603
Πάνω που η χύτρα ήταν έτοιμη να σκάσει, το ζήτημα πέρασε στο πολιτικό επίπεδο με τη συζήτηση στη Βουλή | CreativeProtagon

Πώς η «δυσπιστία» βγάζει τη χύτρα από τη φωτιά

Πάνω που η χύτρα ήταν έτοιμη να σκάσει, το ζήτημα πέρασε στο πολιτικό επίπεδο με τη συζήτηση στη Βουλή
|CreativeProtagon

Πώς η «δυσπιστία» βγάζει τη χύτρα από τη φωτιά

Η κυβέρνηση δεν περίμενε ότι η θλιβερή επέτειος του ενός χρόνου από την ανείπωτη τραγωδία των Τεμπών, στις 28 Φεβρουαρίου του 2024, θα γινόταν το πρώτο και βασικό πολιτικό της πρόβλημα, πάνω και από την ακρίβεια ή την κατάσταση στα νοσοκομεία.

Παρότι πάνω στους χαροκαμμένους ανθρώπους επένδυσε ο γνωστός χορός των συνωμοσιολόγων, των ευρωβουλευτών που παράγουν fake news κατά της χώρας (πχ. «μικρή Μαρία») με αμοιβή 20.000 ευρώ μηνιαίως, των ακροδεξιών αντιεμβολιαστών-πουτινικών απατεώνων, το αίτημα των ανθρώπων δεν λερώθηκε από όλους αυτούς. Γιατί ήταν αίτημα της κοινωνίας και γιατί η κυβέρνηση δεν είχε απαντήσεις.

(Η συγκέντρωση 1,3 εκατ. υπογραφών δεν γίνεται με κομματική εντολή, σε μια εποχή που μετά βίας τα κόμματα κινητοποιούν τους δικούς τους οπαδούς)

Ετσι, μετά την τραγελαφική Εξεταστική της Βουλής, που έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά εκπέμποντας στην κοινωνία μια ατμόσφαιρα συγκάλυψης, και με τις δημοσκοπήσεις να εμφανίζουν ορατή φθορά της ΝΔ, την περασμένη εβδομάδα ένας υπουργός αλλά και βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας ζητούσαν εμμέσως από τον πρώην υπουργό Μεταφορών Κώστα Καραμανλή να παραιτηθεί της βουλευτικής του ασυλίας.

Και ενώ η χύτρα ήταν έτοιμη να σκάσει… μια πρόταση δυσπιστίας μετέφερε την υπόθεση στο γήπεδο της πολιτικής. Αν δεν συνέβαινε αυτό, ακόμη και η υπενθύμιση ενός —έστω γνωστού— μοντάζ στα ηχητικά του ΟΣΕ θα πρόσθετε νέα πίεση στην κυβέρνηση.

Μετά την πρόταση δυσπιστίας, που προφανώς αποτελεί μια θεμιτή κοινοβουλευτική διαδικάσια και πιθανόν να αποδώσει τα αναμενόμενα στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη στον ανταγωνισμό για το προβάδισμα με τον Στέφανο Κασσελάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα αλλάζουν.

Το ερώτημα γίνεται πολιτικό: θα πέσει ή όχι η κυβέρνηση που εξελέγη με 23 μονάδες διαφορά πριν από εννέα μήνες; Και, σε αντίθεση με τα Τέμπη, η επένδυση σε αυτό το ερώτημα από όλους τους προαναφερθέντες πολιτικούς παράγοντες, από την Αριστερά των Βρυξελλών και της Αθήνας έως τους πουτινικούς ρατσιστές και απατεώνες της ακροδεξιάς, έχει αποτέλεσμα αντίθετο από το επιδιωκόμενο. Λειτουργεί συσπειρωτικά υπέρ της κυβέρνησης.

Πρώτον, διότι η συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, θα ανοιχτεί όπως παγίως συμβαίνει (παρότι δεν μετατράπηκε σε ψήφο εμπιστοσύνης) και σε θέματα πέρα από την τραγωδία των Τεμπών.

Δεύτερον, διότι ο Πρωθυπουργός θα μιλήσει για την τραγωδία στη Βουλή, μετά την απόφασή του να μην μιλήσει την περασμένη εβδομάδα για την Εξεταστική. Ετσι, δεν θα αιωρείται στο ερώτημα γιατί ο κ. Μητσοτάκης «δεν τοποθετείται στη Βουλή για όλα τα ερωτήματα και τα κενά που υπάρχουν». Αίτημα απολύτως λογικό και σωστό: πρέπει να δοθούν απαντήσεις, ακόμη και στις θεωρίες συνωμοσίας.

Το τρίτο και κυριότερο όμως είναι ότι η ίδια η διαδικασία παραπέμπει στο ποιος θα κυβερνά και αν θα πάμε σε εθνικές εκλογές. Κάτι που φαίνεται να συγκρούεται με την αντίληψη του κόσμου που μάλλον θεωρεί ότι είναι πολύ νωρίς να μπει η χώρα σε νέες περιπέτειες. Κάπως έτσι, η εβδομάδα της πρότασης δυσπιστίας λειτουργεί αποσυμφορητικά μέσω της πολιτικής, σε μια χύτρα που θα έσκαγε, από την πίεση της κοινωνίας.

Βεβαίως τα ζητήματα δεν τελειώνουν. Ούτε η ανάγκη διερεύνησης για τα Τέμπη, ούτε σε πολιτικό επίπεδο, η διαπίστωση ότι το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος» μπορεί να ερεθίσει τον μέσο πολίτη, ακόμη κι αν δεν υπάρχει εναλλακτική. Οσοι στην κυβέρνηση ή στο περιβάλλον του κ. Μητσοτάκη πιστεύουν ότι οι αναφορές περί «διεθνών παρατηρητών» ή η εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Νίκο Παππά στη Βουλή προσφέρουν μέσω της σύγκρισης τη λύση για όλα, θα πρέπει να το ξανασκεφτούν.

Ξεχνούν ότι η αλαζονεία στην πολιτική πληρώνεται. Ξέχασαν ήδη την προειδοποίηση των πολιτών στον δεύτερο γύρο των αυτδιοικητικών εκλογών (κάποιοι συμπεριφέρονται σαν να μη συνέβη ποτέ) και δείχνουν επιεικώς ανιστόρητοι. Οι πολίτες στηρίζουν τις κυβερνήσεις όσο αυτές προσφέρουν κάτι στους ίδιους και στη ζωή τους και όχι για να καμαρώνουν αυτούς που καμαρώνουν με τον εαυτό τους.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...