1231
Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (δεξιά) υπήρξε διακηρυγμένα θρήσκος, όμως ο φονταμενταλιστής Τζορτζ Μπους τζούνιορ ήταν εκείνος που επέβαλε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τον νεοχριστιανισμό του | CreativeProtagon

Κάποτε στην Αμερική υπήρχαν οι Ρεπουμπλικανοί

Protagon Team Protagon Team 24 Μαρτίου 2024, 19:48
Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (δεξιά) υπήρξε διακηρυγμένα θρήσκος, όμως ο φονταμενταλιστής Τζορτζ Μπους τζούνιορ ήταν εκείνος που επέβαλε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τον νεοχριστιανισμό του
|CreativeProtagon

Κάποτε στην Αμερική υπήρχαν οι Ρεπουμπλικανοί

Protagon Team Protagon Team 24 Μαρτίου 2024, 19:48

Ενα πρωί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο ιταλός δημοσιογράφος (και μετέπειτα βουλευτής και γερουσιαστής) Φούριο Κολόμπο, ανταποκριτής, τότε, των εφημερίδων Unita και Repubblica στη Νέα Υόρκη, μετέβη στο «Copacabana», ένα διάσημο τζαζ κλαμπ στην 61η οδό του Μανχάταν για να συναντηθεί με τον αιδεσιμότατο Τζέρι Φάλγουελ, έναν από τους πιο ακραίους και ισχυρούς εκφραστές του χριστιανικού φονταμενταλισμού και φανατικός οπαδός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Οπως αναφέρει ο ίδιος σε άρθρο του στη Repubblica, όπου εξακολουθεί να γράφει παρά την προχωρημένη (93 ετών) ηλικία του, εκείνη την περίοδο ο Κολόμπο έγραφε ένα βιβλίο για την πολύ ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής στις ΗΠΑ, και για αυτόν τον λόγο είχε επιδιώξει μια συνάντηση με τον κύριο ηγέτη του νεοχριστιανικού κινήματος.

«Δεν μπορούσα να μην αντιληφθώ τον συμβολισμό: με κάλεσε πρωί σε ένα νυχτερινό κέντρο που ήταν ήδη προπύργιο ενός παρελθόντος χρόνου, για να με αφήσει να δω την πτώση της ακρόπολης. Στα 20 χρόνια της ζωής μου στις ΗΠΑ, αν και συνηθισμένος στο γεγονός ότι η θρησκεία ήταν πανταχού παρούσα και ότι κυριαρχούσε σε έναν πολιτικό χώρο, δεν είχα συναντήσει ποτέ ανθρώπους σαν τον Φάλγουελ, που εκφραζόταν σαν μάνατζερ και στεκόταν σαν πολιτικός» γράφει ο Κολόμπο.

Στο κείμενό του, ο παλαίμαχος ιταλός δημοσιογράφος θυμίζει επίσης ότι χρόνια μετά, το 2003, ο φιλελεύθερος αμερικανός ιστορικός και διανοητής Αρθουρ Σλέσιντζερ, αναφερθείς στην κατάσταση στην Ουάσινγκτον εκείνη την περίοδο έγραψε στις σημειώσεις του, μεταξύ άλλων, πως ο υπουργός Δικαιοσύνης του Τζορτζ Μπους, Τζον Ασκροφτ, ένας σημαίνων πολιτικός και φανατικός θρησκευόμενος, ήταν εκπρόσωπος μιας ευαγγελικής αίρεσης που απαγόρευε το ποτό, τον χορό, τον κινηματογράφο και τη θέαση γυμνών αγαλμάτων.

«Εδώ αρχίζουν να μπλέκονται δύο νήματα, το θρησκευτικό και το πολιτικό. Το πρώτο, που τρέφεται από το έξαλλο κύμα φανατισμού, επεμβαίνει σε σημαντικές στιγμές της δημόσιας ζωής. Το άλλο επιβάλλει, έστω και με τη βία, την τήρηση των θρησκευτικών επιταγών» σημειώνει ο Κολόμπο.

