2522
Ο Ντερκ Μπόγκαρντ ως Μαξ Αλντόρφερ και η Σαρλότ Ράμπλινγκ ως Λουτσία στον «Θυρωρό της Νύχτας» | web/IMDB

«Ο Θυρωρός της Νύχτας», η πιο αμφιλεγόμενη ταινία για το Ολοκαύτωμα

Protagon Team Protagon Team 20 Μαΐου 2024, 19:55
Ο Ντερκ Μπόγκαρντ ως Μαξ Αλντόρφερ και η Σαρλότ Ράμπλινγκ ως Λουτσία στον «Θυρωρό της Νύχτας»
|web/IMDB

«Ο Θυρωρός της Νύχτας», η πιο αμφιλεγόμενη ταινία για το Ολοκαύτωμα

Protagon Team Protagon Team 20 Μαΐου 2024, 19:55

Μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Αουσβιτς; Η απάντηση του γερμανού φιλοσόφου Τεοντόρ Αντόρνο διατυπώνεται σαφώς στο δοκίμιό του «Κριτική του Πολιτισμού και Κοινωνία» («Kulturkritik und Gesellschaft»): «Το να γράφεις ένα ποίημα μετά το Αουσβιτς είναι βάρβαρο» («Nach Auschwitz ein Gedicht zu schreiben ist barbarisch») τόνισε το 1949. Σε μετέπειτα κείμενά του, δε, θα επέκτεινε αυτή την ιδέα συμπεριλαμβάνοντας όλες τις μορφές της καλλιτεχνικής έκφρασης και τον ρόλο τους ως εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας μετά το Ολοκαύτωμα.

Ωστόσο, στον «Θυρωρό της Νύχτας» (1974) η Λιλιάνα Καβάνι, που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία, αμφισβήτησε αυτή τη θεωρία, περιγράφοντας την πιο ακραία περίπτωση που θα μπορούσε να συμβεί, σημειώνει στο BBC η κριτικός κινηματογράφου Στεφ Γκριν. Με φόντο ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, το ιταλικό ψυχολογικό δράμα εξερευνά τη σαδομαζοχιστική σχέση ενός αξιωματικού των SS και μιας έφηβης κρατούμενης και το πώς οι ψυχές τους είναι διαποτισμένες από αυτό το ψυχολογικό δηλητήριο, όταν ξανασυναντιούνται τυχαία στη Βιέννη 15 χρόνια αργότερα.

Οταν κυκλοφόρησε η ταινία, τα θέματα της σεξουαλικής και σαδομαζοχιστικής εμμονής που θέτει η Καβάνι, και η χρήση εικόνων του Ολοκαυτώματος, προκάλεσαν οργή, έντονα αρνητικές κριτικές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ακόμα και μια απόπειρα απαγόρευσης της ταινίας από το ιταλικό συμβούλιο αξιολόγησης, με τη δημιουργό να δηλώνει χαρακτηριστικά στους New York Times: «Αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τα αμέτρητα ζευγάρια που ξεσκίζουν ο ένας τον άλλον ψυχολογικά».

Η ταινία δίχασε μεν τους κριτικούς ως προς την καλλιτεχνική της αξία, αλλά θεωρήθηκε καλτ. Μάλιστα, τον Ιούλιο του 2018 επιλέχθηκε να προβληθεί στο τμήμα «Venice Classics», στο 75ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Μισό αιώνα αργότερα, ωστόσο, παρατηρεί η Στεφ Γκριν στο BBC, ο «Θυρωρός της Νύχτας» εξακολουθεί να μοιάζει με πρόκληση που φτάνει ίσως στα όρια της κακογουστιάς; (αναρωτιέται). Με αφορμή την πρόσφατη αποκατάσταση της κόπιας και την επανακυκλοφορία της, καθώς και τις νέες συζητήσεις γύρω από κινηματογραφικές απεικονίσεις του Ολοκαυτώματος, πολλοί ξαναείδαν την ταινία αλλά δεν εντυπωσιάστηκαν από το περιεχόμενό της, σημειώνει η αγγλίδα κριτικός κινηματογράφου.

