878
Ο Τζο Μπάιντεν στρέφεται εναντίον της εταιρείας που ίδρυσε ο αείμνηστος Στιβ Τζομπς. Ποιος έχει δίκιο, ο Λευκός Οίκος ή ο αμερικανικός τεχνολογικός κολοσσός; | REUTERS/ CreativeProtagon

Είναι… λαϊκισμός του Μπάιντεν η αγωγή κατά της Apple;

Protagon Team Protagon Team 22 Μαρτίου 2024, 18:31
Ο Τζο Μπάιντεν στρέφεται εναντίον της εταιρείας που ίδρυσε ο αείμνηστος Στιβ Τζομπς. Ποιος έχει δίκιο, ο Λευκός Οίκος ή ο αμερικανικός τεχνολογικός κολοσσός;
|REUTERS/ CreativeProtagon

Είναι… λαϊκισμός του Μπάιντεν η αγωγή κατά της Apple;

Protagon Team Protagon Team 22 Μαρτίου 2024, 18:31

«Η Apple διατήρησε την ισχύ της, όχι λόγω της ανωτερότητάς της, αλλά λόγω της παράνομης τακτικής αποκλεισμού. Μονοπώλια όπως αυτό της Apple απειλούν τις ελεύθερες και δίκαιες αγορές στις οποίες βασίζεται η οικονομία μας». Αυτό δήλωσε την Πέμπτη ο Μέρικ Γκάρλαντ, υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, αναφερόμενος στη μήνυση που υπέβαλε η αμερικανική κυβέρνηση κατά του τεχνολογικού κολοσσού με στόχο την «απελευθέρωση των αγορών έξυπνων κινητών» από τις αντιανταγωνιστικές πρακτικές του.

Οπως εξηγεί σε ανάλυσή του ο Μάσιμο Γκάτζι, επικεφαλής ανταποκριτής της Corriere della Sera στις ΗΠΑ, η αγωγή αποτελείται από πολλά διαφορετικά στοιχεία, με τον ιταλό δημοσιογράφο να κάνει λόγο για «ενεργοποίηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας μετά από μια αδράνεια δεκαετιών, (για) ωρίμανση ενός αντιμονοπωλιακού και αντι-τεχνολογικού αισθήματος μεταξύ των πολιτών, (για) λίγο λαϊκισμό της κυβέρνησης Μπάιντεν και για αδυναμίες ενός δικαστικού συστήματος που αντιδρά απίστευτα βραδέως».

Η κίνηση της Ουάσινγκτον διαφέρει από τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες της ΕΕ: οι Βρυξέλλες επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένα ζητήματα –αρχικά στους περιορισμούς πρόσβασης στις εφαρμογές και στη συνέχεια στις υπηρεσίες συνεχούς ροής μουσικής–, ενώ τώρα η κυβέρνηση των ΗΠΑ στοχεύει τον πυρήνα της market power της εταιρείας που ίδρυσε ο αείμνηστος Στιβ Τζομπς: η Apple κατηγορείται ότι δημιούργησε, πριν από πολύ καιρό, και διατήρησε παράνομα μονοπώλιο στα smartphones.

Ως εκ τούτου, η αγωγή στρέφεται κατά της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας της Apple, της «μηχανής του τζίρου και των κερδών» γράφει ο Μάσιμο Γκάτζι, της εταιρείας που επί καιρό ήταν εκείνη με την μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο (πλέον είναι δεύτερη, πίσω από τη Microsoft).

Στο πλαίσιο της υπόθεσης πρόκειται να εξεταστεί καταρχάς αν η στρατηγική της Apple να εμποδίζει ανταγωνιστικές εταιρείες να έχουν πρόσβαση σε διάφορες δικές της λειτουργίες, όπως η υπηρεσία άμεσων μηνυμάτων iMessage και ο εικονικός βοηθός Siri, συνιστά αντιανταγωνιστική πρακτική. Θα εξεταστεί επίσης αν η Apple, κατασκευάζοντας τις συσκευές της έτσι ώστε να ενσωματώνονται εύκολα μεταξύ τους, αλλά όχι με προϊόντα άλλων εταιρειών, δημιουργεί αθέμιτους περιορισμούς υλισμικού (hardware) που αποκλείουν τους ανταγωνιστές από την αγορά.

Το αντιμονοπωλιακό τμήμα του υπουργείου Δικαιοσύνης ισχυρίζεται ότι η Apple έχει προβεί σε πολλές αντιανταγωνιστικές ενέργειες, αποκλείοντας, για παράδειγμα, από τις συσκευές της καινοτόμες εφαρμογές, περιορίζοντας τη λειτουργικότητα έξυπνων ρολογιών και ψηφιακών πορτοφολιών άλλων εταιρειών και παρεμποδίζοντας την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ διαφορετικών πλατφορμών.

