Καθώς τα φαινόμενα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή πυκνώνουν (μόλις πρόσφατα δημοσιεύθηκαν δυσοίωνες προβλέψεις για την ξηρασία στη χώρα μας), οι πολιτικές αντιμετώπισης των συνεπειών και αντιστροφής των σχετικών φαινομένων και ειδικότερα σε ό,τι σχετίζεται με τα αέρια του θερμοκηπίου, έχουν θέσει πολλά ζητήματα αλλαγής διαφόρων καταναλωτικών συνηθειών. Η επιστημονική αναζήτηση και η αντιπαράθεση συμφερόντων στη πολιτική και στη κοινωνία έχει ήδη ξεκινήσει και καταλήξει σε δυναμικά συμπεράσματα και συμβιβασμούς αντίστοιχα, αφού όλα υπόκεινται στη βάσανο του χρόνου και των εξελίξεων. Σε μεγάλο βαθμό η «αόρατος χειρ» των αγορών σε συνδυασμό με διάφορες ρυθμιστικές πολιτικές θα οδηγήσει σε αλλαγές των καταναλωτικών συνηθειών μέσω marketing, προσφοράς και ζήτησης κ.τ.λ. Αυτή είναι η όμως η επιφάνεια…τα «φαινόμενα» του ρητού του Θουκυδίδη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σύνδεσης των ορυκτών καυσίμων με τα αέρια του θερμοκηπίου, που οδηγεί στη μείωση χρήσης τους, προβάλλοντας την ηλεκτροκίνηση ως την καλύτερη εναλλακτική, αρκεί η ηλεκτρική ενέργεια να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Και υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις ως προς τα όρια του συστήματος, των τρόπων μέτρησης, και αν τελικά είναι επιστημονικά σωστή αυτή η θεώρηση. Όμως, αυτό μας αποκαλύπτει ότι πίσω από την επιφάνεια, η ταμπακιέρα δεν είναι άλλη, παρά η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της οικονομίας και αυτό σχετίζεται άμεσα με τη μοίρα των ισχυρών.
Ας αναλογιστούμε τη μετάβαση από την οικονομία του άνθρακα και του ατμού στην οικονομία του πετρελαίου, χωρίς την αυστηρή επιστημονική προσέγγιση της Ιστορίας, αλλά κρίνοντας εκ των αποτελεσμάτων. Η βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η αντικατάσταση των εργατών από τις μηχανές είχε ξεκινήσει αρκετά πριν την έλευση των ατμομηχανών. Η Αγγλία, η Ολλανδία του 16ου αιώνα αποτελούν ενδιαφέροντα παραδείγματα, αν και όχι τα μόνα. Η χρήση ατμομηχανών όμως αύξησε δραματικά τη παραγωγική δυνατότητα, μείωσε τον κάματο και μετέβαλε τις απαιτήσεις της παραγωγής για τους εργαζόμενους, και κυρίως ώθησε σε μια εκ των ουκ άνευ παγκόσμια αναζήτηση πρώτων υλών, που οδήγησε στην αποικιοκρατία.
Η Γερμανία, αν και πιο σωστά θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος «Γερμανικός χώρος» που περιλαμβάνει και κρατικές υποστάσεις πέραν της Πρωσίας που εξελίχθηκε σε Γερμανική Αυτοκρατορία, ήταν εκτός της μοιρασιάς της παγκόσμιας πίτας των πόρων μέχρι να νικήσουν τους Γάλλους και να επιβάλουν άλλες ισορροπίες στην Ευρώπη. Ακόμα και όταν οι Βασιλείς της Ευρώπης, τα πρωτοξάδελφα, τα εγγόνια της Βικτωρίας (γενεαλογικά Γερμανίδας), χώρισαν το πλανήτη σε αποικίες στο Συνέδριο του Βερολίνου (1884-5) και έδωσαν κάποια κομμάτια στους Γερμανούς χάραζαν πορεία κοιτώντας στον πίσω καθρέπτη. Η τεχνολογική επανάσταση των κινητήρων Otto και Diesel κατέστησαν το πετρέλαιο κρίσιμη πρώτη ύλη, που δεν είχε μπει στο λογαριασμό του Βερολίνου. Η χρήση των κινητήρων αυτών σε οχήματα εκμηδένισαν όχι μόνο τις εμπορικές αποστάσεις αλλά και τις πολεμικές, καθιστώντας τις συγκρούσεις παγκόσμιες.
