Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Κίεβο, την περασμένη Τρίτη, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, αφού συναντήθηκε το πρωί με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, το βράδυ επισκέφθηκε ένα υπόγειο μπαρ του Κιέβου. Εκεί, μπροστά σε ένα πλήθος ντόπιων, αμερικανών διπλωματών και δημοσιογράφων που, συνήθως, τον συνοδεύουν στα ταξίδια του στο εξωτερικό, ο Αντονι Μπλίνκεν ανέβηκε στη σκηνή και, μαζί με το πανκ ροκ συγκρότημα που εμφανιζόταν στο μπαρ, ερμήνευσε, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας, το διάσημο «Keep on Rockin’ in the Free World» του Νιλ Γιανγκ.
Σύμφωνα με τον Μάικλ Μπέρνμπαουμ της Washington Post, ο οποίος ήταν παρών στο υπόγειο μπαρ το βράδυ της Τρίτης, το κοινό «ξέσπασε σε χειροκροτήματα όταν ο Μπλίνκεν τραγούδησε το ρεφρέν “Συνέχισε να ροκάρεις σ’ έναν ελεύθερο κόσμο”». Πριν από την ερμηνεία του, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας εξήγησε στο κοινό γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο τραγούδι. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μαζί σας. Τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου είναι μαζί σας. Και αγωνίζονται, όχι μόνο για μια ελεύθερη Ουκρανία, αλλά για τον ελεύθερο κόσμο. Και ο ελεύθερος κόσμος είναι επίσης μαζί σας», είπε ο Αντονι Μπλίνκεν.
Την επόμενη μέρα, όμως, ήρθε αντιμέτωπος με μια σειρά από δυσάρεστες πραγματικότητες. Κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξη Τύπου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ άκουσε τον ουκρανό ομόλογό του Ντμίτρο Κουλέμπα καταρχάς να αναφέρεται στην νέα επίθεση των ρωσικών δυνάμεων στο Χάρκοβο και μετά να επισημαίνει τον εξαιρετικά δυσμενή αντίκτυπο των καθυστερήσεων στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας από το εξωτερικό.
«Οταν ένας ουκρανός πεζικάριος ή πυροβολητής έχει ό,τι χρειάζεται, κερδίζουμε», είπε ο ουκρανός υπουργός Εξωτερικών. «Κάθε φορά που σημειώνονται καθυστερήσεις και τα εφόδια είναι ανεπαρκή, δεν κερδίζουμε. Ο νόμος του πολέμου είναι σκληρός αλλά πολύ ξεκάθαρος», πρόσθεσε ο Κουλέμπα.
«Ο “ελεύθερος κόσμος” που επικαλέστηκε ο Μπλίνκεν δυσκολεύεται να κερδίσει», γράφει σε ανάλυσή του ο Ισαν Θαρόρ. «Στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία, οι δύο μεγαλύτερες αυταρχικές δυνάμεις – η Κίνα και η Ρωσία – αλληλοενισχύονται», προσθέτει ο επικεφαλής αρθρογράφος της Washington Post επί των διεθνών εξελίξεων.
Αναφερθείς στην πρόσφατη (την περασμένη Πέμπτη) επίσκεψη του Πούτιν στο Πεκίνο, ο αμερικανός σχολιαστής σημειώνει πως δεν αντικατοπτρίζει μόνο την εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα (υπό το βάρος των δυτικών κυρώσεων) αλλά και την ολοένα αυξανόμενη σύγκλιση αξιών και πολιτικών προτεραιοτήτων.
«Μαζί, υπερασπιζόμαστε τις αρχές της δικαιοσύνης και μια δημοκρατική παγκόσμια τάξη πραγμάτων που αντανακλά πολυπολικές πραγματικότητες», είπε ο Πούτιν μετά τις συνομιλίες του με τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, επικαλούμενος σημεία συζήτησης που έθεσαν οι δύο χώρες σε αντιπαραβολή με μια διεθνή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Παρότι το Πεκίνο αυτοπαρουσιάζεται ως πιθανός μεσολαβητής, η συνεχιζόμενη διπλωματική και υλική υποστήριξη της Ρωσίας από το Πεκίνο στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία προβληματίζει εδώ και καιρό τις δημοκρατίες. Οπως επισημαίνουν αρκετοί αναλυτές ο Σι στην πραγματικότητα θέλει πολύ να κερδίσει η Ρωσία, κυρίως λόγω του τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τις γνωστές φιλοδοξίες του να θέσει την Ταϊβάν υπό κινεζικό έλεγχο.
Σε αυτό το πλαίσιο και έπειτα από περισσότερο από δύο χρόνια πολέμου στην Ουκρανία, ο Πούτιν και ο Σι θα μπορούσαν να εμπλακούν σε έναν ουσιαστικότερο διάλογο. «Είναι καιρός να ανοίξουν τα χαρτιά τους, τώρα που ο Πούτιν πιστεύει ότι η Ρωσία κερδίζει το πάνω χέρι στην Ουκρανία και ο λόγος της έχει μεγαλύτερη βαρύτητα όσον αφορά το εάν και το πότε θα τερματιστεί ο πόλεμος», είπε στην Washington Post o Γουάν Κινγκσόνγκ, αναπληρωτής καθηγητής στο Κέντρο Ρωσικών Σπουδών του East China Normal University της Σαγκάης. «Η Κίνα μπορεί να έχει διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά πρέπει να ακούσει τι έχει να πει η Ρωσία», συμπλήρωσε.
