Την ημέρα των εκλογών του περυσινού Ιουνίου είχα ρωτήσει μια παρέα 18χρονων τι ψήφισαν. Ενας από αυτούς μού απάντησε κάνοντας το, χαρακτηριστικό τότε της Ζωής Κωνσταντοπούλου, σημείο της καρδιάς με τα χέρια. Οταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε κάτι όχι πολύ παράξενο για έναν 18χρονο της εποχής μας, και της κάθε εποχής: «Να μπει στη Βουλή να τους κάνει μπουρδέλο».
Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, αν ο συγκεκριμένος και η παρέα του παρακολούθησαν τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας για την πρόταση δυσπιστίας –κάτι για το οποίο αμφιβάλλω πάρα πολύ–, θα αισθάνθηκε στάνταρ δικαιωμένος. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έκανε πράγματι τη Βουλή αμέρικαν μπαρ, για να χρησιμοποιήσω μια μπουμερίστικη έκφραση, που επίσης αμφιβάλλω αν γνωρίζουν οι 18χρονοι.
Την πρώτη μέρα της συνεδρίασης, ο προεδρεύων Θανάσης Μπούρας έκανε φιλότιμες προσπάθειες να τη συγκρατήσει, αλλά εκείνη ήταν ασυγκράτητη, παραβιάζοντας συστηματικά τους χρόνους και διακόπτοντας τους πάντες. Ο κ. Μπούρας πρέπει να έχασε τον ύπνο του εκείνο το βράδυ, γνωρίζοντας ότι θα την αντιμετώπιζε ξανά την επόμενη ημέρα. Πράγματι, άκοπη η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας επανήλθε, κάνοντας τα ίδια και ακόμη περισσότερα. Κάποια στιγμή ο προεδρεύων κοκκίνησε από την ένταση. «Μας έχετε σπάσει τα νεύρα, κυρία μου», της είπε, «έχουμε κι εμείς αντοχές».
Δεν υπάρχει σχεδόν κανείς με τον οποίον να μη διαπληκτίστηκε η Ζωή Κωνσταντοπούλου στη Βουλή. Η ίδια επιδεικνύει πρωτοφανή αδιαφορία προς τις διαδικασίες, χωρίς όμως να χάνει την ψυχραιμία της ούτε δευτερόλεπτο. Αυτό είναι και το ισχυρό της όπλο. Ο,τι κι αν της λένε, όσο κι αν την εγκαλούν, ακόμη κι αν την προσβάλλουν, κάνει αυτό που όποιος παρακολουθεί αμερικανικές δικαστικές σειρές ξέρει πολύ καλά: Σου λέει, εγώ θα το πω αυτό που θέλω και δεν πα’ να κάνει 30 ενστάσεις ο αντίδικος και ο δικαστής να τις δέχεται, έχω ακουστεί και έχω κερδίσει τις εντυπώσεις.
Ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό σε μια εποχή που έτσι κι αλλιώς οι διαδικασίες είναι απαξιωμένες και η πολιτική μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε σόου. Αλλοι το κάνουν έξω από τη Βουλή το σόου, εκείνη το κάνει μέσα. Ποιο είναι το πρόβλημα δηλαδή; Α, οι διαδικασίες. Μα, δεν τις δέχεται τις διαδικασίες διότι, όπως λέει ξανά και ξανά, «οι διαδικασίες μας πείραξαν όταν επί της ουσίας γίνεται χαμός;»
Υπό μία έννοια η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι σαν τα κόμματα που δεν αναγνωρίζουν την αστική δημοκρατία, αλλά μετέχουν στις διαδικασίες της: εφόσον πιστεύει ότι όλοι οι άλλοι στη Βουλή λένε ψέματα ή βλακείες, και άρα δεν χρειάζεται να ακούγονται, θεωρεί ότι είναι ΟΚ να αγνοεί κάθε κανόνα διαλόγου. Ιδανικά θα έπρεπε να μιλάει μόνον η ίδια – και το πρόβλημα είναι ότι δείχνει ικανή να το κάνει.
