Κάποια στιγμή, σε μια συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων στην Αγγλία το 1949, ο τότε Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ εκνευρίστηκε από τις συνεχείς και υψίφωνες διακοπές της Νάνσι Αστορ, πρώτης γυναίκας στο Κοινοβούλιο, με αριστοκρατική καταγωγή, δυναμική και ενίοτε με ακραίες πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις, τις οποίες εξέφραζε φωνασκώντας και διακόπτοντας τους από βήματος ομιλητές.
Σε μια από τις συχνές αντιμαχίες της με τον Πρωθυπουργό, που την αντιμετώπιζε με ειρωνεία-κέντημα, τον σημάδεψε αυστηρά και του έριξε αυτή τη βολή: «Αν ήμουν σύζυγός σας, κύριε, θα έβαζα δηλητήριο στο τσάι σας». Εκείνος, σαν έτοιμος από καιρό, της απάντησε αμέσως «αγαπητή, αν ήσασταν γυναίκα μου, θα το έπινα».
Οι ρίζες αυτής της ιστορίας πάνε πιο πίσω από το 1949. Αποδίδονται σε μια γυναίκα που καθόταν δίπλα σε έναν άνδρα σε λεωφορείο –αυτή καπνίζοντας σαν φουγάρο, εκείνος βρομώντας από κρεμμύδια που είχε φάει– και του είπε αυτό που πέταξε και η Αστον στον Τσόρτσιλ, ο οποίος της απάντησε όπως γράψαμε…
Τη θυμήθηκα παρακολουθώντας την τριήμερη συζήτηση στη δική μας Βουλή για την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης για την τραγωδία των Τεμπών, κατά την οποία σχεδόν μονοπώλησε την παράσταση μια ελληνίδα λαίδη Αστον. Η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Δεν μπορεί να κρύψει ότι απολαμβάνει να ακούει τον εαυτό της, ιδίως όταν φωνάζει. Μια σχολή σκέψης ταυτίζει το συγκεκριμένο σύμπτωμα με το δικηγορικό επάγγελμα, ιδιαιτέρως με το περφόρμανς της αγόρευσης στο δικαστήριο.
Στις κατά ριπάς εκρήξεις της δεν εκδηλώνει θυμό, τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβανόμαστε όλοι οι κανονικοί άνθρωποι. Ή μάλλον, η τέρψη τού να ακούει τη δική της αντήχηση σκεπάζει τον θυμό που έπρεπε κανονικά να βγάζουν τα λόγια της.
Γενικά, φωνάζει. Και φωνάζει χαμογελώντας από μέσα και από έξω της. Αυτό το πιάνει αστραπιαία ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Κωνσταντίνος Τασούλας. Και με παρόμοια με τον Τσόρτσιλ πολιτικά αντανακλαστικά απέναντι σε κάτι που θεωρεί ενοχλητικό, απαντά τσιγκλώντας την πηγή της ενόχλησης με ειρωνεία-σταυροβελονιά:
«Δεν ακούγεστε, δεν ακούγεστε, φωνάξτε πιο πολύ» της έλεγε, παρ’ όλο που ήταν καμπάνα η φωνή της. Πράγματι, συνέχισε αδιασάλευτη η πρόεδρος της Πλεύσης, και ο τζέντλεμαν Πρόεδρος της Βουλής προσφέρθηκε να τη βοηθήσει κι άλλο, καλώντας κάποιους, δεν ξέρω ποιους, «να φέρετε παρακαλώ της κυρίας μια ντουντούκα για να ακούγεται πιο δυνατά».
Λιγότερο ψύχραιμος και εγκεφαλικός ήταν ο έτερος προεδρεύων της συνεδρίας για την πρόταση μομφής, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Θανάσης Μπούρας, που δεν άντεξε το ακατάσχετο της προέδρου της Πλεύσης, έχασε την ψυχραιμία του, ύψωσε τον τόνο της φωνής του και εξερράγη «μας σπάσατε τα νεύρα». Ψωμοτύρι για την κυρία Κωνσταντοπούλου αυτό το «μπαμ». Το γύρισε αμέσως στο… θεσμικό και επέπληξε τον προεδρεύοντα ότι δεν μπορεί να λέει σε αρχηγό κόμματος αυτό με τα νεύρα.
Ακόμα πιο θυμωμένη, και μάλιστα στα όρια του brutal, ήταν και η αντίδραση του βουλευτή Μάκη Βορίδη σε κάποιους από τους ισχυρισμούς της κυρίας Κωνσταντοπούλου. Της είπε ότι «είστε η επιτομή της χυδαιότητας».
Δεν μασάει όμως η Ζωή. Τρέφεται από αυτά. Είναι πάσες για να βάζει γκολ. Εκεί, όμως, που πράγματι υπερβαίνει τα όρια, δικαιώνοντας ακόμα και το σκληρό ξέσπασμα Βορίδη, είναι όταν πλάθει τον λόγο της με σκοπό να υπερβεί έως και το ακραίο προκειμένου να δολοφονήσει χαρακτήρες.