Η έλευση των πετρέλαιο – και βενζινοκινητήρων αλλάζει δραματικά τις μεταφορές και πολλαπλασιάζει την ήδη δυσανάλογα μεγάλη παραγωγική δυνατότητα των ΗΠΑ αλλά και τη βιομηχανική ικανότητα της Γερμανίας, ενός παίκτη, που μέχρι εκείνη την εποχή δεν ήταν ‘πρωτοκλασάτος’ αλλά δεκανίκι κάποιου εκ των τριών ισχυρών της Γηραιάς Ηπείρου. Οι Βρετανοί της εποχής φύσει και θέσει αποικιοκράτες αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, τόσο μιας ανταγωνιστικής Γερμανίας στη γειτονιά τους, όσο και της ικανότητας των ΗΠΑ να αλλάξουν τους όρους του διεθνούς εμπορίου, οι οποίες διαθέτουν πλεόνασμα πετρελαίου, αν και μονοπωλιακά πρακτικά διαχειριζόμενο από τους Rockefeller.
Η Γερμανία, αλαζονικά φερόμενη αλλά εξαιρετικά πτωχή σε πρώτες ύλες και ενέργεια, προσπαθεί να συνεταιριστεί με τους τεχνολογικά αδύναμους γίγαντες Ρωσία και Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι γερμανικές επενδύσεις στον Καύκασο και στη Κασπία, καθώς και στην Οθωμανική Μουσούλη, Βαγδάτη, και γύρω περιοχές, θορυβούν τους ήδη υποψιασμένους Βρετανούς, που αποκόπτουν το Κουβέιτ από τις Οθωμανικές περιοχές, και παράλληλα συνάπτουν τη σύμβαση συνεκμετάλλευσης των ιρανικών πετρελαίων το 1901, εξασφαλίζοντας επαρκείς ποσότητες πετρελαίου για τον Στόλο τους, σε εξαιρετική εγγύτητα προς τις ζωτικές θαλάσσιες αρτηρίες του εμπορίου και του πολεμικού εφοδιασμού.
Τα πιόνια στη σκακιέρα είχαν ήδη τοποθετηθεί. Κάθε κίνηση που θα έθετε τον πετρελαϊκό ανεφοδιασμό των ανταγωνιστών σε κίνδυνο, αρκούσε για να προκαλέσει τοπική σύγκρουση με ή χωρίς αντιπροσώπους. Ας αναλογιστεί κανείς τη μωρία και αφέλεια των Ευρωπαίων εκείνης της εποχής όταν τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν μακριά από τις μητροπόλεις, στη Νότια Αφρική, στην Απω Ανατολή, και οι ίδιοι υπνοβατούσαν προς τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μεγάλος Πόλεμος, και κυρίως ο δεύτερος γύρος του, οδήγησαν στη καταστροφή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Η αναλογία με τη σημερινή εποχή είναι, δυστυχώς, εμφανής.
