Κατά πόσο είναι ορθή η χρήση των αποκαλούμενων paywalls («συνδρομητικά τείχη» στα ελληνικά) από τα πιο έγκριτα ΜΜΕ όλου του κόσμου; Συνάδει με την αποστολή της δημοσιογραφίας η απαίτηση, ουσιαστικά, καταβολής μιας συνδρομής ώστε να μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση μέσω διαδικτύου στα περιεχόμενα του εκάστοτε μέσου;
Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν τεθεί εδώ και καιρό, ενώ οι πολέμιοι των paywalls επισημαίνουν πως η χρήση τους καταλήγει να αποκλείει ένα μεγάλο ποσοστό, αν όχι την πλειονότητα του γενικού πληθυσμού, από την έγκαιρη ενημέρωση, μετατρέποντάς τον σε βορά της παραπληροφόρησης, των ψευδών ειδήσεων και της σκανδαλολογίας.
Το ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο συνήθως σε κρίσιμες περιόδους. Την περίοδο της πανδημίας, για παράδειγμα, ορισμένα ΜΜΕ αποφάσισαν να απενεργοποιήσουν τα «συνδρομητικά τείχη» τους, ούτως ώστε να προσφέρουν σε περισσότερους ανθρώπους έγκαιρη, σωστή και λεπτομερή ενημέρωση. Σήμερα το θέμα συζητείται εκ νέου, ειδικά στις ΗΠΑ, ενόψει των εξαιρετικά κρίσιμων προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου και του οργίου παραπληροφόρησης που παρατηρείται.
Το The Atlantic το δηλώνει άμεσα και ξεκάθαρα: «Η δημοκρατία πεθαίνει πίσω από τα paywalls». Και ο Ρίτσαρντ Στένγκελ, πρώην διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Time και πρώην υφυπουργός Δημόσιας Διπλωματίας και Δημοσίων Υποθέσεων (στην κυβέρνηση Ομπάμα) εξηγεί γιατί πρέπει «να καταστεί εκ νέου ελεύθερη η δημοσιογραφία», τουλάχιστον στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Το παρόν δημοσίευμα θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε αυτό το σημείο, επειδή, φυσικά, και το Atlantic έχει το δικό του «συνδρομητικό τείχος». Μάλιστα το αναφέρει και ο ίδιος Στένγκελ στο άρθρο, γράφοντας ότι εν δυνάμει αναγνώστες του πιθανώς θα βρεθούν αντιμέτωποι με το γνωστό δίλημμα: να εγγραφούν στο Atlantic ώστε να διαβάσουν το άρθρο ή να αναζητήσουν παρόμοια περιεχόμενα εκτός των τειχών της πιο έγκυρης ενημέρωσης;
Το Protagon είναι, φυσικά, συνδρομητής του έγκριτου αμερικανικού περιοδικού, αλλά όχι και οι περισσότεροι Αμερικανοί. Σύμφωνα με το Reuters Institute for the Study of Journalism, άνω του 75% των κορυφαίων εφημερίδων και περιοδικών των ΗΠΑ «προστατεύουν» τα περιεχόμενά τους με paywalls. Και πώς αντιδρούν οι αναγνώστες σε αυτή την κατάσταση; Σχεδόν το 80% περιφέρεται πέριξ αυτών των τειχών, αναζητώντας δωρεάν περιεχόμενα.
Ο Ρίτσαρντ Στένγκελ, που είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου «Πόλεμοι Πληροφοριών: Πώς Χάσαμε την Παγκόσμια Μάχη Ενάντια στην Παραπληροφόρηση και Τι Μπορούμε να Κάνουμε για Αυτό», το θέτει ως εξής: οι ιστότοποι των κορυφαίων MME που «περιβάλλονται» από συνδρομητικά τείχη εμπεριέχουν έγκυρες, ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες. Η παρεμπόδιση της πρόσβασης, ειδικά στη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας ενόψει μιας εξαιρετικά κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, συνεπάγεται υπονόμευση της δημοκρατίας. Κυρίως γιατί η «προστασία» της αξιόπιστης πληροφόρησης ευνοεί τον πολλαπλασιασμό δωρεάν περιεχομένων αμφιβόλου ποιότητας, τα οποία πολύ συχνά βρίθουν ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας.
Οταν ήταν διευθυντής σύνταξης του Time, ο Στένγκελ υπολόγιζε ότι κάθε αντίτυπο του περιοδικού που πουλιόταν, διαβαζόταν από τουλάχιστον 10 έως 15 ανθρώπους και το 1992 οι αμερικανικές εφημερίδες πουλούσαν από κοινού 60 εκατομμύρια φύλλα την ημέρα, ενώ έπειτα από 30 χρόνια, το 2022, μόλις 20 εκατομμύρια. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι σήμερα ο κόσμος ενημερώνεται διαφορετικά, αλλά ακριβώς αυτό είναι το θέμα.
