Ενας ήρωας που λέγεται Papadopoulos
Οι γονείς του Οστερ ήταν πολωνοεβραϊκής καταγωγής και ο ίδιος υπενθύμιζε πολλές φορές στα μυθιστορήματά του την πολυπολιτισμική κουλτούρα πάνω στην οποία «χτίστηκε» το αμερικανικό έθνος. Διόλου τυχαία, λοιπόν, στο τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο «Baumgartner» (το οποίο θα κυκλοφορήσει από το «Μεταίχμιο» τον ερχόμενο Σεπτέμβριο) ένας από τους χαρακτήρες τους οποίους συναντάει ο κεντρικός ήρωας Σάι Μπαουμγκάρτνερ ονομάζεται Εντ Παπαδόπουλος (Ed Papadopoulos). Πρόκειται για έναν τριαντάρη υπάλληλο της Δημόσιας Εταιρείας Ηλεκτρισμού και Αερίου, ο οποίος πρέπει να μετρήσει το ρολόι στο υπόγειο του διαμερίσματος κατά την πρώτη του ημέρα στη δουλειά.
«Γιατί δεν αποκαλούμε ο ένας τον άλλο με τα μικρά μας ονόματα;» ρωτάει ο Μπαουμγκάρτνερ όταν καταλαβαίνει ότι ο Εντ προφέρει λάθος το επίθετό του (ελεύθερη μετάφραση από το απόσπασμα που δημοσίευσε το «Harper’s Magazine» τον Απρίλιο του 2022). «Ξέρω ήδη το δικό σου –Εντ-, οπότε γιατί δεν σταματάς τα “κύριε τάδε” αποκαλώντας με Σάι;». Στον μεταξύ τους διάλογο ο υπάλληλος αποκαλύπτει τελικά ότι φέρει βαρέως το επίθετο-σιδηρόδρομο «Papadopoulos». «Δεν μου φαίνεται κακό. Ένα ωραιότατο ελληνικό επίθετο» ανταπαντάει ο Σάι.
«Ίσως για κάποιον που ζει στην Ελλάδα» του λέει ο Εντ. «Αλλά στην Αμερική γελάνε όταν το ακούνε. Τα άλλα παιδιά, δηλαδή, γελούσαν μαζί μου στο σχολείο και όταν έπαιζα μπάλα λίγα χρόνια πιο πίσω η κερκίδα γελούσε όταν άκουγε το όνομά μου από τα ηχεία. Είναι σαν να σε ρωτάνε συνέχεια “πώς-σε-είπαμε-πάλι;”. Κόμπλεξ».
«Εάν σε ενοχλεί τόσο πολύ, γιατί δεν το αλλάζεις;» τον ρωτάει ο Σάι.
«Δεν μπορώ. Θα στενοχωρούσα τον πατέρα μου».
Ενας ανταποκριτής στο Βελεστίνο του 1897
Ανάμεσα στα άλλα έργα του ξεχωρίζει το «Φλεγόμενο αγόρι» (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, 2023): η βιογραφία του αμερικανού συγγραφέα Στίβεν Κρέιν (1871 – 1900), ο οποίος έγραψε το αριστουργηματικό «Το κόκκινο σήμα του θάρρους». Ο Κρέιν υπήρξε ανταποκριτής κατά τη διάρκεια του ισπανοαμερικανικού πολέμου στην Κούβα, αλλά και πολεμικός ανταποκριτής στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Γράφει ο Όστερ στη βιογραφία: «Τις πρώτες δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου ο Κρέιν έτεινε να βρίσκεται στο λάθος μέρος της λάθος στιγμή και διαρκώς έχανε τις πιο σημαντικές μάχες. Σε κάποιες σύντομες εξορμήσεις του στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία… παρακολούθησε μόνο τα τελευταία στάδια κάποιων ξεθυμασμένων μικροσυμπλοκών». Παρακάτω μεταφέρει τη μαρτυρία του Κρέιν από την κρίσιμη μάχη του Βελεστίνου, 4 – 6 Μαϊου 1897: «Η ομοβροντία των τουφεκιών ήταν τρομακτική. Από απόσταση ακουγόταν σαν να σκιζόταν ένα πανί. από πιο κοντά ηχούσε σαν βροχή πάνω σε τσίγκινη στέγη. κι από πολύ κοντά ήταν απλώς ο ένας πάταγος μετά τον άλλον. Υπήρχε ομορφιά σ’ αυτόν τον ήχο – όση ομορφιά είχα ονειρευτεί ποτέ. Ήταν πιο εντυπωσιακός από τον βρυχηθμό του Νιαγάρα και ωραιότερος από κεραυνό ή χιονοστιβάδα…».
