1198
| CreativeProtagon

Από το «βρες μου δουλειά» στο «βρες μου εργαζόμενους»

Νίκος Μηλαπίδης Νίκος Μηλαπίδης 17 Απριλίου 2024, 14:35
|CreativeProtagon

Από το «βρες μου δουλειά» στο «βρες μου εργαζόμενους»

Νίκος Μηλαπίδης Νίκος Μηλαπίδης 17 Απριλίου 2024, 14:35

Η αύξηση των μισθών σε πραγματικούς όρους, που οδηγεί στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αποτελεί τον βασικό σκοπό της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και, ταυτόχρονα, το βασικό μέτρο αξιολόγησης των ποιοτικών στοιχειών αυτής της ανάπτυξης.

Παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και την αυξημένη αβεβαιότητα, η ελληνική οικονομία το 2023 –στη μετά Covid εποχή– αναπτύχθηκε με τον ικανοποιητικό ρυθμό 2%, τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ευρωζώνης δεν ξεπέρασε το 0,4%. Οι θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας, η πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, η προσέλκυση επενδύσεων καθώς και μια σειρά μεταρρυθμίσεων συνέβαλαν καθοριστικά στην επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία ύστερα από 13 δύσκολα χρόνια. Οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές και για το 2024.

Η εικόνα στην αγορά εργασίας έχει αλλάξει άρδην. Η ανεργία αποκλιμακώθηκε αισθητά και οι νέες θέσεις απασχόλησης τα τελευταία τέσσερα χρόνια ξεπέρασαν τις 300.000. Ο κατώτατος μισθός και ο μέσος μισθός έχουν αυξηθεί, και ενώ πριν από μερικά χρόνια δεν υπήρχαν ευκαιρίες απασχόλησης, πλέον επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας δεν βρίσκουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους.

Παρότι, όμως, η ανεργία υποχωρεί, παραμένει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γιατί η διαρθρωτική ανεργία αντιστέκεται. Ενα σημαντικό χαρακτηριστικό της τρέχουσας ανεργίας είναι το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, στο 7,7% του εργατικού δυναμικού το 2022 – με διαφορά το υψηλότερο στην ΕΕ.

Για να επιτευχθούν διατηρήσιμοι και ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια απαιτείται να μεγαλώσει η ελληνική οικονομία. Για να μεγαλώσει η οικονομία απαιτείται η αύξηση της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού (μεγαλύτερο ενεργό ποσοστό του πληθυσμού) και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (το προϊόν ή οι υπηρεσίες που παράγουμε).

Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας παραμένει το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ. Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις αναφέρει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι 29% χαμηλότερη από τον μέσο όρο των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ.

Εδώ βρισκόμαστε. Και όλα τα παραπάνω θα τα πετύχουμε μόνο με τον μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος που προϋποθέτει αύξηση και ποιοτική αναβάθμιση των επενδύσεων. Οι επενδύσεις αυτές εξαρτώνται από την ταχύτητα εφαρμογής δομικών μεταρρυθμίσεων σε κομβικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, η Δικαιοσύνη και η Δημόσια Διοίκηση.

Στην Ελλάδα έχει επέλθει βελτίωση στον συγκεκριμένο τομέα –η επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο έχει αυξηθεί από το 11% το 2019, σχεδόν, στο 15% το 2023–, όμως, υπολειπόμαστε ακόμη του ευρωπαϊκού μέσου όρου (22%). Είναι σαφές πως, ακόμα και μεσοπρόθεσμα, η άνοδος των μισθών θα επιτευχθεί μέσω των επενδύσεων σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο. Ο λόγος είναι πολύ απλός και έχει να κάνει με το ότι η αμοιβή της εργασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγωγικότητα.

Μέχρι στιγμής, στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί ο ρόλος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) όσον αφορά την ενίσχυση των επενδύσεων. Το ΤΑΑ είναι ίσως το σημαντικότερο πακέτο κοινοτικών πόρων και συναφών μεταρρυθμίσεων, το οποίο έχουμε την ιστορική ευκαιρία να αξιοποιήσουμε ώστε να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο και να αυξήσουμε –ταυτόχρονα– την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και την κοινωνική συνοχή.

Εάν, όμως, δεν εξασφαλίσουμε ότι η χώρα διαθέτει επαρκές ανθρώπινο κεφάλαιο, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα είμαστε σε θέση να απορροφήσουμε σημαντικές επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, μακροπρόθεσμα.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι ποσοτικό. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι χωρίς τις κατάλληλες πολιτικές, ο επαγγελματικά ενεργός πληθυσμός της χώρας ενδέχεται να μειωθεί μέχρι το 2040 κατά 500.000 άτομα, λόγω της γήρανσης. Μεσοπρόθεσμα, το πρόβλημα μπορεί να αμβλυνθεί, αν καταφέρουμε να αυξήσουμε τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας κοινωνικών ομάδων που έως τώρα είναι σχετικά αποκλεισμένες.

Στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν ξεπερνά το 67%, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 75%. Ενώ εμείς βρισκόμαστε στην τρίτη θέση από το τέλος, οι πιο ανταγωνιστικές χώρες της Ευρώπης παρουσιάζουν ποσοστά συμμετοχής μεταξύ 75% και 85%, αναδεικνύοντας τον ρόλο των γυναικών στις σύγχρονες οικονομίες. Οσον αφορά τις νέες γυναίκες, οι δείκτες απασχόλησης παρουσιάζουν σύγκλιση προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ παράλληλα εκπαιδεύονται ολοένα και περισσότερο σε ειδικότητες υψηλών δεξιοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες σε παραγωγική ηλικία, χαμηλότερη των 60 ετών, που δεν συνδέονται αυτήν τη στιγμή με την αγορά.

Μεγάλα περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν και στα ποσοστά συμμετοχής των νέων. Το ποσοστό συμμετοχής των νέων έως 29 ετών δεν ξεπερνά το 50% και αποτελεί το τέταρτο χαμηλότερο στην Ευρώπη. Η συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας είναι ο αποτελεσματικότερος και ασφαλέστερος τρόπος για την επίτευξη της ευημερίας τους μακροπρόθεσμα. Επίσης, αύξηση της συμμετοχής μπορεί να υπάρξει και στην περίπτωση των ΑμεΑ και των συνταξιούχων που επιθυμούν να εργαστούν.

Η εμπειρία μας από την κατάργηση της περικοπής της σύνταξης σε περίπτωση εργασίας δείχνει ότι με τα κατάλληλα κίνητρα η βελτίωση γίνεται εφικτή. Ενδεικτικά, τα στοιχεία μάς δείχνουν ότι μέχρι στιγμής (4 μήνες μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού νόμου) πάνω από 64.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι δήλωσαν την εργασία τους, ως απόρροια της κατάργησης της παρακράτησης επί της σύνταξης στην περίπτωση του απασχολούμενου συνταξιούχου.

Ολοκληρωμένη συζήτηση για την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρξει και μια ολιστική προσέγγιση σχετικά με την ενσωμάτωση μεταναστών που διαθέτουν συμπληρωματικά χαρακτηριστικά για την ελληνική αγορά, μέσω νόμιμων οδών στην οικονομία και την κοινωνία. Τα οφέλη της αποτελεσματικής απορρόφησης σε κλάδους-κλειδιά, όπως ο πρωτογενής τομέας, ο κατασκευαστικός τομέας και ο τουρισμός, θα είναι άμεσα και σημαντικά. Τέλος, η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η αυτοματοποίησή της, όπου είναι αυτό δυνατό, πρέπει να συνεχιστεί καθώς, πέρα από τα οφέλη έναντι της γραφειοκρατίας, ελευθερώνεται μακροπρόθεσμα καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό που θα εργαζόταν διαφορετικά στον δημόσιο αντί για τον ιδιωτικό τομέα.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ποιοτικό. Η τεχνολογία προοδεύει μεταλλάσσοντας τον παραγωγικό ιστό, αλλά αν θέλουμε να αφομοιώσουμε με θετικό τρόπο τις αλλαγές αυτές, θα πρέπει να διαθέτουμε και το ανάλογο ανθρώπινο δυναμικό με δεξιότητες που να συμπληρώνουν τα οφέλη της τεχνολογικής προόδου.

Παρά την πληθώρα πτυχίων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών, στο πεδίο των δεξιοτήτων υστερούμε σημαντικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο, έχει, σχεδόν, διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (από 23,1% το 2002 σε 45,2% το 2022) και, πλέον, ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (42,0% το 2022). Στον αντίποδα, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI) για το 2022, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 29η θέση (μετά την Ιταλία και την Ισπανία) στην Ευρώπη.

Αυτή τη στιγμή, η αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και των αναγκών ενός σύγχρονου παραγωγικού μοντέλου εμφανίζεται αυξημένη. Δεν είναι μόνο ότι δεν βρίσκονται εργαζόμενοι με υψηλές δεξιότητες. Πολλές θέσεις εργασίας απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από αυτές που διαθέτουν οι εργαζόμενοι που τις κατέχουν. Η μείωση της αναντιστοιχίας αυτής θα αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της οργάνωσης και της διαχειριστικής επάρκειας των επιχειρήσεων.

Η διάλυση της τεχνικής εκπαίδευσης σε συνδυασμό με την ανωτατοτοποίηση των ΤΕΙ «στένεψαν» απελπιστικά την αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα σήμερα οι εργαζόμενοι σε τεχνικούς και τεχνολογικούς κλάδους να αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση – να και το εκπαιδευτικό σύστημα στην εξίσωση.

Η ελληνική αγορά εργασίας, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, έρχεται ξανά αντιμέτωπη με τις διαχρονικές δομικές αδυναμίες της. Θα πρέπει να τις ξεπεράσουμε, εφαρμόζοντας εγκαίρως τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις που προωθούν την παραγωγικότητα και αυξάνουν τους μισθούς, συντελώντας στην ευημερία των πολιτών.

O Νίκος Μηλαπίδης είναι Νομικός και ΓΓ Κοινωνικών Ασφαλίσεων 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...