Ο αμερικανός ειδικός στην ενημέρωση και στην παραπληροφόρηση διακρίνει τρεις ομάδες «καταναλωτών ψηφιακών ειδήσεων», όπως αποκαλεί όσους –δηλαδή τους περισσότερους– επιλέγουν να ενημερώνονται από το Διαδίκτυο: μια μικρή ελίτ διατεθειμένη να πληρώνει εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες δολάρια τον χρόνο για συνδρομές σε διάφορα μέσα, μια ελαφρώς μεγαλύτερη ομάδα ατόμων που έχουν μία ή δύο συνδρομές το πολύ, και το 80% των Αμερικανών, που δεν μπορούν ή απλώς δεν θέλουν να πληρώνουν για να ενημερώνονται, καταλήγοντας, όμως, έτσι, να είναι «παθητικοί καταναλωτές» τυχαίων πληροφοριών που λαμβάνουν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από φίλους και γνωστούς, από ιστοτόπους που προσφέρουν δωρεάν τα περιεχόμενά τους.
Ο Ρίτσαρντ Στένγκελ αναγνωρίζει, φυσικά, πως τα συνδρομητικά τείχη είναι απαραίτητα όχι μόνο για την επιβίωση των όποιων ΜΜΕ, αλλά και για να έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν έγκυρη ενημέρωση. Ο έντυπος Tύπος, καλώς ή κακώς, ανήκει στο παρελθόν, ενώ τα έσοδα από τα κλικ στις διαφημίσεις δεν αρκούν, με αποτέλεσμα οι συνδρομές να αποτελούν σήμερα τον πλέον αξιόπιστο τρόπο δημιουργίας εσόδων.
Σύμφωνα, όμως, με τον Στένγκελ, έπρεπε να έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα μικροπληρωμών για μεμονωμένα άρθρα. Η εν λόγω πρόταση είχε πολλούς υποστηρικτές, αλλά προφανώς δεν βρέθηκε μια ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των μεγάλων εκδοτών (που προτιμούν να πουλούν ετήσιες συνδρομές) και των μικρών (που θα αρκούνταν να προσφέρουν έναντι αντιτίμου έστω και λίγα μεμονωμένα άρθρα).
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλαδή οι μεγαλύτεροι διανομείς δωρεάν ειδήσεων, έχουν υποβαθμίσει τις ειδήσεις. Το Facebook (Meta), για παράδειγμα, άλλαξε τον αλγόριθμό του, με αποτέλεσμα η επισκεψιμότητα σε πολλές εφημερίδες να καταρρεύσει κατά 30-40%. Το Threads και το Χ δεν ενθαρρύνουν καθόλου τη διακίνηση ειδήσεων, παρά μόνο την «κουβέντα», ενώ πλέον υπάρχει και η Τεχνητή Νοημοσύνη, που δύναται να θολώνει περαιτέρω τα νερά, καθώς ακόμη και η Google –παρότι μπορεί να το κάνει και πρέπει να το κάνει σύμφωνα με τον Στένγκελ– στα αποτελέσματά της δεν διακρίνει μεταξύ άρθρων γραμμένων από ανθρώπους και άρθρων γραμμένων από συστήματα Tεχνητής Nοημοσύνης.
Ανατρέχοντας στην πρόσφατη ιστορία απενεργοποίησης των paywalls από διάφορες εφημερίδες των ΗΠΑ, ο Στένγκελ ανακάλυψε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι Seattle Times προσέφεραν δωρεάν όλα τα περιεχόμενά τους σχετικά με τον κορονοϊό και την Covid, ενώ το ίδιο έκανε και η Philadelphia Inquirer. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν σημαντικά σε αμφότερα τα μέσα οι συνδρομές: οι νέοι αναγνώστες αντιλήφθηκαν τι σημαίνει έγκυρη ενημέρωση και το εκτίμησαν τόσο ώστε να αποφασίσουν να γίνουν συνδρομητές. Το ίδιο συνέβη και στους Tampa Bay Times, την Denver Post, τη St. Paul Pioneer Press και τη Chicago Tribune.
«Πιστεύω ότι ήταν λάθος να προσφέρουμε δωρεάν τη δημοσιογραφία τη δεκαετία του 1990. Οι πληροφορίες δεν είναι και δεν ήταν ποτέ δωρεάν. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί πρέπει να επιβιώσουν και να βρουν ένα μοντέλο εσόδων που θα τους επιτρέψει να το κάνουν. Αλλά η πιο σημαντική αποστολή ενός ειδησεογραφικού οργανισμού είναι να παρέχει στο κοινό πληροφορίες που επιτρέπουν στους πολίτες να λαμβάνουν τις καλύτερες αποφάσεις σε μια συνταγματική δημοκρατία.
»Η κυβέρνησή μας αντλεί τη νομιμότητά της από τη συναίνεση των πολιτών και αυτή η συναίνεση επιτυγχάνεται μέσω της ελεύθερης ροής πληροφοριών – αξιόπιστων πληροφοριών, που βασίζονται σε γεγονότα. Για τον σκοπό αυτό οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί θα πρέπει να τοποθετούν τα περιεχόμενά τους που σχετίζονται με τις εκλογές μπροστά από τα συνδρομητικά τείχη τους.
»Το Σύνταγμα προστατεύει τον Τύπο για να μπορεί ο Τύπος να προστατεύει τη συνταγματική δημοκρατία. Τώρα ο Τύπος πρέπει να εκπληρώσει το δικό του μέρος της συμφωνίας» καταλήγει ο Ρίτσαρντ Στένγκελ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News