Στη μήνυση επισημαίνεται ότι, καταπνίγοντας τον ουσιαστικό ανταγωνισμό, η Apple οδήγησε σε άνοδο τις τιμές, πλήττοντας έτσι, εμμέσως, κυρίως τους καταναλωτές. Εξ ου και η βαριά κατηγορία του αμερικανού υπουργού Δικαιοσύνης περί ισχύος της εταιρείας, όχι όμως λόγω ανωτερότητας, αλλά εξαιτίας μονοπωλιακών πρακτικών.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Μέρικ Γκάρλαντ υποστηρίζει ότι, με τους αθέμιτους ελιγμούς της, η Apple έθεσε σε κίνδυνο και το απόρρητο και την ψηφιακή ασφάλεια των χρηστών (REUTERS/Kevin Lamarque)

Σχετικά με την ανωτερότητα, ο δημοσιογράφος της Corriere della Sera θυμίζει πως η Apple ανέκαθεν περηφανευόταν για την εξαιρετική ποιότητα των προϊόντων της, αλλά και για την καλύτερη προστασία του απορρήτου των χρηστών και τα υψηλότερα πρότυπα ασφαλείας έναντι κυβερνοεπιθέσεων. Τώρα, όμως, ο Μέρικ Γκάρλαντ επιδιώκει να καταρρίψει και αυτό το επίτευγμα της Apple, υποστηρίζοντας ότι, με τους αθέμιτους ελιγμούς της, η εταιρεία της οποίας ηγείται ο Τιμ Κουκ έθεσε επίσης σε κίνδυνο και το απόρρητο και την ψηφιακή ασφάλεια των χρηστών.

Αναμενόμενα, η αντίδραση της Apple υπήρξε οργισμένη: δηλώνει αποφασισμένη να δώσει αγώνα στα δικαστήρια – γνωρίζοντας πως η δίκη θα διαρκέσει χρόνια, αλλά και ότι οι Ρεπουμπλικανοί δικαστές, που ηγούνται πολλών ομοσπονδιακών δικαστηρίων, τείνουν να συμμερίζονται περισσότερο τις εταιρείες παρά τις κυβερνήσεις σε αντιμονοπωλιακές υποθέσεις.

«Αυτή η αγωγή απειλεί αυτό που είμαστε και τις αρχές που κάνουν τα προϊόντα της Apple να ξεχωρίζουν σε έντονα ανταγωνιστικές αγορές. Αν ολοκληρωθεί με επιτυχία, θα παρεμποδίζει την ικανότητά μας να δημιουργούμε το είδος της τεχνολογίας που περιμένουν οι καταναλωτές από την Apple – η οποία βασίζεται στον συνδυασμό υλισμικού, λογισμικού και υπηρεσιών» ανέφερε εκπρόσωπος του καλιφορνέζικου τεχνολογικού κολοσσού.

«Θα δημιουργήσει επίσης ένα επικίνδυνο προηγούμενο, παρέχοντας στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στον σχεδιασμό της τεχνολογίας. Πιστεύουμε ότι αυτή η αγωγή είναι εσφαλμένη με βάση και τα γεγονότα και τον νόμο, και θα εναντιωθούμε σθεναρά σε αυτήν» προσέθεσε. Ποιος έχει δίκιο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ή μια από τις πιο επιτυχημένες αμερικανικές εταιρείες παγκοσμίως, θα το κρίνει η Δικαιοσύνη. Ωστόσο, δύο πράγματα είναι ήδη ξεκάθαρα.

Πρώτον, η τεράστια καθυστέρηση με την οποία κινήθηκε ο δικαστικός μηχανισμός. «Ακόμη και τα παιδιά με ένα iPhone στο χέρι ξέρουν ότι η Apple περιορίζει τις διασυνδέσεις με άλλα συστήματα, ενώ για τη στρατηγική του “περιτειχισμένου κήπου” (walled garden) της Apple έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες εδώ και χρόνια στα ΜΜΕ, σε βιβλία και σε ακαδημαϊκές εργασίες.

»Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την τεχνολογία, η οποία τρέχει με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, ο Γκάρλαντ ολοκληρώνει σήμερα μια έρευνα που ξεκίνησε το 2019 (δηλαδή επί Τραμπ) και επικαλείται ανερυθρίαστα, μεταξύ όσων παραθέτει ως αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής της Apple, μηνύματα που αντάλλαξαν στελέχη της το 2013, δηλαδή πριν από 11 χρόνια» συνοψίζει ο Μάσιμο Γκάτζι.

Η δεύτερη σκέψη αφορά την ενεργοποίηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας που ήταν απαραίτητη και αναμενόταν εδώ και χρόνια. «Αλλά η αγωγή κατά της Apple ακολουθεί εκείνες κατά της Google, της Amazon και του Facebook: σε προεκλογική περίοδο, ο Τζο Μπάιντεν ζητεί την ψήφο των Αμερικανών έχοντας κατηγορήσει τους τέσσερις μεγαλύτερους αμερικανικούς τεχνολογικούς ομίλους για μονοπωλιακές πρακτικές. Μήπως ο αμερικανός πρόεδρος καταφεύγει λίγο στον λαϊκισμό;» διερωτάται ο ιταλός ανταποκριτής στις ΗΠΑ.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...