Με αφορμή τη κλιματική αλλαγή προωθείται αλλαγή του ενεργειακού μίγματος. Αμμωνία, μεθανόλη, υδρογόνο, βιοκαύσιμα, ανανεώσιμες ακόμα και πυρηνική ενέργεια αποτελούν πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Η απεξάρτηση από το πετρέλαιο δεν θα οδηγήσει απλά στη μείωση των εκπομπών ρύπων και αερίων του θερμοκηπίου αλλά στην απεμπλοκή από τις πολιτικές ισορροπίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Συνεπώς, το μέχρι σήμερα ισχυρό πλέγμα εξαρτήσεων χαλαρώνει, χαρίζοντας βαθμούς ελευθερίας και δράσης σε κράτη που σήμερα ασφυκτιούν. Δυνάμεις όπως η Κίνα θέλει να επιβεβαιώσει την ειδική θέση της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, η Βραζιλία τον συνυπολογισμό της στους «μεγάλους», η Νότια Αφρική και η Νιγηρία ως εκφραστές της Μαύρης Ηπείρου και η Τουρκία ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης τόσο στο κέντρο της Ευρασίας όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αν προσέξει κανείς, οι παραπάνω χώρες δεν ενδιαφέρονται επί της ουσίας για τη κλιματική αλλαγή, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί για την οικονομία τους και συνεπώς για τη σχετική δύναμή τους. Τη χρησιμοποιούν κατά το δοκούν για την επίτευξη άλλων στόχων κρυπτόμενες πίσω από το σόφισμα CBDR (Common But Differentiated Responsibilities) της Συμφωνίας για το Κλίμα. Τα νταούλια βαράνε στις ίδιες γειτονιές όπως και πριν 120-140 χρόνια: Κριμαία, Μέση Ανατολή, Ερυθρά Θάλασσα, Απω Ανατολή, και Αφρική (στο ξεχασμένο Σουδάν, στη Σομαλία, στο Σαχέλ). Το όπιο του Αυτοκρατορικού Μεγαλείου, τιμής και δόξας στο πεδίο της μάχης, και όλα τα συνθήματα που ώθησαν τη χαμένη γενιά στον όλεθρο των χαρακωμάτων το 1914, έχουν αντικατασταθεί από τον θρησκευτικό φανατισμό και το μίσος προς τις δυτικές αξίες, κυρίως εναντίον της επιστήμης, της ισότητας, της ισονομίας.
Αρκεί η διάγνωση; Οχι! Επιβάλλεται η λύση, ο ρεαλισμός και η εγρήγορση! Η Ελλάδα έχει επιλέξει στρατόπεδο, αυτό της Ευρώπης. Δεν έχει και άλλη ρεαλιστική επιλογή αν θέλει να επιβιώσει. Η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει όχι μόνο να αμυνθούν και να προστατέψουν τις αξίες τους από όσους τις επιβουλεύονται, αλλά και να αναπτύξουν οικονομία αυτάρκειας, τόσο επισιτιστικής όσο και ενεργειακής, αλλιώς θα εξαρτώνται από άλλους. Αυτά είναι τα «άδηλα» του ρητού! Δεν είναι εύκολο ούτε να το φανταστούμε ούτε να το πράξουμε. Είναι όμως η ανάγκη της αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας, την οποία εκφράζει ακόμα και ο Tραμπ με την επίκληση του συνθήματος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου «America first».
Η ανάγκη μετατροπής της ευρωπαϊκής οικονομίας σε αυτάρκη, ενέχει πολλές ευκαιρίες για την Ελλάδα αλλά και σκληρές αποφάσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ευκαιρίες αναζωογόνησης της υπαίθρου και της αγροτικής παραγωγής, ανάπτυξης της νησιωτικής Ελλάδας με τη Θαλάσσια Οικονομία, και δημιουργίας κέντρων γνώσης και αριστείας, όλα τμήματα ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού δικτύου που αυξάνει και την ανθεκτικότητα όλων των επιμέρους οικονομιών της Ευρώπης. Ομως παράλληλα αυτές οι ευκαιρίες σημαίνουν ενεργή και ικανή άμυνα των νήσων και των θαλασσίων περιοχών ώστε να επιτραπούν οι επενδύσεις και να μειωθεί ο όποιος κίνδυνος, καθώς και τεχνολογική και δημογραφική ανάπτυξη. Αρα απαιτούνται και σκληρές αποφάσεις, αντίθετες προς τις προτροπές των λαϊκιστών, τόσο σε πολιτικό επίπεδο –άμυνα–, οικονομική διαχείριση –επιδοτήσεις–, δημόσια διοίκηση –αποτελεσματική διαχείριση πόρων–, και επικοινωνίας με τους πολίτες.
Η κλιματική αλλαγή μάς επιβάλει αλλαγές στη κατανάλωση (ναι, το πλαστικό καλαμάκι στο καφέ είναι θέμα, όπως και όλα τα μικροπλαστικά!) αλλά και στη συνολική θεώρηση του Κράτους και της σχέσης του με τον πολίτη. Προσφέρεται για μια νέα Μεγάλη Ιδέα, σε αντικατάσταση της ψευδαίσθησης της ελληνικής ιδιαιτερότητας που, με τη συνεχή επιδίωξη της εξαίρεσης, οδηγεί τη χώρα στην απομόνωση, σε θέση απλού παρατηρητή των διεθνών εξελίξεων.
* Ο Ορέστης Σχινάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News