Το μανιασμένο πλήθος ουρλιάζει κραδαίνοντας πέτρες. Ανατριχιαστικές κατάρες αντηχούν στο Πεδίον του Αρεως, με μπροστάρη τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο. Είναι 12 Δεκεμβρίου 1916 και η Αθήνα του Εθνικού Διχασμού αναθεματίζει τον «προδότη» Βενιζέλο, την ώρα που εκείνος φτιάχνει στρατό για να πολεμήσει στη Μακεδονία εναντίον των Γερμανοβουλγάρων. Μια από τις πιο μαύρες σελίδες του Εθνικού Διχασμού, μας θυμίζει πόσο εύκολο είναι να επιστρέψει ο σύγχρονος άνθρωπος σε πρακτικές μεσαιωνικές, όταν το τυφλό μίσος συναντηθεί με τον σκοταδισμό.
Μπορεί το 1915 να γεννήθηκε ο Εθνικός Διχασμός, όμως το 1916 όχι μόνο απέκτησε εδαφική υπόσταση, αλλά έχουμε και ορισμένες από τις πιο ακραίες εκδηλώσεις του: μία από αυτές ήταν το Ανάθεμα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Πεδίον του Αρεως και σε περισσότερες από εκατό πόλεις και χωριά στη λεγόμενη Παλιά Ελλάδα.
Τι ήταν όμως το Ανάθεμα; Τι ακριβώς συνέβη στις 12 Δεκεμβρίου 1916 στο Πεδίον του Αρεως; Πώς καταλήξαμε εκεί; Και πώς αντέδρασε ο Βενιζέλος στον αναθεματισμό του;
Η Ελλάδα στα τέλη του 1916 ήταν μια χώρα χωρισμένη στα δύο. Δύο κράτη (το κράτος των Αθηνών και το κράτος της Θεσσαλονίκης), δύο κυβερνήσεις, δύο πρωτεύουσες, δύο εξωτερικές πολιτικές. Λαός και στρατός είχαν διχαστεί σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς και η κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για προδοσία.
Μόλις δύο χρόνια μετά τον θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων τίποτα δεν θύμιζε την ομοψυχία εκείνης της εποχής που Βενιζέλος και Βασιλιάς, τα 2 Βήτα όπως τους αναφέρει η Πηνελόπη Δέλτα, έμοιαζαν το απόλυτο dream team.
Οταν το καλοκαίρι του 1914 ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Βενιζέλος είδε μια πιθανή συμμαχία της Ελλάδας με τις δυνάμεις της Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) ως τη χρυσή ευκαιρία για να εξασφαλίσουμε τα κεκτημένα που μας αμφισβητούσαν Οθωμανοί και Βούλγαροι, να προστατέψουμε τους ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και να απελευθερώσουμε και άλλα εδάφη.
Ο Κωνσταντίνος, από την άλλη, πίστευε ακράδαντα στη νίκη της Γερμανίας και αρνιόταν πεισματικά να συμφωνήσει να μπει η χώρα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μην μπορώντας όμως να προτείνει συμμαχία με τη Γερμανία (αφενός γιατί ήταν εξόφθαλμα ενάντια στο συμφέρον της Ελλάδας, αφετέρου γιατί ούτε τη Γερμανία την εξυπηρετούσε) υποστήριζε να παραμείνουμε ουδέτεροι – πολιτική που εξυπηρετούσε άριστα τα συμφέροντα των Γερμανών και ήταν δημοφιλέστατη στον λαό.
Κατά τη διάρκεια του 1915 η ριζική διαφωνία Βενιζέλου-Κωνσταντίνου έγινε πλέον οριστική και μη αναστρέψιμη. Ο βασιλιάς εξανάγκασε δύο φορές τον πρωθυπουργό σε παραίτηση (πρώτα τον Φεβρουάριο και έπειτα τον Σεπτέμβριο). Οι κωνσταντινικές κυβερνήσεις πρώτα αρνήθηκαν την προσφορά της Κύπρου από τους Βρετανούς, τον Οκτώβριο του 1915, ως αντάλλαγμα για να μπούμε στον πόλεμο, και επτά μήνες αργότερα παρέδωσαν το οχυρό Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους.