Για παράδειγμα, αναφερόμενη για πολλοστή φορά στα θύματα, γνωρίζοντας βέβαια ότι στο θεωρείο βρίσκονταν και συγγενείς τους, δεν αρκέστηκε στο «χάθηκαν 57 άνθρωποι». Απευθυνόμενη στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, το «ανέβασε» ακόμα πιο πολύ λέγοντάς του «αφαιρέσατε τη ζωή από 57 ανθρώπους». Δηλαδή, σε απλή μετάφραση, «εσείς τους σκοτώσατε». Που ασφαλώς δεν είναι το ίδιο πράγμα με το «εσείς φέρετε ευθύνη για αυτό που έγινε».
Με τις λέξεις μπορούμε να παίζουμε όσο και όπως θέλουμε. Με τις ζωές, τις υπολείψεις και τον πόνο των ανθρώπων ποτέ.
Ολοι θυμόμαστε τα έργα και τις ημέρες της κυρίας Κωνσταντοπούλου (ιδίως δε τις νύχτες) ως Πρόεδρο της Βουλής, όταν βρέθηκαν να κυβερνούν τον τόπο ο Τσίπρας με τον Καμένο. Είχε καταφέρει να εκνευρίσει ακόμα και τους δικούς της. Τράβηξε τη συνεδρία του Σώματος σχεδόν ως τα ξημερώματα, ενώ ήξερε ότι ο Τσακαλώτος περίμενε να τελειώσει το μαρτύριο για να πετάξει για Βρυξέλλες, όπου εκεί, ναι, παιζόταν το πιο τρομακτικό θρίλερ ποτέ για την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ. Απολάμβανε κάθε δευτερόλεπτο του καψωνιού της. Η σημειολογία του bullying ήταν απλωμένη ολόκληρη επάνω της…
Την περασμένη Πέμπτη, τελευταία μέρα συνεδρίας για την πρόταση μομφής, θα ξεκινούσαν οι τοποθετήσεις των αρχηγών των κομμάτων, με αύξουσα σειρά. Δηλαδή, από την Πλεύση Ελευθερίας, που έχει το μικρότερο ποσοστό στη Βουλή, και ανεβαίνοντας. Η κυρία Κωνσταντοπούλου επικαλέστηκε «κώλυμα». Οτι ασκούσε υποχρεώσεις ως συνήγορος υπεράσπισης των οικογενειών των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών. Στο δικαστήριο; Στο γραφείο της; Τηλεφωνικά; Σε άλλο μέρος; Ποιος ξέρει;
Ποιος μπορεί να βγάλει άκρη όταν έχει μπροστά του έναν οδοστρωτήρα που φτάνει στο Κοινοβούλιο θριαμβευτικά, με έναν τεράστιο όγκο εγγράφων τα οποία χρειάστηκε βοήθεια για να μεταφέρει, και με το γνωστό πανηγυρικό ύφος «θα σας φτιάξω τώρα»;
Υπερχείλιζε το χαμόγελο. Διασκέδαζε κάθε λεπτό αυτού του σόου – she was enjoying every minute of it, όπως λένε οι Αγγλοσάξωνες. Εριξε και τη δική της εξήγηση για όλη αυτή την ανατροπή, λέγοντας στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες «μην ακούτε τα ψέματα του κ. Τασούλα. Μονομερώς, χωρίς να έχει ενημερώσει κανέναν, διέγραψε αρκετούς ομιλητές για να ξεκινήσει ο κύκλος των αρχηγών πιο νωρίς».
Επίτηδες, για να μην έχει ακροατήριο η κυρία Ζωή;
Δεν μιλάμε τόσο για άδεια έδρανα και θεωρεία, αλλά για ακροατήριο τηλεόρασης. Αν μιλούσε πρώτη-πρώτη, πριν τις 6 το απόγευμα, θα έπεφτε πάνω σε όλα τα «μεσημεριανά προγράμματα», που κάνουν τρελά νούμερα, και θα πήγαινε άπατη.
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στην ουσία του φαινομένου, το οποίο έχει και μια ξεκάθαρα επιστημονική εξήγηση. Σύμφωνα με τον αμερικανό κοινωνιολόγο Τσαρλς Ντέρμπερ, συγγραφέα του βιβλίου «Η Αναζήτηση της Προσοχής: Δύναμη και Εγώ στην Καθημερινή Ζωή»:
«Οι μεγάλες σε διάρκεια και εις βάθος συζητήσεις μπορεί να είναι κάτι μαγικό, πράγματι. Φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά, τους κάνουν να νιώθουν ότι κάπως συνδέονται μεταξύ τους.
Ομως αν υπάρχει ένα άτομο που θέλει να τραβάει επάνω του όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον, όλα τα φώτα της δημοσιότητας, αυτό μπορεί να κάνει τους υπόλοιπους να νιώσουν αποξενωμένοι, ανεπιθύμητοι, και ότι δεν τους σέβεται».
Για τέτοια άτομα ο Ντέρμπερ χρησιμοποιεί τον όριο conversational narcissist, δηλαδή συνομιλητής νάρκισσος. Πρόκειται για άτομα που έχουν την τάση να τραβούν επάνω τους την προσοχή των άλλων και να έχουν αυτοί «τον έλεγχο των συζητήσεων».
Εννοείται ότι δεν θα παραδεχτούν ποτέ τον ναρκισσισμό τους. Αντίθετα, τον μεταστρέφουν σε «πάθος για προσφορά στον συνάνθρωπο», και μάλιστα με ακτιβιστικό πρόσημο. Κακό δεν είναι αυτό το πάθος. Αρκεί να μην εκδηλώνεται με όρους (α) bullying και (β) αποκλειστικότητας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News