Αλλοι, πάλι, ίσως βλέπουν τον «Θυρωρό της Νύχτας» περισσότερο όπως ήταν η αρχική πρόθεση της Καβάνι: ως μια καλλιτεχνική αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο η σεξουαλική εμμονή –με όλη τη συχνά άστοχη ζέση της– μπορεί να είναι φασιστική στην καναλιζαρισμένη αγριότητά της. Η ίδια η Καβάνι το έθεσε πιο απλά: «Η αγάπη έρχεται πάντα με ένα τίμημα» έγραψε σε επιστολή της με την οποία θέλησε να απαντήσει δημόσια στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν.

Ενα προκλητικό σενάριο με φόντο το Ολοκαύτωμα

Ο «Θυρωρός της Νύχτας» διαδραματίζεται το 1957 στη Βιέννη, όπου ο Μαξ Αλντόρφερ (Ντερκ Μπόγκαρντ) εργάζεται ως θυρωρός σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο. Συγκρούεται με πρώην συναδέλφους του αξιωματικούς των SS, που είναι αποφασισμένοι να ξεπλύνουν από πάνω τους κάθε ντροπή για τους ρόλους τους στην Τελική Λύση (το σχέδιο των ναζί για τον συστηματικό αφανισμό των Εβραίων) και να εξαλείψουν τυχόν επιζώντες μάρτυρες, ενώ εκείνος προτιμά να ξεχάσει το παρελθόν του και να προχωρήσει, ζώντας μια ήσυχη και αθόρυβη ζωή.

Ο κόσμος του όμως ανατρέπεται όταν στο λόμπι του ξενοδοχείου εμφανίζεται η Λουτσία (Σαρλότ Ράμπλινγκ), παντρεμένη πλέον με έναν αμερικανό διευθυντή ορχήστρας. Είναι η ίδια γυναίκα την οποία κακοποιούσε σεξουαλικά και ψυχολογικά, συνάπτοντας μαζί της μια σαδομαζοχιστική σχέση 15 χρόνια πριν, όταν ήταν κρατούμενη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ενωμένοι ξανά σε ένα «folie à deux», ξαναρχίζουν τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια τους, αλλά πλέον τρέφοντας μια τρομερή απαξίωση.

Κόρη και εγγονή αφοσιωμένων αντιφασιστών, στο πρώτο μέρος της καριέρας της, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Λιλιάνα Καβάνι είχε γυρίσει ιστορικά ντοκιμαντέρ, όπως το «Storia del III Reich» («Ιστορία του Τρίτου Ράιχ», 1962-1963) για την άνοδο του ναζισμού και το «La Donna nella Resistenza» («Η γυναίκα της Αντίστασης», 1965). Στη διάρκεια των γυρισμάτων του δεύτερου, μια συνεντευξιαζόμενη που ως έφηβη υπήρξε έγκλειστη στο Νταχάου, της εκμυστηρεύθηκε ότι συνέχιζε να επιστρέφει εκεί μετά τον πόλεμο. Η ιδέα της κρατούμενης που επέστρεφε στη σκηνή του βασανισμού της γοήτευσε την Καβάνι και έτσι γεννήθηκε ο σπόρος για τον «Θυρωρό της Νύχτας».

Σε αναλογία με τους «Καταραμένους» (1969) του Λουκίνο Βισκόντι και τον «Κομφορμίστα» (1970) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο «Θυρωρός της Νύχτας» απεικονίζει, επίσης, τον φασισμό ως μια αφύσικη και παράξενη ιδεολογία, όπου ευδοκιμεί η σεξουαλική ανηθικότητα, παρατηρεί η Στεφ Γκριν στο BBC.

Οπως έγραψε η Τερέζα ντε Λαουρέτις, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Κρουζ, στο δοκίμιό της «Cavani’s Night Porter: A Woman’s Film» (1976), «οι σνομπ κριτικοί […] έσπευσαν να στριμώξουν αυτάρεσκα το στυλ της Καβάνι μεταξύ αυτών του Βισκόντι και του Μπερτολούτσι, υπονοώντας αποκλειστικά και μόνο ότι μιμήθηκε ικανοποιητικά τους ( άνδρες) δασκάλους της».

Αλλά η Καβάνι προχώρησε περαιτέρω την οπτικοποίηση του ναζισμού και της παρεκκλίνουσας σεξουαλικότητας από τους Βισκόντι και Μπερτολούτσι, με ανατριχιαστικές εικόνες αποστεωμένων σωμάτων στα στρατόπεδα, ωχρών, σχεδόν μπλε προσώπων που υποφέρουν από την πείνα, και ξαφνικής σεξουαλικής βίας, όπου υπονοείται ότι το θύμα το απολαμβάνει.

