσιολογικά, δεδομένου ότι ήδη από τις διηγήσεις της γιαγιάς του, οι οποίες χρησίμευσαν ως μαγιά για το βιβλίο του, ήταν συνήθη στην πατρίδα του.
Συνδυάζοντας, λοιπόν, το φανταστικό με την καθημερινότητα για να δείξει την κωμική, φαρσική και συχνά τραγική φύση της ζωής στη Λατινική Αμερική, ο Γκάμπο έδωσε φωνή στην περιοχή και αιχμαλώτισε τις καρδιές των αναγνωστών του σε όλο τον κόσμο: «Ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, μου διαφεύγει ποιο ακριβώς είναι το κλειδί, αλλά κατά κάποιο τρόπο η ποίηση και η πλοκή του απεικονίζουν τους τροπικούς με έναν ισχυρό και παγκόσμιο τρόπο, που φτάνει στις καρδιές των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο», δήλωσε στην βρετανική εφημερίδα The Guardian ο Χάιμε Αβέγιο, διευθυντής του ιδρύματος Gabo Fundación, το οποίο προωθεί τη λογοτεχνική κληρονομιά του Γκαρσία Μαρκές.
Τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» του Netflix είναι μια από τις πιο ακριβές τηλεοπτικές παραγωγές στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής και φέτος αναμένεται να προβληθούν τα πρώτα οκτώ από τα 16 επεισόδια. Η αναμενόμενη προβολή της σειράς, δε, έχει δώσει στους ντόπιους την ελπίδα ότι θα μπορούσε να κάνει την Αρακατάκα αυτό που είναι το Δουβλίνο για τον Τζέιμς Τζόις ή το Στράτφορντ απόν Εϊβον για τον Σαιξπηρ. (Δείτε το πρώτο teaser της σειράς)
Κάποιοι ντόπιοι, ωστόσο, αισθάνονται προδομένοι επειδή η σειρά δεν γυρίστηκε εκεί, αλλά στη βιομηχανική πόλη Ιβαγέ, 692 χλμ νότια της Αρακατάκα. «Είμαστε απογοητευμένοι που το Netflix αποφάσισε να μην κάνει γυρίσματα εδώ, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι όποιος εμπνέεται από τη σειρά θα πρέπει να έρθει στην Αρακατάκα, καθώς η καρδιά του Μακόντο βρίσκεται εδώ», είπε ο Ρόμπινσον Μάλφορντ, ένας καθηγητής τοπικού γυμνασίου, και πρόσθεσε ότι όσοι έρθουν «θα νιώσουν την καλοσύνη, την αλληλεγγύη του κόσμου και ό,τι άλλο είπε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για την Κολομβιανή Καραϊβική. Ολοι θα γίνουν δεκτοί με αγάπη», τόνισε.
Σήμερα, σημειώνει ο Λιουκ Τέιλορ στον Guardian, υπάρχουν λίγες ευκαιρίες στην πόλη, πέρα από την εργασία σε γειτονικές φυτείες με μπανάνες και φοίνικες, αν και μια χούφτα ξεναγοί και καταστηματάρχες βγάζουν τα προς το ζην από το μικρό ρεύμα τουριστών που έρχονται για προσκύνημα στην Αρακατάκα.
Σχεδόν σε όλους τους δρόμους υπάρχουν εικόνες του χαμογελαστού, μυστακοφόρου Γκάμπο, ενώ αγάλματα του συγγραφέα και των χαρακτήρων του είναι διάσπαρτα στην πόλη. Ο τοπικός σιδηροδρομικός σταθμός έχει ξαναβαφτεί με ένα φιλικό προς το Instagram σχέδιο με έντονα χρώματα (κίτρινο, λευκό και τιρκουάζ), το τηλεγραφείο όπου εργαζόταν ο πατέρας του Γκάμπο είναι τώρα μουσείο, και το σπίτι των παιδικών του χρόνων έχει ανακατασκευαστεί και είναι γεμάτο με τα αυθεντικά υπάρχοντά του.
«Προσπαθώ να δείξω στους ανθρώπους όχι μόνο τα μέρη της Αρακατάκα αλλά και τις ιστορίες της γιατί, τελικά, είναι η γενέτειρα του μαγικού ρεαλισμού», είπε στον Guardian ο 36χρονος Μανουέλ Κίκε Μοχίκα, ένας ενθουσιώδης ξεναγός αφοσιωμένος στο να ξαναζωντανέψει το παρελθόν της πόλης.
Στην Αρακατάκα, πάντως, κάποιοι αμφισβητούν τη δυνατότητα της μεταφοράς του Μακόντο από το βιβλίο στην οθόνη, ακόμη και με έναν προϋπολογισμό, όπως αυτός του Netflix. Το μυθιστόρημα έχει λίγους διαλόγους, πολλούς χαρακτήρες με το ίδιο όνομα και εξελίσσεται με χρονικά άλματα μπρος-πίσω.