Ομως ο άξονας Ρωσίας-Κίνας δεν αφορά μόνον τη στρατηγική, καθώς η στροφή της Μόσχας προς το Πεκίνο έχει ήδη αρχίσει να επιφέρει και μια σημαντική πολιτιστική αλλαγή, αναφέρει στην ανάλυσή του ο Ισάν Θαρόρ, επικαλούμενος άρθρο του Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, διευθυντή της δεξαμενής σκέψης Carnegie Russia Eurasia Center.
«Από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, η Ευρώπη θεωρoύνταν πρωτοπόρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ευημερίας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, ένας χώρος στον οποίο πολλοί σοβιετικοί πολίτες φιλοδοξούσαν να ενταχθούν», έγραψε ο Γκαμπούεφ. Πλέον, όμως, ένας αυξανόμενος αριθμός μορφωμένων Ρώσων, «πέρα από το ότι είναι πικραμένοι με την Ευρώπη για τις τιμωρητικές της κυρώσεις, βλέπουν την Κίνα ως μια τεχνολογικά προηγμένη και οικονομικά ανώτερη δύναμη με την οποία η Ρωσία συνδέεται ολοένα περισσότερο. Χωρίς εύκολο τρόπο επιστροφής στους κανονικούς δεσμούς με τη Δύση, αυτό είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα».
Οσον αφορά την κατάσταση στη Δύση, «οι φιλελεύθερες δημοκρατίες και οι αρχές που υποτίθεται ότι προασπίζονται βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό υπό πίεση», γράφει ο Ισάν Θαρόρ.
Ειδικά όσον αφορά τις αξίες τις οποίες υποτίθεται πως προασπίζεται η Δύση, ο αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρεται στην πατρίδα του και στο «ηθικό κύρος» της κυβέρνησης Μπάιντεν το οποίο την ώρα που επιβεβαιώνεται στην Ουκρανία, υπονομεύεται από «τα κατεστραμμένα από τον πόλεμο σεληνιακά τοπία της Γάζας, όπου οι ΗΠΑ κατέληξαν να υποστηρίζουν και να υποθάλπουν μια στρατιωτική εκστρατεία που οδήγησε περισσότερους από 34.600 Παλαιστίνιους στο θάνατο […] και προκάλεσε μια συνεχιζόμενη ανθρωπιστική καταστροφή και μια εν εξελίξει δίκη για γενοκτονία στο Διεθνές Δικαστήριο».
Και στην Ευρώπη, στο πλαίσιο εκλογικών αναμετρήσεων και άλλων πολιτικών εξελίξεων, επιβεβαιώνεται η ανησυχητική ενίσχυση ακροδεξιών δυνάμεων. Ο Ισαν Θαρόρ αναφέρεται ενδεικτικά στην περίπτωση της Ολλανδίας, όπου τις προηγούμενες ημέρες ανακοινώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού με τη συμμετοχή της ακροδεξιάς του Χερτ Βίλντερς, το κόμμα του οποίου είχε αναδειχθεί πρώτο στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Αναφερθείς στον αμφιλεγόμενο νόμο περί «ξένων πρακτόρων» που ενέκρινε η φιλορωσική κυβέρνηση της Γεωργίας και οι επικριτές φοβούνται ότι θα περιορίσει την κοινωνία των πολιτών στη χώρα, σημειώνει πως η σχετική νομοθεσία (η οποία βασίζεται σε παρόμοιους νόμους της Ρωσίας) θα μπορούσε να υποστηριχθεί από εθνικιστές πολιτικούς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ζήτημα αποτελεί, φυσικά, και το πιθανό (παρά τα πολλά μπλεξίματά του με τη δικαιοσύνη) ενδεχόμενο επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο φόβος στην προκειμένη περίπτωση σχετίζεται με την πιθανότητα αποχώρησης ή αποστασιοποίησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ.
«Χωρίς την ηγεσία των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, η συνοχή και η ενότητα μεταξύ των μελών θα ήταν δύσκολο να διατηρηθούν. Το ΝΑΤΟ χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να συνεχίσει (να υπάρχει), χωλαίνοντας, αλλά είναι πιο πιθανό η συμμαχία να καταρρεύσει εντελώς», έγραψαν οι Χανς Μπίνεντικ, Αλεξάντερ Βερσμπόου και Ρ.Ντ. Χούκερ τζ. σε ανάλυσή τους στο Foreign Affairs.
«Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσει το ΝΑΤΟ σύντομα, καθώς οι στρατιωτικές της δυνατότητες είναι περιορισμένες και κατάλληλες περισσότερο για τη διαχείριση περιφερειακών κρίσεων παρά για τη διεξαγωγή μεγάλων πολέμων. Ακόμη και εάν συνέχιζε να υπάρχει ένα ΝΑΤΟ χωρίς ισχυρή αμερικανική ανάμειξη, οι προκλήσεις της διαιρεμένης ηγεσίας, των ανεπαρκών αποτρεπτικών δυνατοτήτων και ενός ισχυρογνώμονα αντιπάλου θα αύξαναν τον κίνδυνο πολέμου με τη Ρωσία, μια μεγάλη δύναμη αποφασισμένη να ανατρέψει τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη». Με λίγα λόγια ο «ελεύθερος κόσμος» κάθε άλλο παρά ροκάρει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News