Αναφέρει επίσης ότι τον Σεπτέμβριο του 2002 επικυρώθηκε από την κυβέρνηση Μπους και το νέο πολιτικό δόγμα του Λευκού Οίκου, δηλαδή η μονομέρεια που όριζε πως «εμείς ό,τι κάνουμε το κάνουμε μόνοι μας, χωρίς να δίνουμε σημασία σε συνθήκες ή δεσμούς οποιασδήποτε συμμαχίας. Γιατί στον κόσμο μόνο εμείς μπορούμε να λύνουμε προβλήματα. Και θα το κάνουμε αναλαμβάνοντας το δικαίωμα στον προληπτικό πόλεμο».

«Ολα αυτά αποκάλυψαν με έναν απροσδόκητο και βάναυσο τρόπο ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, γνωστό στην πολιτική παράδοση των ΗΠΑ ως GOP (Grand Old Party), είχε αλλάξει ριζικά μετά το ξέφρενο πέρασμα του ανέμου της θρησκείας και την υποταγή του στον πιο άκαμπτο φονταμενταλισμό» συνοψίζει ο Φούριο Κολόμπο, εξηγώντας ότι χαρακτηριστικό στοιχείο εκείνου το τρόπου θέασης των πραγμάτων ήταν, όπως του είχε εξηγήσει ο αιδεσιμότατος Φάργουελ εκείνο το πρωί στο κλαμπ «Copacabana», η απόλυτη αδιαλλαξία που δεν προέβλεπε καμια υποχώρηση, αλλά και ο νέος προσανατολισμός που είχε δώσει στο κόμμα ο Τζορτζ Μπους.

«Ο δρόμος δεν ήταν από τη θρησκεία στην πολιτική, αλλά από την πολιτική στη θρησκεία ή στην πολιτική αποδοχή της θρησκευτικής αρχής» εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος. «Τα σημεία αναφοράς της νέας πολιτικής του Θεού ήταν στραμμένα προς τον πόλεμο, αλλά περνούσαν μέσα από την κοινωνία, και με την κατάργηση των περισσότερων νόμων και κανόνων που, από την εποχή του Λίντον Τζόνσον, ευνοούσαν τους μαύρους, από την τήρηση των ίσων ευκαιριών μέχρι το προνόμιο να κερδίζουν υποτροφία σε περίπτωση ισοτιμίας με έναν λευκό υποψήφιο».

Ωστόσο, το GOP είχε μια μεγάλη παράδοση ευαισθησίας σε κοινωνικά ζητήματα, ενώ για διάφορους ιστορικούς λόγους οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί ηγέτες από τον Νότο δεν υποστήριξαν ποτέ τους νόμους των διακρίσεων και του φυλετικού αποκλεισμού που οδήγησαν στο περίφημο επεισόδιο της Ρόζα Παρκς και στη γένεση του κινήματος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τα δικαιώματα των μαύρων.

Αυτή η προσοχή στα κοινωνικά ζητήματα συνεχίστηκε επί δεκαετίες, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο εκάστοτε ένοικος του Λευκού Οίκου, έως ότου πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέχτηκε ο Τζορτζ Μπους, ένας Ρεπουμπλικανός πολιτικός και αυστηρός πιστός σε αυτόν τον φονταμενταλιστικό χριστιανισμό που εξακολουθεί να συγκλονίζει ακόμα και σήμερα την Αμερική.

Οπως είχαν επισημάνει διακεκριμένοι Δημοκρατικοί σχολιαστές τότε, όπως ο Τεντ Σόρενσεν και ο Αρθουρ Σλέσιντζερ, τους οποίους επικαλείται σήμερα ο αρθρογράφος της Repubblica, δεν ήταν τόσο η πίστη αυτή που καθόρισε την πολιτική του Μπους, όσο η ανάγκη για απόλυτη ελευθερία επαναπροσδιορισμού της σχέσης μεταξύ θρησκείας και πολιτικής, παρά τον απόλυτο διαχωρισμό των δύο πεδίων, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ.