«Ποτέ δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα τα “Εκατό Χρόνια Μοναξιά”. Είναι όλα πολύ μπερδεμένα», εξομολογήθηκε ο Κάρλος Νέλσον Νότσες, ένας παιδικός φίλος του Γκάμπο, που ζει ακόμα στον δρόμο όπου μεγάλωσαν και οι δύο. Καθισμένος στη βεράντα του, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, ο 93χρονος Νότσες θυμήθηκε τον έφηβο Γκάμπο που πουλούσε εγκυκλοπαίδειες από πόρτα σε πόρτα για να μπορούν να αγοράζουν ρούμι και να ακούνε «vallenato», τη θορυβώδη μουσική με βάση το ακορντεόν της παράκτιας περιοχής της Κολομβίας. «Του είπα ότι τα άλλα βιβλία του είναι καλύτερα και συμφώνησε!» είπε ο Νότσες.
Μεγάλο μέρος της έμπνευσης για τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» πιστεύεται ότι προήλθε από τις ιστορίες που άκουγε από τις θείες και τις γιαγιάδες του, αλλά ο Γκάμπο συνάντησε επίσης πλανόδιους εργάτες από όλη την Κολομβία και από όλο τον κόσμο που μετανάστευσαν στην πόλη τη δεκαετία του 1920, όταν άνθισε η καλλιέργεια της μπανάνας.
Ενα πραγματικό επεισόδιο που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα είναι η σφαγή του 1928 στην κοντινή πόλη Θιέναγα, όταν η πολυεθνική United Fruit Company ζήτησε από τον στρατό να πατάξει τους απεργούς εργάτες μπανάνας. Η έκρηξη της μπανανοκαλλιέργειας έφερε μαζική εκμετάλλευση και βάναυση βία, έφερε όμως επίσης μια σύντομη περίοδο πλούτου στην πόλη, δήλωσε ο Μάλφορντ.
Στο απόγειο της ανάπτυξης, κάθε εβδομάδα γινόντουσαν πάρτι με ουίσκι, ενώ ιταλοί μετανάστες, που πιθανώς ενέπνευσαν χαρακτήρες όπως ο όμορφος μουσικός Πιέτρο Κρέσπι, έφεραν νέα φαγητά και έστησαν τον πρώτο κινηματογράφο της Αρακατάκα. «Την πρώτη φορά που είδα μια γυναίκα με τα εσώρουχά της ήταν μια “γκρίνγκα” σε εκείνη την πισίνα», είπε ο Μάλφορντ, δείχνοντας εκεί που κάποτε ζούσαν Αμερικανοί, στελέχη της εταιρίας μπανάνας, σε ένα περιφραγμένο συγκρότημα με υπέροχους κήπους και παγώνια.
Ωστόσο, ελάχιστα πράγματα έχουν απομείνει τώρα πια από εκείνη την περίοδο και όταν ο Γκάμπο έκανε μια από τις σπάνιες επισκέψεις του, το 2007, λέγεται ότι σοκαρίστηκε με το πόσο γρήγορα είχε ξεθωριάσει η δόξα της πόλης αφότου έκλεισε η United. «Το βρήκε τρομερό το πώς ξαφνικά καταστράφηκε όλη αυτή η λαμπρότητα και η παρακμή χωρίς να αφήσει κανένα θετικό ίχνος», είπε ο Αριέλ Καστίγιο, καθηγητής Λογοτεχνίας στο Universidad del Atlántico στη Μπαρανκίγια.
Ωστόσο, άλλα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, γράφει στον Guardian ο Τέιλορ: το αγαπημένο «vallenato» του Γκάμπο εξακολουθεί να ακούγεται στα τοπικά μπαρ, οι ηλικιωμένοι ντόπιοι εξακολουθούν να αφηγούνται ιστορίες για πνεύματα και χαμένους έρωτες και η περιοχή εξακολουθεί να πλήττεται από τη βία, αυτές τις μέρες κυρίως από παραστρατιωτικές ομάδες. «Και οι πολιτικοί», πρόσθεσε ο Καστίγιο, «μετά από όλο αυτό τον καιρό, εξακολουθούν να εξαπατούν τους ανθρώπους για να πάρουν ψήφους και στη συνέχεια δεν εκπληρώνουν καμία από τις υποσχέσεις τους».
Δίπλα στο παλιό σπίτι του Γκάμπο που έγινε μουσείο, η Σίλβια Σαάδε, 58 ετών, και η 85χρονη μητέρα της, Γιολάντο Μάρκος, διατηρούν μια μπουτίκ ρούχων και συχνά δίνουν οδηγίες σε τουρίστες που αναζητούν το Μακόντο. «Συνειδητοποιήσαμε ότι το Μακόντο δεν είναι ένα μέρος», είπε η Σαάδε. «Το Μακόντο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οποιοσδήποτε δήμος στη Λατινική Αμερική ή στον αναπτυσσόμενο κόσμο, οποιοδήποτε ξεχασμένο χωριό, που χαρακτηρίζεται από πείνα και ανικανοποίητες βασικές ανάγκες. Γι’ αυτό έρχονται τόσοι πολλοί άνθρωποι από όλο τον κόσμο για να το ψάξουν εδώ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News