Βέβαια, με τον ίδιο τρόπο επέβαλε στο κόμμα της –και στον έλληνα πολίτη– ως βουλευτή τον σύντροφό της, ο οποίος δεν εξελέγη, αλλά πετάχτηκαν έξω μερικοί για να μπορέσει να μπει στη Βουλή. Δικό μου είναι το κόμμα, ό,τι θέλω κάνω, ήταν εν πολλοίς η απάντησή της όταν ελέγχθηκε γι’ αυτό. Σωστό. Η Βουλή δεν είναι δική της όμως, όπως δεν είναι και κανενός.
Την τρίτη ημέρα της διαδικασίας η Ζωή Κωνσταντοπούλου έπεσε πάνω σε έναν άνθρωπο που –σε αντίθεση με τον κ. Μπούρα– το «πήρε αλλιώς», έμπειρος και ψύχραιμος γαρ. «Δεν ακούγεστε» της είπε ο Κώστας Τασούλας όταν φώναζε από τα έδρανα την ώρα της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και ενώ θα περίμενε κανείς να της κάνει παρατηρήσεις, εκείνος ζήτησε από μικροφώνου «μια ντουντούκα στην κυρία Κωνσταντοπούλου, παρακαλώ».
Είχε προηγηθεί δική της καθυστέρηση, η άνοδός της στο βήμα με ένα φορτηγό έγγραφα και άπειρες διακοπές, στις οποίες εκείνος της απάντησε «σας έχουμε καλομάθει, σας κάνουμε όλα τα χατίρια και νομίζετε θα μας λέτε τι να κάνουμε».
Η αλήθεια είναι ότι, όσο δίκιο ή άδικο και αν είχε σε αυτά που έλεγε η Ζωή Κωνσταντοπούλου, πράγματι συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παιδί στη Βουλή, η οποία –θέλουμε δεν θέλουμε– έχει διαδικασίες. Θα μπορούσε, βέβαια, η πρόεδρος της Πλεύσης να εισηγηθεί την κατάργηση των διαδικασιών και να λύνουν οι βουλευτές μας τις διαφορές τους όπως ενίοτε κάνουν οι συνάδελφοί τους στην Τουρκία, στην Ταϊβάν και στην Ιορδανία: παίζοντας ξύλο. Και όποιος ρίχνει πιο πολύ ξύλο να κερδίζει την κάθε συνεδρίαση και να περνάει τα δικά του νομοσχέδια, ας πούμε.
Ισως υπάρχουν κάποιοι που συμφωνούν με αυτές τις μεθόδους ή και γενικότερα με την αντίληψη ότι το μόνο που έχει μείνει από την πολιτική είναι το σόου, ή ότι όποιος φωνάζει πιο δυνατά έχει τελικά δίκιο. Είναι δείγμα μιας παρηκμασμένης δημοκρατίας αυτό, στην οποία οι κανόνες θεωρούνται ξεπερασμένοι και το τι είναι ουσιαστικό το ορίζει ο πιο θρασύς και φωνακλάς. Είναι και ο τρόπος που επικοινωνούμε μέσα στα social media: «κραυγές», τσιτάτα, προσβολές και ασέβεια προς τον συνομιλητή.
Είναι επίσης ο τρόπος που συχνά επικοινωνούμε πλέον και στην καθημερινότητά μας. Ο θρασύς σπάνια εκνευρίζεται, διότι προλαβαίνει πρώτος να σπάσει τα νεύρα όλων, οι οποίοι εν τέλει, όπως είπε ο Τασούλας, «του κάνουν το χατήρι» διότι δεν την παλεύουν μαζί του.
Εκτός αν πετύχει απέναντί του κάποιον πιο ψύχραιμο. «Δίνετε την αμυδρά εντύπωση ότι ενοχλείστε» είπε ο Πρόεδρος της Βουλής στη Ζωή Κωνσταντοπούλου κάποια στιγμή, και την αποσυντόνισε. Η υψηλή τέχνη της διακριτικής –ή και όχι τόσο διακριτικής– ειρωνείας είναι ίσως το μόνο όπλο που μπορεί να επιστρατεύσει κάποιος ενάντια στο επιτηδευμένο μπάχαλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News