Η χρονική σύμπτωση της πρωτοφανούς σύγκρουσης Μπάιντεν-Νετανιάχου για τη Ράφα και των πολεμικών αντιδυτικών διακηρύξεων του Βλαντίμιρ Πούτιν (στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για την 79η επέτειο της νίκης της ΕΣΣΔ επί της ναζιστικής Γερμανίας) επιβεβαιώνει πως ένα νήμα συνδέει τoν πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα με τη Μόσχα. Tο πιο ανησυχητικό είναι πως από αυτό το νήμα ενδέχεται να κριθεί το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου.
Οσον αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσινγκτον-Ιερουσαλήμ, η συνέντευξη του προέδρου Μπάιντεν στο CNN την περασμένη Τετάρτη, στην οποία ο αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε όλη του την απογοήτευση για την επίμονη «ανυπακοή» του ισραηλινού πρωθυπουργού, σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή, έπειτα από 76 χρόνια, στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε επίπεδο διπλωματικό αλλά και πολιτικό-στρατιωτικό.
Οπως θυμίζει σε άρθρο του ο Πάολο Γκαριμπέρτι της Repubblica, οι ΗΠΑ υπήρξαν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε το Ισραήλ: το είχε κοινοποιήσει ο ίδιος ο πρόεδρος Τρούμαν, έντεκα λεπτά αφότου το εβραϊκό κράτος διακήρυξε την ανεξαρτησία του, το 1948.
Εκτοτε οι σχέσεις των δύο πλευρών ήταν μεν πάντα στενότατες, αλλά ανά περιόδους σημειώνονταν εντάσεις που ωθούσαν αμερικανούς προέδρους να αναστέλλουν την προμήθεια όπλων ή τη χρηματοδότηση. Το έκανε ο Ρόναλντ Ρίγκαν, για παράδειγμα, καθυστερώντας την παράδοση αεροπλάνων και πυρομαχικών για να εκφράσει την αντίθεση στην ισραηλινή επέμβαση στον Λίβανο, αλλά και ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, επειδή δεν ήθελε να χρηματοδοτήσει τον εποικισμό της Δυτικής Οχθης.
Ομως ο Τζο Μπάιντεν έφτασε στα άκρα, μη διστάζοντας καν να παραδεχτεί (στο CNN) πως αμερικανικά οπλικά συστήματα χρησιμοποιήθηκαν από τους Ισραηλινούς για την εξόντωση αμάχων και αναστέλλοντας την παράδοση 3.500 βομβών στο Ισραήλ. Ο ιταλός δημοσιογράφος κάνει λόγο για μια ξεκάθαρη «αποκήρυξη της γραμμής Νετανιάχου», και είναι αλήθεια πως ο Τζο Μπάιντεν, αφού είπε πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να συνδράμουν στην προστασία του Ισραήλ, σημείωσε πως «αποστασιοποιούμαστε από την ικανότητά του να διεξάγει πόλεμο σε αυτές τις περιοχές».
Ωστόσο, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αντέδρασε με «περιφρονητική σκληρότητα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πάολο Γκαριμπέρτι, δεσμευόμενος για ακόμη μία φορά, το βράδυ της Πέμπτης, πως αν το Ισραήλ «χρειαστεί να μείνει μόνο του, θα σταθεί μόνο του» και θα νικήσει τους εχθρούς του.
Σύμφωνα με τον Κλιφ Κάπτσαν, πρόεδρο του Eurasia Group, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ έχουν φτάσει στο ναδίρ. Αλλά ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος θεωρεί επίσης πως «ο Μπάιντεν δεν είχε άλλη επιλογή, γιατί ο πόλεμος είναι αγκάθι στην προεκλογική του εκστρατεία, στο Δημοκρατικό Κόμμα και στο διεθνές κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών».