Οταν, στα τέλη Αυγούστου, οι Βούλγαροι κατέλαβαν ανεμπόδιστα την Ανατολική Μακεδονία και στις 30 του μήνα έφτασαν στην Καβάλα, με το Δ’ Σώμα Στρατού να έχει παραδοθεί στους Γερμανούς και να έχει μεταφερθεί στο Γκαίρλιτς, ο Βενιζέλος αποφάσισε να εξέλθει της νομιμότητας. Συγκρότησε τη λεγόμενη «Προσωρινή Κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδος» και μαζί με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή ανέλαβαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1916 στη Θεσσαλονίκη την ηγεσία του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης, που είχε ξεσπάσει έναν μήνα νωρίτερα. Στόχος της λεγόμενης Τριανδρίας ήταν να συγκροτηθεί στρατός για να πολεμήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο στο πλευρό της Αντάντ εναντίον των Γερμανοβουλγάρων. Ο Διχασμός είχε αποκτήσει πλέον και εδαφική υπόσταση.
Στα τέλη του 1916, λοιπόν, οργανώνεται τελετή αναθεματισμού του Βενιζέλου. Από την προηγούμενη μέρα οι εφημερίδες είχαν απευθύνει κάλεσμα προς τον λαό να παρευρεθεί στο Πεδίον του Αρεως και να ρίξει «λίθον αναθέματος κατά του μιαρού προδότου και δολοφόνου της πατρίδος και του Βασιλέως μας». Είχε κανονιστεί μάλιστα από τις 3 μέχρι τις 4 το μεσημέρι της 12ης Δεκεμβρίου να μείνουν κλειστά τα καταστήματα και να σταματήσουν όλες οι εργασίες που δεν ήταν δημόσιας ανάγκης, ώστε να μπορέσουν όλοι να παραστούν στο Ανάθεμα.
Το σημείο που είχε οριστεί ως τόπος του Αναθέματος είχε σκαφτεί σε μεγάλο βάθος, είχε τοποθετηθεί στη μέση ένας μεγάλος ογκόλιθος και πάνω είχαν στηρίξει ένα αιμόφυρτο κρανίο ταύρου με μακριά κέρατα, που έφερε την εξής επιγραφή: «Ανάθεμα εις τον προδότην και τους συνενόχους του». Με μαύρα λάβαρα και με πινακίδες στα χέρια, το μανιασμένο πλήθος πορευόταν προς το σημείο του αναθέματος και άρχισε να πετάει πέτρες.
«Ανάθεμα και κατάρα στον προδότη. Ανάθεμα και κατάρα στον κακούργο.
Η γη να μη δεχθεί το άθλιο πτώμα του. Η μαύρη ψυχή του να μη σύρει έλεος».
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, ο τότε προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, μαζί με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο οποίος, ρίχνοντας και εκείνος πέτρα στο σωρό του αναθέματος, εκστόμισε μεγαλόφωνα τον επίσημο αναθεματισμό:
«Κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την Βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω».
«ΑΝΑΘΕΜΑ» αντήχησε η κατάρα από τα στόματα χιλιάδων και οι πέτρες άρχισαν να πέφτουν βροχή στο σημείο που είχε οριστεί. Μέσα σε μία-δυο ώρες είχε σχηματιστεί ένας πελώριος σωρός από πέτρες.
Το Ανάθεμα δεν περιορίστηκε στην Αθήνα και στο Πεδίον του Αρεως. Μέχρι το τέλος του 1916, περισσότερες από 100 πόλεις και χωριά της λεγόμενης Παλιάς Ελλάδας είχαν προχωρήσει σε τελετές αναθεματισμού.
Στη Λαμία, παραδείγματος χάριν, οι πρώην Βενιζελικοί που είχαν «μετανοήσει» υποχρεώθηκαν να γονατίσουν και να εκφωνήσουν εκείνοι τις κατάρες. Τότε εφευρέθηκαν και οι λεγόμενες «δηλώσεις μετανοίας».
Στην Πελοπόννησο κυκλοφόρησε φυλλάδιο αφορισμού. Μάλιστα, όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τότε νομάρχης Λακωνίας, και ο αντιεισαγγελέας Σπάρτης απαγόρευσαν την κυκλοφορία αυτού του εντύπου, παραπέμφθηκαν και οι δύο σε δίκη για παράβαση καθήκοντος. Προφανώς, για μερικούς ανώτερους δικαστικούς, οι αδιανόητες και ανατριχιαστικές κατάρες που περιλαμβάνονταν στο έντυπο του αφορισμού ήταν εντάξει.
Μερικές από αυτές τις «ευγενείς» φράσεις ήταν να πέσουν πάνω στον Βενιζέλο: «τα εξανθήματα του Ιώβ, το κήτος του Ιωνά, η λέπρα του Ιεχωβά, ο μαρασμός των νεκρών, το τρεμούλιασμα των ψυχορραγούντων και οι κεραυνοί της κολάσεως».
