952
| REUTERS/ CreativeProtagon

Τα διδάγματα από τη δίκη του Χίτλερ στην εποχή του Τραμπ 

Μαρκ Τζόουνς Μαρκ Τζόουνς 4 Απριλίου 2024, 13:15
|REUTERS/ CreativeProtagon

Τα διδάγματα από τη δίκη του Χίτλερ στην εποχή του Τραμπ 

Μαρκ Τζόουνς Μαρκ Τζόουνς 4 Απριλίου 2024, 13:15

Την 1η Απριλίου του 1924 ο Αδόλφος Χίτλερ θα έπρεπε να ήταν τρομοκρατημένος. Περίπου τέσσερις μήνες νωρίτερα ο ηγέτης των Ναζί είχε ηγηθεί ενός αποτυχημένου πραξικοπήματος στο Μόναχο, την πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Εμπνευσμένος από τον ιταλό φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι, ο Χίτλερ είχε σχεδιάσει να πραγματοποιήσει πορεία με τους υποστηρικτές του μέχρι το Βερολίνο, όπου θα κατέστρεφαν τη δημοκρατική Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Η εξέγερση άρχισε λίγο μετά τις 8 μ.μ. της 8ης Νοεμβρίου 1923, όταν ο Χίτλερ και οι οπαδοί του εισέβαλαν σε πολιτική συγκέντρωση και κράτησαν ως ομήρους τους παρευρισκόμενους. Μεθυσμένα και αφηνιασμένα, τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου (Sturmabteilung) του Χίτλερ προκάλεσαν καταστροφές στα πολιτικά γραφεία των αντιπάλων τους και επιτέθηκαν στους εβραίους της πόλης, προσπαθώντας –αλλά απέτυχαν– να καταλάβουν το κέντρο του Μονάχου.

Η απόπειρα των Ναζί να καταλάβουν την εξουσία έληξε το επόμενο πρωί, με ένα πλήθος 2.000 ένοπλων πραξικοπηματιών, με επικεφαλής τον Χίτλερ, να αντιμετωπίζει την αστυνομία και τον γερμανικό στρατό στην Odeonsplatz (μια μεγάλη πλατεία). Μετά από σύντομη συμπλοκή, τέσσερις αστυνομικοί κείτονταν νεκροί. Ο Χίτλερ, που έπεσε στο έδαφος όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, εγκατέλειψε πανικόβλητος τη σκηνή έχοντας βγάλει τον ώμο του. Ο άνδρας που στεκόταν δίπλα του πυροβολήθηκε θανάσιμα.

Μετά από δυόμισι ημέρες κατά τις οποίες κρυβόταν, ο πλέον καταζητούμενος άνδρας στη Γερμανία εντοπίστηκε στην αγροικία του ένθερμου υποστηρικτή του, του απόφοιτου του Χάρβαρντ Ερνστ «Πούτσι» Χανφστάεγκελ. Ο Χίτλερ κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και η δίκη του άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1924. Ο εισαγγελέας πρότεινε αυστηρή ποινή, αποκαλώντας τον «ψυχή» της εξέγερσης.

Και όμως, την 1η Απριλίου –κατά ειρωνικό τρόπο Πρωταπριλιά– ο δικαστής, αφού έκρινε ένοχο τον Χίτλερ, του επέβαλε την ελάχιστη ποινή σύμφωνα με τη βαυαρική νομοθεσία: πέντε χρόνια «έντιμου εγκλεισμού» με δυνατότητα πρόωρης αποφυλάκισης για καλή συμπεριφορά. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης επετράπη στον Χίτλερ να φύγει από το δικαστήριο και να ποζάρει για τους φωτογράφους έξω από αυτό. Οι εισαγγελείς δεν μπόρεσαν να ασκήσουν έφεση κατά της επιεικούς ποινής και ο Χίτλερ επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος πριν από το τέλος του έτους, έχοντας αξιοποιήσει τον χρόνο της κράτησής του για να γράψει το «Mein Kampf».

Οι Γερμανοί που υποστήριζαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν εξοργισμένοι. Ενας άνθρωπος που είχε προσπαθήσει να ανατρέψει το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης είχε δεχθεί ένα χτύπημα στον καρπό. Η ελαφριά ποινή που επιβλήθηκε στον Χίτλερ απέδειξε ότι η κρατική εξουσία ήταν «νεκρή και θαμμένη», όπως το έθεσε η πιο σημαντική καθολική εφημερίδα της Γερμανίας. Φιλελεύθεροι με επιρροή κατηγόρησαν το δικαστήριο ότι έδωσε στους πραξικοπηματίες το πράσινο φως για να επαναλάβουν το έγκλημα.