Ο Ομηρος και οι τραγικοί
Σε αρκετές συνεντεύξεις του έχει αναφερθεί στην κλασική παιδεία που απέκτησε στο Πανεπιστήμιο Κουλούμπια τη δεκαετία του 1960, αλλά και κατά τις προσωπικές αναζητήσεις του. «Οι αρχαίοι μπήκαν στη ζωή μου μετά τα 18, την εποχή του κολεγίου. Και είχαν τεράστια επίδραση πάνω μου. Το καλό ήταν ότι βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, που τότε είχε ένα περίφημο πρόγραμμα Ανθρωπιστικών Σπουδών. Όλοι έπρεπε να περάσουν από αυτό: είτε πήγαιναν για γιατροί είτε για καθηγητές Λογοτεχνίας. Το πρώτο εξάμηνο παίρναμε όλοι λογοτεχνία: Όμηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλο. Αργότερα Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Βιργίλιο, όλους τους Ρωμαίους. Και από τον Αυγουστίνο φτάσαμε στον Ντοστογιέφσκι. Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Και αυτά που την άλλαξαν» (ΤΑ ΝΕΑ, 9/11/2014). «Είναι αδύνατον να σκεφτείς ή να γράψεις χωρίς με κάποιον τρόπο να απευθυνθείς στο ελληνικό πνεύμα» (Βήμα, 2014).
Τι σημαίνει «ψυχή» στα ελληνικά
Στο εν μέρει αυτοβιογραφικό και πάντως το magnum opus «4 3 2 1» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Μαρία Ξυλούρη, 2018) η θεία Μίλντρεντ απαντάει στην απορία του ανιψιού της Άρτσι Φέργκιουσον για τη φιγούρα με φτερά που βρίσκεται πάνω στο μπουκάλι ανθρακούχου νερού White Rock: «Η λέξη ψυχή έχει και δεύτερη σημασία στα ελληνικά… Πολύ διαφορετική αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα. Εκτός από ψυχή, σημαίνει και πεταλούδα. Αν κάτσεις όμως και το σκεφτείς προσεκτικά, η πεταλούδα και η ψυχή δεν διαφέρουν και τόσο τελικά, έτσι δεν είναι; Η πεταλούδα ξεκινά από κάμπια, ένα άσχημο, σκωληκοειδές τίποτα, καθηλωμένο στο έδαφος, και ύστερα μια μέρα η κάμπια φτιάχνει ένα κουκούλι, και μετά από ένα ορισμένο διάστημα το κουκούλι ανοίγει και βγαίνει η πεταλούδα, το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου. Έτσι γίνεται και με τις ψυχές, Άρτσι. Παλεύουν στα βάθη της σκοτεινιάς και της άγνοιας, υπομένουν δοκιμασίες και κακοτυχίες, και λίγο λίγο εξαγνίζονται από αυτά τα βάσανα, δυναμώνουν από τα δύσκολα που τους συμβαίνουν, και μια μέρα, αν η εν λόγω ψυχή είναι ψυχή άξια, θα βγει από το κουκούλι της και θα υψωθεί στον αέρα σαν θαυμάσια πεταλούδα».