Αναθεματίστηκε λοιπόν ο Βενιζέλος, ο «Σατανάς», ο «Βελζεβούλ», ο «προδότης» – την ώρα που εκείνος προσπαθούσε να φτιάξει στρατό για να πολεμήσει στη Μακεδονία, την οποία οι «ουδέτερες» κωνσταντινικές κυβερνήσεις είχαν από μήνες παραδώσει αμαχητί στους Γερμανοβουλγάρους.
Εξι μήνες μετά το Ανάθεμα, ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε από την Αντάντ (κυρίως από τους Γάλλους) να εγκαταλείψει τον θρόνο και τη χώρα, ενώ ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε την ηγεσία του ενωμένου πλέον κράτους. Ανέστησε τη Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές του Μαΐου του 1915 και είχε διαλυθεί αντισυνταγματικά –πρόκειται για τη λεγόμενη «Βουλή των Λαζάρων»– και έβαλε τη χώρα επίσημα στον πόλεμο. Βασιλιάς ήταν ο Αλέξανδρος, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου.
Πώς αντέδρασε όμως ο Βενιζέλος στο «Ανάθεμα»;
Εχουμε τη μαρτυρία της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία περιγράφει εκτενέστατα μια συζήτηση στο πατρικό της σπίτι, ένα βράδυ που έτρωγαν με τον Βενιζέλο, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1917. Η μητέρα της Δέλτα, Βιργινία Μπενάκη, έφερε βαρέως το ανάθεμα και καθώς ήταν θεοφοβούμενη φοβόταν μήπως πάθαινε κάτι κακό ο Βενιζέλος, αφού τον είχε αναθεματίσει η Εκκλησία. Ετσι, ένα από τα πρώτα βράδια που δείπνησαν μαζί, η Βιργινία Μπενάκη παρακάλεσε τον Βενιζέλο να προκαλέσει μια τελετή όπου, πάλι η Εκκλησία, θα σήκωνε το ανάθεμα.
Τότε ο Βενιζέλος άναψε:
«Oχι βέβαια, κυρία Μπενάκη, δε θα το κάνω αυτό ποτέ! Το ανάθεμα θα μείνει, και κάτω από το ανάθεμα θα νικήσομε, θα ελευθερώσομε τη Μακεδονία και θα τσακίσομε τους Βουλγάρους. Οχι μόνο δε θα ζητήσω να σηκωθεί το ανάθεμα, αλλά και θα μείνουν οι πέτρες εκεί όπου έπεσαν στοίβα, να ξέρει και να θυμάται ο κοσμάκης πως είμαι αναθεματισμένος και όμως η νίκη θα είναι δική μας…»
Κάποιος είπε: «Δε θα μείνουν πολύ οι πέτρες! Ήδη μίκρυνε η στοίβα, και κάθε νύχτα μικραίνει…»
Ο Βενιζέλος τότε έβαλε τις φωνές.
«Δεν εννοώ να γίνει αυτό! Δε θέλω να χαθεί η απόδειξη αυτή του αναθέματος! Θα βάλω φύλακες! Εννοώ να μείνουν οι πέτρες όπως είναι, να τις βλέπουν κάθε μέρα οι περαστικοί και να ξέρουν τι ανόητα, τι μάταια πράγματα που είναι οι κατάρες της Εκκλησίας!»
«Είναι όμως μια ασχήμια στο Πεδίον του Αρεως, κύριε Πρόεδρε» είπε ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο οποίος είχε διατελέσει και δήμαρχος Αθηναίων.
«Θα υποστούμε και την ασχήμια αυτή, κύριε Μπενάκη» αποκρίθηκε ο Βενιζέλος. «Θα την υποστούμε για την ανατροφή του λαού, που πρέπει να μάθει την αξία της εκκλησιαστικής κατάρας όσο και της ευλογίας της, όταν γίνεται η Εκκλησία όργανο πολιτικών παθών».
Περισσότερα από 80 χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζήτησε δημόσια συγνώμη για το Ανάθεμα του 1916. Το Ανάθεμα αποτελεί ανατριχιαστική και ταυτόχρονα έξοχη απόδειξη του πόσο εύκολο είναι να επιστρέψει ο σύγχρονος άνθρωπος σε πρακτικές μεσαιωνικές, όταν το τυφλό μίσος συναντηθεί με τον σκοταδισμό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News