Οι οπαδοί του Χίτλερ χλεύαζαν καταχαρούμενοι τους φιλελεύθερους αντιπάλους του, λέγοντάς τους να μη γίνονται πολύ «συναισθηματικοί» και ότι έπρεπε «να αφήσουν το παρελθόν στο παρελθόν», ενώ χαρακτήριζαν την ποινή «βαριά». Οι εορτασμοί τους αποτέλεσαν το αποκορύφωμα μιας προωθητικής εκστρατείας διάρκειας ενός μήνα, που απεικόνιζε τον ηγέτη των Ναζί ως θύμα ενός προκατειλημμένου συστήματος δικαιοσύνης που ήταν αποφασισμένο να τσακίσει έναν μεγάλο πατριώτη.

Ορισμένα μέσα ενημέρωσης υιοθέτησαν ενθουσιωδώς την ίδια γραμμή. Μια κεντροδεξιά εφημερίδα του Μονάχου έγραψε μάλιστα ότι δεν ήταν «μυστικό» η συμπάθειά της για τον κατηγορούμενο, προτού χαρακτηρίσει τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης «εγκληματίες του Νοεμβρίου», μια φράση που χρησιμοποιούσε ο Χίτλερ για να νομιμοποιήσει τη βία των Ναζί.

Ο Χίτλερ είχε βασιστεί σε αυτό το κοινό κατά τη διάρκεια της δίκης. Η κατάμεστη αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη με υποστηρικτές του, ένα περίεργο μείγμα γυναικών και εφήβων ανδρών. Καθώς η διαδικασία ολοκληρωνόταν, έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί –σε μια τελευταία πράξη θριαμβευτικής προπαγάνδας– ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αδιάφορη, καθώς θα τον αθώωνε η «θεά της Ιστορίας».

Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η δίκη του Χίτλερ το 1924 ήταν μια παρωδία. Αντί να τερματίσει την πολιτική καριέρα του, συνέβαλε στο να σταθεροποιηθεί η δημοτικότητά του και να καταστεί ο ηγέτης που θα διέλυε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης σε λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα.

Αυτή η αποτυχία της Δικαιοσύνης διευκολύνθηκε από το σημείο όπου έλαβε χώρα η δίκη –στον αντιδημοκρατικό γερμανικό Νότο– και από τον ρόλο του συντηρητικού δικαστή Γκέοργκ Νάιτχαρντ, που μετά χαράς επέτρεψε στον Χίτλερ να χρησιμοποιήσει το δικαστήριό του ως βάση για να επιτεθεί στη Δημοκρατία.

Σήμερα, όμως, οι απόψεις σχετικά με τη σημασία της δίκης του Χίτλερ το 1924 διίστανται. Οπως οι αμερικανοί συντηρητικοί απορρίπτουν τη σύγκριση του τραμπισμού με τον φασισμό, ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η μοίρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όσο συναρπαστική και αν είναι, προσφέρει λίγα διδάγματα όσον αφορά την κατανόηση της τρέχουσας πολιτικής αναταραχής στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Υποστηρίζουν πως η απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ το 1923 δεν θυμίζει σε τίποτα τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021, όταν η πολιτική συγκέντρωση «Σώστε την Αμερική» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ολοκληρώθηκε με μια εξέγερση στο Καπιτώλιο, κατά την οποία πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν και άλλοι 140 τραυματίστηκαν, ενώ μέλη του Κογκρέσου αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή για να σωθούν.

Απρόθυμοι να προβούν σε αυτή τη σύγκριση δεν είναι μόνον οι συντηρητικοί. Απρόθυμοι να αναλύσουν τα γεγονότα του 1924 είναι και οι περισσότεροι φιλελεύθεροι Αμερικανοί. Εάν το έκαναν, θα καταλάβαιναν ότι οι διάφορες δικαστικές υποθέσεις του Τραμπ έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τη δίκη του Χίτλερ έναν αιώνα νωρίτερα: την ενδυνάμωση των υποστηρικτών του κατηγορουμένου.

Oπως ο Χίτλερ το 1924, έτσι και ο Τραμπ χρησιμοποιεί την αίθουσα του δικαστηρίου ως σκηνή για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως θύμα, υποστηρίζοντας ότι ένα διεφθαρμένο «βαθύ κράτος» πρόκειται να τον βλάψει. Μόνο λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη αυτόν τον παραλληλισμό, αντί να τον απορρίπτουν αβίαστα, οι Δημοκρατικοί θα καταλάβουν πόση σημασία έχει να βασίζουν την προεκλογική τους εκστρατεία σε ό,τι είναι, παρά σε ό,τι δεν είναι.


Ο Mark Jones, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο University College του Δουβλίνου, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «1923: The Forgotten Crisis in the Year of Hitler’s Coup» (Basic Books, 2023). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...