Ωραία. Πάμε σαν άλλοτε. Αυτό είναι το σχέδιο κάποιων για τη χώρα. Τσιμέντο. Μόνο που τώρα το βαφτίζουμε «πράσινο» (υψηλής ενεργειακής κλάσης) και επιτρέπεται να ρίξουμε πιο πολύ, μερικούς ορόφους παραπάνω, για να βγάλουμε τα λεφτά μας. Από την Αστυπάλαια, τη Σέριφο ή την Ιο, ως τη Γλυφάδα, την Κηφισιά και τον Χολαργό. Για να μην πούμε για τη Μύκονο, τη Σαντορίνη και την Πάρο όπου ο βιασμός έχει ήδη συντελεστεί. Παντού.
Πώς το δικαιολογούμε; Ας τα πιάσουμε ένα-ένα. Πρώτα τα νησιά, μετά η Αττική:
— Πώς δικαιολογούμε ένα τσιμεντένιο θηρίο που θα υψωθεί σε μια απάτητη παραλία πχ. στην Αστυπάλαια; Πανεύκολο: λέμε ότι στα νησιά ο στόχος είναι η προσέλκυση υψηλού επιπέδου τουρισμού, να παίρνουμε δηλαδή περισσότερα από λιγότερους -και πιο πλούσιους- και όχι μια τυρόπιτα από τα μιλιούνια των low budget τουριστών. Και αν, υποθετικό το παράδειγμα, το fund που χτίζει στην απάτητη παραλία βγάζει τα λεφτά του έξω, αν αποκόμισε κέρδη στην Ελλάδα από τα κόκκινα δάνεια, αν είχε το θράσος να ζητήσει και λεφτά ακόμη και από το Ταμείο Ανάκαμψης τότε τι λέμε; Απλό: λέμε ότι αντιδρούν στην ανάπτυξη μερικοί «τρελο-οικολόγοι»…
—Πάμε στην Αττική. Εδώ ο στόχος (κάποιων) είναι όπου υπάρχει ένα μικρό σπιτάκι, ή έχει απομείνει κάποιο νεοκλασικό αρχοντικό να χτιστούν σούπερ-πολυόροφες πολυκατοικίες. Τι να τα κάνεις άλλωστε τα δεντράκια και την αυλή, όταν το ίδιο το τσιμέντο που ρίχνεις βαφτίζεται από το κράτος «πράσινο». Αρα μιλάμε για κτίριο οικολογικό, υψηλής ενεργειακής κλάσης, άρα πιο ακριβό, άρα επιτρέπεται ο εργολάβος -καλύτερα ο μεγαλοεργολάβος, αυτοί ενδιαφέρονται- να χτίσει μερικούς ορόφους παραπάνω για να καλύψει το κόστος της πιο ακριβής, «πράσινης» κατασκευής. Και τι λέμε αν αντιδράσουν οι κάτοικοι και οι Δήμοι; Οτι αντιδρούν οι πλούσιοι της Κηφισιάς, δεν είδαμε να αντιδρά και κανένας στη Δραπετσώνα. Σωστά;
Το τελευταίο το ακούσαμε στ’ αλήθεια τις τελευταίες μέρες από το στρατόπεδο όσων στηρίζουν αυτού του είδους την «ανάπτυξη»:
— «Είδατε εσείς μήπως διαμαρτυρίες στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω, στο Περιστέρι, σε κάποια περιοχή της Δυτικής Αθήνας ή της Δυτικής Αττικής;»
Ειπώθηκε. Δεν το έβγαλα από το μυαλό μου. Τι εννοεί ο ποιητής; Οτι οι κάτοικοι της Δυτικής Αθήνας θα δέχονταν ασμένως την κακοποίηση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Γιατί δεν είναι ελιτιστές και κακομαθημένοι όπως οι κάτοικοι στα ακριβά προάστια, άρα δεν θα διαμαρτυρηθούν ακόμη κι αν όλα γίνουν τσιμέντο. Πέρα από την έλλειψη σεβασμού που δείχνει αυτή η δήλωση για τους κατοίκους στο Κερατσίνι, την Κοκκινιά, την Αγία Βαρβάρα και το Αιγάλεω, υποτιμά προφανώς και τη νοημοσύνη τους.
Εκεί μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε, δεν παίρνουν χαμπάρι και δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθεί και κανένας. Αυτό είναι το συμπέρασμα της δήλωσης. Αλλη μια απόδειξη ότι καλό είναι κανείς να σκέφτεται πριν μιλήσει γιατί μεταξύ πολλών άλλων υπάρχει και ο κίνδυνος να αποκαλύψει -εκτός από τις προθέσεις του- και τις πραγματικές του νοητικές δυνατότητες.
Πού καταλήγουμε; Στο προφανές. Τη δεκαετία του 1950, η αστικοποίηση στην αγροτική και πάμφτωχη Ελλάδα ήρθε με την πολυκατοικία. Το συζητάμε το θέμα αυτό επί δεκαετίες και θα το συζητάμε άλλες τόσες. Αυτό για το οποίο δεν υπάρχει χρόνος για αναλύσεις, είναι το τρέχον. Αυτό στο οποίο αντιδρούν τώρα πολίτες και δήμαρχοι όλων των κομμάτων και των αποχρώσεων:
♦ Η επιθυμία κάποιων, δηλαδή, που βάφτισαν το τσιμέντο «πράσινο» να περάσει το δικό τους. Πιο απλά, να μας πιάσουν κορόιδα, να πιστέψουμε ότι αυτό για το οποίο πιέζουν είναι όντως η «πράσινη ανάπτυξη» και η βιωσιμότητα και όχι το συμφέρον τους, σε βάρος της ίδιας της βιωσιμότητας, της υγιούς επιχειρηματικότητας και του κοινωνικού συνόλου.
Διότι αν πχ. οι Κυκλάδες που οφείλουν την παγκόσμια ακτινοβολία τους στη μικρή κλίμακα, στον ήλιο, τη θάλασσα και την πέτρα, αλλάξουν χαρακτήρα, η τοπική οικονομία θα κινηθεί μεν λίγο περισσότερο για ένα διάστημα στην αρχή, αλλά μετά η καταστροφή που θα έχει συντελεστεί θα γυρίσει μπούμερανγκ. Θα φύγουν όλοι.
Το ίδιο θα συμβεί αν μετατρέψουμε σε οδό Ιπποκράτους όποια περιοχή του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας έχει ακόμα ελεύθερους χώρους και ανάσες. Το είδαμε το έργο πριν από πολλές δεκαετίες, έχουμε χρέος να μην το ξαναζήσουμε. Δεν είναι ανάπτυξη να γεμίσουμε παντού τσιμέντο. Οσο «πράσινο» κι αν είναι…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News