Αυτές οι σκηνές δεν είναι απόπειρες ρεαλιστικής απεικόνισης, αλλά συνειδητά επινοημένες, επισημαίνει στο BBC η Στεφ Γκριν. Η Καβάνι τις διανθίζει με σκηνές σε μια όπερα, πάντα με τον ίδιο σκληρό φωτισμό, το έντονο μακιγιάζ και την αίσθηση της ερμηνείας. Και ο Μαξ, που κρύβεται πίσω από τον τίτλο του θυρωρού, πρέπει να ερμηνεύσει δύο ρόλους: του γοητευτικού θυρωρού και του ανθρώπου που συμμετέχει στην «προσομοίωση δίκης» των SS φίλων του, η οποία έχει σχεδιαστεί για να τους καθαρίσει από τις ναζιστικές τύψεις.

Ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να ξεφύγει από την αυξανόμενη εσωτερική αναταραχή του είναι να βυθιστεί πλήρως σε ένα ψυχολογικό ναδίρ, επιστρέφοντας σε άγρια παιχνίδια με τη Λουτσία. Καθώς η σχέση τους ξαναρχίζει, κλείνονται τελικά σε ένα διαμέρισμα, όπου σιγά-σιγά λιμοκτονούν. Είναι σαφές ότι η επιστροφή της Λουτσία αντιπροσωπεύει τα επίπεδα της ενοχής του, από την οποία τού είναι αδύνατο να ξεφύγει.

Οπως ήταν αναμενόμενο, οι κριτικές στη συντριπτική τους πλειονότητα –ιδιαίτερα στις ΗΠΑ– ήταν καυστικές. Ο Ρότζερ Εμπερτ απέρριψε την ταινία ως «επικίνδυνα κακή και εξίσου ακόλαστη, μια απεχθή προσπάθεια να μας ερεθίσει εκμεταλλευόμενη αναμνήσεις διωγμών και βασάνων». Η κριτικός των New York Times, Νόρα Σέιρ, αναρωτήθηκε βιτριολικά: «Πόσο σοβαρά αξίζει να ληφθεί υπόψη αυτό το πολυτελές σκουπίδι;», ενώ στον New Yorker, η Πόλιν Κάελ είδε την ταινία σαν «γοτθικό πορνό» και απόδειξη του γεγονότος ότι «οι γυναίκες μπορούν να κάνουν σκουπίδια εξίσου καλά με τους άνδρες». Το τμήμα μάρκετινγκ της ταινίας, ωστόσο, εκμεταλλεύθηκε αυτές τις απογοητευτικές κριτικές χρησιμοποιώντας επιλεγμένα αποσπάσματά τους για την προώθηση της ταινίας.

Αρνητική απήχηση είχε, εξάλλου, και η αξέχαστη σεκάνς της ταινίας όπου η Σαρλότ Ράμπλινγκ με κοντοκουρεμένα μαλλιά, φορώντας στρατιωτικό καπέλο, μακριά μαύρα δερμάτινα γάντια και τιράντες που μόλις καλύπτουν το στήθος της, ερμηνεύει ένα ερωτικό νούμερο καμπαρέ για μια ομάδα αξιωματικών των SS στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Το πρωταγωνιστικό ζεύγος του δράματος της Λιλιάνα Καβάνι σε σκηνή που εκτυλίσσεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των SS /Corbis via Getty Images)

Αυτό το look έγινε η καθοριστική εικόνα του φαινομένου «Nazi Chic», το οποίο οικειοποιήθηκαν οι πανκ, και όχι μόνο, ως έναν εύκολο τρόπο για να προκαλούν σάλο. Αντιδρώντας στην υφέρπουσα σεξουαλικοποίηση του φασισμού στα μέσα ενημέρωσης, στο βιβλίο της «Η Γοητεία του Φασισμού» (εκδόσεις Υψιλον) η Σούζαν Σόνταγκ έγραψε το 1975: «Γιατί τα SS; Επειδή τα SS ήταν η ιδανική ενσάρκωση της απροκάλυπτης δήλωσης του φασισμού για τη νομιμότητα της βίας […] τη δραματοποίησαν συνδέοντας τον εαυτό τους με ορισμένα αισθητικά πρότυπα. Τα SS σχεδιάστηκαν ως μια ελίτ στρατιωτική κοινότητα που θα ήταν όχι μόνο εξαιρετικά βίαιη, αλλά και εξαιρετικά όμορφη».