Η αφήγηση της Κασσάνδρας
Στην «Επινόηση της μοναξιάς» (2007) το δεύτερο μέρος ονομάζεται «Βιβλίο της μνήμης» και εκεί ο Όστερ συλλογίζεται τον ρόλο του ως πατέρα (του Ντάνιελ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2022 από υπερβολική δόση ναρκωτικών), τον ετοιμοθάνατο παππού του και τους μηχανισμούς της αφήγησης μέσα από την επώδυνη μνήμη. Ένα από τα «επεισόδια» είναι η αφήγηση της ομηρικής Κασσάνδρας:
«Η προφητεία. Ως αλήθεια. Όπως με την Κασσάνδρα, να μιλά μέσα από τη μοναξιά του κελιού της. Όπως μέσα στη φωνή μιας γυναίκας. Το μέλλον πέφτει από τα χείλη της στο παρόν, το κάθε πράγμα όπως ακριβώς θα συμβεί, μα η μοίρα της είναι να μη γίνεται ποτέ πιστευτή. Μια τρελή, η κόρη του Πριάμου: “Tα σκουξίματα εκείνου του κακορίζικου πουλιού”, απ’ το οποίο “ήχοι συμφοράς/ ξέσπασαν φρικτοί, καθώς αυτή μασούσε τα δαφνόφυλλα/ και κάθε τόσο, σαν μαύρη Σφίγγα/, εξαπέλυε τη φουσκωμένη παλίρροια ενός αινιγματικού τραγουδιού» (Κασσάνδρα του Λυκόφρονος, από την αγγλική μετάφραση του Ρόιστον, 1806).
Να μιλάς για το μέλλον σημαίνει να χρησιμοποιείς μια γλώσσα που πάντα προηγείται του εαυτού της, αποδίδοντας πράγματα που δεν συνέβησαν ακόμη στο παρελθόν, σε ένα ήδη που προηγείται δια παντός του εαυτού του, και, στο διάστημα μεταξύ λόγου και πράξης, από λόγο σε λόγο, ένα χάσμα αρχίζει να ανοίγεται, και όποιος κοιτάζει αυτό το κενό για μεγάλο διάστημα ζαλίζεται, νιώθει να πέφτει μέσα στην άβυσσο. Ο Α. θυμάται τη ζωηρή συγκίνηση που ένιωσε στο Παρίσι το 1974 όταν ανακάλυψε το αποτελούμενο από χίλιους εφτακόσιους περίπου στίχους ποίημα του Λυκόφρονος, γραμμένο γύρω στα 300 π. Χ., που είναι ένας παραληρηματικός μονόλογος της Κασσάνδρας στη φυλακή πριν από την πτώση της Τροίας.
Οταν, το καλοκαίρι του 1974, ο Α. επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, πήγε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κολούμπια να ψάξει γι’ αυτό το βιβλίο. Προς μεγάλη του έκπληξη, το βρήκε. Κασσάνδρα, μεταφρασμένο από το ελληνικό πρωτότυπο του Λυκόφρονος και με επεξηγηματικές σημειώσεις. Εκδόσεις Κέμπριτζ, 1806… Διαβάζοντας το ποίημα, νιώθεις παγιδευμένος μέσα στο στόμα της Κασσάνδρας.
Στίχος 426:
και τότε η Ελλάδα
γι’ αυτό το κρίμα, ναι, γι’ αυτό θε να θρηνήσει
μυριάδες γιους· δεν θα’ναι οι τεφροδόχοι μα οι βράχοι
που τα κόκκαλα τους θα φυλάξουν·
πάνω στην τέφρα τους οι φίλοι
δεν θα χύσουν μαύρες χοές για τους νεκρούς.
Ένα όνομα, μια ανάσα, ένας άδειος ήχος απομένει,
στείρο ένα μάρμαρο, ζεστό από τα δάκρυα τα πικρά
των πατεράδων και των ορφανεμένων παιδιών,
και των συζύγων που χηρέψαν!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News