Είναι αλήθεια πως η επίμονη «απείθεια» του Ισραήλ πλήττει την εικόνα των ΗΠΑ ως υπερδύναμης στη διεθνή σκηνή (γεγονός που αναμφίβολα χαροποιεί ιδιαίτερα τον Πούτιν). Μάλιστα, ο αρθρογράφος της Repubblica συγκρίνει τις αλλεπάλληλες αποτυχημένες αποστολές του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν και του διευθυντή της CIA Γουίλιαμ Μπερνς στη Μέση Ανατολή με την εξαιρετικά επιτυχημένη «shuttle diplomacy» του Χένρι Κίσινγκερ, η οποία συνέβαλε στον τερματισμό των εχθροπραξιών μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.
Πάντως, μετέχοντας σε διημερίδα των Financial Times στην Ουάσινγκτον το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο Τζέικ Σάλιβαν, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, εξήγησε πως διπλωματία είναι να λαμβάνεις «χίλια όχι, έως ότου μια μέρα λάβεις ένα ναι».
Ωστόσο ο Μπάιντεν δεν μπορούσε να μην εναντιωθεί στον Νετανιάχου, κυρίως λόγω της τρέχουσας προεκλογικής εκστρατείας και της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης του ερχόμενου Νοεμβρίου. Ο αρνητικός αντίκτυπος της άκριτης, τουλάχιστον αρχικά, υποστήριξης του Ισραήλ από την κυβέρνηση Μπάιντεν, πρώτη φορά έγινε αισθητός την αποκαλούμενη «Σούπερ Τρίτη», με πολλούς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους να επιλέγουν να απέχουν από τη διαδικασία σε αρκετές Πολιτείες, θέλοντας έτσι να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους.
Στην παρούσα φάση, και με δεδομένη την ένταση που εξακολουθεί να επικρατεί σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια, ο Μπάιντεν κινδυνεύει να απωλέσει τη στήριξη σημαντικού μέρους της αμερικανικής νεολαίας.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Πολιτικής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, η οποία μάλιστα διεξήχθη πριν αρχίσουν να οξύνονται τα πάθη στις πανεπιστημιουπόλεις, το 76% του πληθυσμού ηλικίας από 18 έως 29 ετών αποδοκίμαζε τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν διαχειρίζεται τον πόλεμο στη Γάζα. Μια άλλη δημοσκόπηση, της Gallup, έδειξε πως, αν και το 51% των Αμερικανών διάκειται φιλικά απέναντι στο Ισραήλ, έχει αυξηθεί σημαντικά –από 10% πριν από μία δεκαετία σε 27% σήμερα– το ποσοστό εκείνων που τάσσονται περισσότερο υπέρ των Παλαιστινίων.
Επικαλούμενος δημοσίευμα των New York Times, ο Γκαριμπέρτι εξηγεί ότι πρόκειται για μια αλλαγή καταρχάς γενεαλογική, η οποία οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός πως επί μία δεκαετία «φιλοπαλαιστίνιοι ακτιβιστές εργάστηκαν για να συνδέσουν την παλαιστινιακή υπόθεση με εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ, όπως, το κίνημα Black Lives Matter».
Ποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτήν την κατάσταση; Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος την Τρίτη, αφού ορκίστηκε για πέμπτη φορά πρόεδρος, σημείωσε πως είναι «ιερό καθήκον» του να κυβερνά τη Ρωσία, ενώ την Τετάρτη, από τη Κόκκινη Πλατεία, στην παρέλαση για την Ημέρα της Νίκης, εξαπέλυσε εκ νέου απειλητικές προειδοποιήσεις κατά της Δύσης.
Ο εκλεκτός του Πούτιν για τον Λευκό Οίκο είναι, προφανώς, ο Ντόναλντ Τραμπ, όχι μόνο για τις απόψεις του όσον αφορά το πώς θα μπορούσε να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία (με τη συνθηκολόγηση του Κιέβου), αλλά και επειδή, όπως είπε ο Τζέικ Σάλιβαν, εάν επανεκλεγεί στον Λευκό Οίκο, ο Τζο Μπάιντεν θα συνεχίσει να στηρίζει στρατιωτικά τους Ουκρανούς. Οπότε, όσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος στη Γάζα, τόσο το καλύτερο για τον Πούτιν, καθώς καθιστά δυσκολότερη την επανεκλογή του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News