«Σεξουαλικοποίηση του ναζισμού»

Μετά από κατηγορίες για σεξουαλικοποίηση του ναζισμού και τη χειριστική καμπάνια του μάρκετινγκ, πολλοί χαρακτήρισαν τον «Θυρωρό της Νύχτας» ταινία του είδους «nazisploitation», μια υποκατηγορία ταινιών με διάφορες μορφές κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, που ήταν σκόπιμα σοκαριστικές, βίαιες και συχνά χαμηλού προϋπολογισμού. Ταινίες nazisploitation συχνά απεικόνιζαν ναζί να διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα, με πιο διάσημα παραδείγματα τα έργα «Το Στρατόπεδο της Κολάσεως» («Ilsa, She Wolf of the SS», 1975), «Salon Kitty» (1976) και «Gestapo’s Last Orgy» (1977).

Συχνά, λοιπόν, κάποιοι βάζουν και τον «Θυρωρό της Νύχτας» στην ίδια ομάδα, παρά το γεγονός ότι έχει ελάχιστη σχέση με αυτά τα φτηνιάρικα πορνογραφικά φιλμ. Για πολλούς, όμως, η απεικόνιση του ερωτισμού και του ναζισμού πλάι-πλάι ήταν αρκετή για να αφαιρέσει από την ταινία κάθε καλλιτεχνική αξία. Συμφωνώντας, προφανώς, η Λίντα Μιζεγέφσκι στο βιβλίο της «Divine Decadence: Fascism, Female Spectacle and the Makings of Sally Bowles» (1992) υποστήριξε ότι «οι αντιφασιστικές παραγωγές καταλήγουν να αντιγράφουν τις φασιστικές πολιτικές που προσπαθούν να καταδικάσουν, αναπαράγοντας την ομοφοβία, τον μισογυνισμό, τη γοητεία του θεάματος».

Ωστόσο, χάρη στην πρόσφατη επανακυκλοφορία του «Θυρωρού της Νύχτας», πολλές γυναίκες έχουν ταχθεί υπέρ της μελετημένης ματιάς που ρίχνει η ταινία στη σεξουαλική φρενίτιδα, σημειώνει στο BBC η Στεφ Γκριν. Το 2014, η Γκαετάνα Μαρόνε, καθηγήτρια του Πρίνστον με ειδίκευση στη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία και το μεταπολεμικό ιταλικό και ευρωπαϊκό σινεμά, επαίνεσε τον «Θυρωρό της Νύχτας» γράφοντας ότι «ενδιαφέρεται για τη θεματοποίηση της ανεξέλεγκτης, επαναλαμβανόμενης επιθυμίας και ευχαρίστησης που ξεπερνούν τη λογική της Ιστορίας».

Για τη Μαρόνε η ταινία δεν έχει σχεδιαστεί για να ερεθίσει σεξουαλικά τον θεατή. «Τα παιχνίδια σεξουαλικής υποδούλωσης και κυριαρχίας αντικατοπτρίζουν το παράδοξο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο [ο Μαξ και η Λουσία] αναπαράγουν τον έρωτά τους» υπογραμμίζει.

Πώς βλέπουν σήμερα τον «Θυρωρό»

Ο «Θυρωρός της Νύχτας» εστιάζει σε ένα αναπόφευκτα αμφιλεγόμενο θέμα, αλλά «η κύρια πρόκληση της ταινίας είναι ότι εξετάζει τις ιδιαιτερότητες του τραύματος και πώς εκδηλώνονται, ιδίως μέσα από κάποια σαδομαζοχιστική σεξουαλική δυναμική» λέει στο BBC η κριτικός κινηματογράφου Λίλιαν Κρόφορντ. «Είναι ένα εμετικό χωνευτήρι χαρμολύπης (Schadenfreude), συνδρόμου Στοκχόλμης, εμμονής τύπου Λολίτα και ναζιστικού φετιχισμού, που απειλεί να διαλύσει τον Μαξ και τη Λουτσία».

Σύμφωνα με την Κρόφορντ, το σημαντικό είναι ότι η Καβάνι τολμά να διερευνήσει αυτές τις ιδέες χωρίς να ενδιαφέρεται για το καλό γούστο, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων που έχει προκαλέσει η ταινία. «Ο “Θυρωρός της Νύχτας” αποδεικνύει ότι η ναζιστική σεξουαλική εκμετάλλευση και τα σεξουαλικά ταμπού είναι απαραίτητα για την κατανόηση της εκδήλωσης της φασιστικής ιδεολογίας, και το γεγονός ότι η ταινία έχει διατηρήσει αυτή την πολυπλοκότητα μέχρι σήμερα είναι από μόνο του μια μορφή επιτυχίας» τονίζει η βρετανίδα κριτικός.

Η Αννα Μαρία Πασέτι, μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου, λέει στο BBC ότι «δεν είναι ευχάριστο να την παρακολουθείς» μεν, αλλά είναι μια ιστορία που «χρειαζόταν πολύ θάρρος για να γραφτεί, να σκηνοθετηθεί και τελικά να προβληθεί, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ιταλία, όπου η σκιά του φασισμού ήταν ακόμα τόσο έντονη – αν σκεφτεί κανείς και ότι η σκηνοθέτις είναι γυναίκα». Πέρα από τη γενναιότητα, όμως, η Πασέτι συμφωνεί με την Κρόφορντ ότι «οι διαμάχες τρέφουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να συζητήσει για μια ταινία, κάτι που με ενθαρρύνει να τη θεωρώ επιτυχία».

Αλλοι συνάδελφοί τους κριτικοί κινηματογράφου φαίνεται ότι συμφωνούν επίσης. Σε μια δημοσκόπηση που διεξήχθη το 2019 από το BBC Culture για τις 100 καλύτερες ταινίες που σκηνοθετήθηκαν από γυναίκες, ο «Θυρωρός της Νύχτας» κατέλαβε την αξιοσέβαστη 32η θέση, με πρώτα τα «Μαθήματα Πιάνου» της Τζέιν Κάμπιον. Επίσης γνωστή για τους σύνθετους και περίπλοκους τρόπους με τους οποίους εξετάζει τη διασταύρωση κινδύνου και επιθυμίας, η Κάμπιον το 2008 περιέγραψε τον «Θυρωρό της Νύχτας» ως μια ταινία «εξαιρετικής ψυχολογικής διαστροφής και αλήθειας […] που με πείθει ότι η ζωή μας δεν είναι λογική, αλλά ποιητική και αλληγορική».

Το Ολοκαύτωμα στον κινηματογράφο

Πενήντα χρόνια αργότερα, και με απόσταση από την τρέλα του nazisploitation, που διαλύθηκε γρήγορα μετά τη δεκαετία του 1970, υπάρχει πλέον μια μεγαλύτερη συλλογή ταινιών για το Ολοκαύτωμα με τις οποίες μπορούμε να συγκρίνουμε τον «Θυρωρό της Νύχτας», γράφει στο BBC η Στεφ Γκριν. Ενώ, δε, οι πιο πρόσφατες κριτικές της ταινίας παραμένουν αντιφατικές, γενικά οι κριτικοί φαίνονται λιγότερο σοκαρισμένοι από το περιεχόμενό της, δίνοντας σημασία σε άλλες πτυχές, όπως οι απίθανες εξελίξεις στην πλοκή ή τα προβλήματα ρυθμού.

Σε μια χλιαρή κριτική του 2020, ο κριτικός κινηματογράφου του Guardian, Πίτερ Μπράντσοου, χαρακτήρισε την ταινία «μη ρεαλιστική και μη πειστική», αν και αναγνώρισε ότι «τουλάχιστον μας τρομάζει αναγνωρίζοντας το καθαρό κακό». Ομοίως, ο Κιμ Νιούμαν έγραψε στο Empire ότι αυτή η «κάποτε αμφιλεγόμενη» ταινία, που πάσχει από «μια ιστορία τόσο περίεργη και παράλογη όσο και η συμπεριφορά των περίεργων χαρακτήρων της», τελικά ήταν «πολύ παρατεταμένη χωρίς να χρειάζεται, και πομπώδης».

Επίσης, εξετάζοντας τις ταινίες για το Ολοκαύτωμα στο σύνολό τους, μπορεί κανείς να δυσκολευτεί να βρει μία που να μην υποφέρει από διαμάχες. Ο Τζόναθαν Φρίντλαντ υποστηρίζει στον Guardian ότι το Ολοκαύτωμα προσελκύει τους σκηνοθέτες, καθώς «φαίνεται να προσφέρει μια συντόμευση στην ηθική βαρύτητα, το συναισθηματικό βάθος και τα πολύ υψηλά διακυβεύματα», και ότι οι ταινίες για το Ολοκαύτωμα είναι τελικά ανέντιμες, επειδή «ό,τι μπορεί να προβληθεί στην οθόνη θα είναι πάντα λιγότερο κολασμένο από την πραγματικότητα».

Αμερικανική διαφημιστική αφίσα της ταινίας από το 1974 (LMPC via Getty Images)

Συχνά, εξάλλου, υπάρχει αντιπαράθεση σχετικά με το πώς μπορεί να απεικονιστεί καλύτερα το Ολοκαύτωμα στον κινηματογράφο ή αν είναι καν απαραίτητο πλέον. Οι κινηματογραφικές προσεγγίσεις ποικίλλουν, από σοκαριστικές προσπάθειες όπως η «Γκρίζα Ζώνη» (2001) έως δακρύβρεχτες υποθέσεις όπως το «Αγόρι Πίσω από το Συρματόπλεγμα» (2008) και πιο πλάγιες καλλιτεχνικές εκφράσεις, όπως η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» (2023).

Ανάλογα με τον κριτικό, δε, αυτές οι ταινίες είναι πάντα πολύ γραφικές, πολύ συναισθηματικές, πολύ χαριτωμένες, πολύ ζοφερές, ή ίσως όχι αρκετά ζοφερές. Σύμφωνα με τον Μπράντσοου, «όσο περίεργο κι αν ακούγεται, νομίζω ότι [“Ο Θυρωρός της Νύχτας”] είναι πολύ ανώτερος από γλυκανάλατες, συναισθηματικές και αγράμματες ταινίες, όπως το “Η Ζωή Είναι Ωραία” ή το “Τζότζο”».

Για την Κρόφορντ, πάλι, «είναι ασυνείδητο να κάνεις ψυχαγωγικό κινηματογράφο χρησιμοποιώντας το Ολοκαύτωμα, ειδικά ταινίες όπως η “Λίστα του Σίντλερ” ή το “Τζότζο”. Ωστόσο ο “Θυρωρός της Νύχτας” δεν επιχειρεί να “αναδημιουργήσει” το Ολοκαύτωμα, αλλά, όπως η “Ζώνη Ενδιαφέροντος”, επιχειρεί να διεισδύσει σε μια πιο ψυχολογική, σεξουαλική συνιστώσα του ναζισμού και της ιδέας της γενοκτονίας, πράγμα που απαιτεί ένα πιο αφηρημένο καδράρισμα του Ολοκαυτώματος» τονίζει.

Λέει ακόμη ότι «μια ταινία που “σέβεται” το Ολοκαύτωμα είναι το ντοκιμαντέρ “Shoah” του Κλοντ Λανζμάν, το οποίο δεν προσπαθεί καθόλου να δείξει ή να ανασυνθέσει αυτό που συνέβη». Και προσθέτει: «“Ο Θυρωρός  της Νύχτας”  δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ταινία που “σέβεται” ή μια “αξιοσέβαστη” ταινία. Η δύναμή της προέρχεται από την εξέταση μιας πτυχής της ναζιστικής σκέψης την οποία λίγοι κινηματογραφιστές θα τολμούσαν να διερευνήσουν, και αυτό είναι σίγουρα ένα ουσιαστικό προσόν μιας ταινίας για το Ολοκαύτωμα».

Εν μέσω αυτής της σύγχρονης συζήτησης, ο «Θυρωρός της Νύχτας» μπορεί για κάποιους να μοιάζει λιγότερο αμφιλεγόμενο έργο από ό,τι για άλλους. Για όσους βλέπουν αποκρουστική τη συγχώνευση του πόθου και του φασιστικού κακού υπάρχουν άλλοι τόσοι που τη θεωρούν οξυδερκή παρατήρηση της ψυχολογικής βίας που εμφανίζεται σε ένα περιβάλλον, όπως ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου απουσιάζει παντελώς η λογική.

Για την Πασέτι «η βάση για να κριθεί μια καλή ταινία μεγάλου μήκους για το Ολοκαύτωμα δεν θα πρέπει να είναι παρά η αναζήτηση της “πραγματικής αλήθειας”». Αν, τέλος, η παράξενη άποψη αυτής της ταινίας περιέχει την αλήθεια της Καβάνι, τότε η δυσφορία των θεατών δεν μπορεί παρά να συνεχίζεται, επισημαίνει στο BBC η Στεφ Γκριν.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...