«Ακριβώς λόγω της απώλειας της ηγεμονίας της θρησκείας έναντι της πολιτικής– κάτι αδιανόητο μεταξύ των πολιτειών της εποχής-, ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ εξήρε τη μοναδικότητα των ΗΠΑ. Αυτή η μοναδικότητα τερματίστηκε όταν ένας Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, εντελώς υποταγμένος στον νεοχριστιανισμό, έβαλε τον νέο θρησκευτικό εταίρο του να καθαγιάσει τα δύο θεμελιώδη σημεία μιας νέας πολιτικής. Πρώτον, “ό,τι κάνει και αποφασίζει ένας πρόεδρος είναι νόμιμο”. Δεύτερον, “για να είναι χρήσιμος και να οδηγεί στη νίκη, ένας πόλεμος πρέπει να είναι προληπτικός”» αναφέρει ο Φούριο Κολόμπο.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ο Τζορτζ Μπους παρουσίασε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στοιχεία που αποδείκνυαν την ύπαρξη στο Ιράκ όπλων μαζικής καταστροφής που θα μπορούσαν να τεθούν σε λειτουργία μέσα σε 45 λεπτά. «Οπότε, εκείνος ο πρώτος προληπτικός πόλεμος ενός Ρεπουμπλικανού προέδρου άρχισε εξαιτίας μιας τρομερής παρεξήγησης. Στους ανθρώπους του Μπους διέφυγε εντελώς η φύση της τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία είναι μια πίστη που θέλει να καταστρέψει τη δική μας πίστη. Αλλά οι τρομοκράτες δεν είναι στρατός και δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε ως κάτι τέτοιο, είναι πρωτίστως και κυρίως ένας πολιτιστικός και ψυχολογικός εχθρός. Απαιτείται εξαιρετική δουλειά συλλογής πληροφοριών» προσθέτει ο έμπειρος ιταλός σχολιαστής.

Ομως η ρεπουμπλικανική προεδρία –έκτοτε και ολόκληρο το κόμμα– επέμενε να μην αναγνωρίζει τον μη κρατικό και μη στρατιωτικό χαρακτήρα της τρομοκρατίας. Η περίπτωση του Ιράκ εξακολουθεί να περιβάλλεται από μυστήριο, γιατί μια κοσμική χώρα με μια τρομακτική, μεν, κυβέρνηση αλλά δίχως σχέση με τον νεοϊσλαμικό φανατισμό δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να καταστεί κέντρο τρομοκρατίας με θρησκευτικά κίνητρα. Ωστόσο, επιλέχθηκε ως εχθρός που έπρεπε να καταστραφεί ή, εναλλακτικά, να απελευθερωθεί, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας γενικευμένης σύγχυσης στόχων και τακτικών που συγκλόνισε τις ΗΠΑ και αποπροσανατόλισε τον υπόλοιπο κόσμο.

Η υπόθεση του Αφγανιστάν μπορεί να γίνει κατανοητή μέχρι ενός σημείου, επειδή υπήρξε όντως καταφύγιο ανθρώπων που είχαν άμεση σχέση με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. «Αλλά από εκείνο τον πόλεμο που είχε αρχίσει ο Μπους ως καθαρή εκδίκηση, χωρίς στόχο, χωρίς στρατηγική, προέκυψε το Γκουαντάναμο, η τρομακτική φυλακή που έχει αμαυρώσει σοβαρά την εικόνα και το κύρος της Αμερικής» θυμίζει ο Κολόμπο.

Εν τω μεταξύ, η χώρα συνέχισε να συνταράσσεται από τη θρησκειο-ρεπουμπλικανική επανάσταση, με τον αρθρογράφο της Repubblica να αναφέρεται ενδεικτικά σε μια πρωτοφανή έως τότε πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μπους, στο πλαίσιο της οποίας επιδιωκόταν η ριζική επανεξέταση των τίτλων των σχολικών και πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών με στόχο την απομάκρυνση όσων κρίνονταν τρόπον τινά αντιχριστιανικοί, ενώ ζήτημα για πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων αποτέλεσε η υποχρέωση, σε ορισμένες περιπτώσεις, της υιοθέτησης του δημιουργισμού ως θεωρίας για την προέλευση των πάντων.

«Η δημοκρατική κατάρρευση και η μετάβαση σε μια αδίστακτη Ακροδεξιά, έως την έλευση του Ντόναλντ Τραμπ, έλαβε χώρα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αρχής γενομένης από την προεδρία του Μπους, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να μη δώσει χώρο σε κανένα κοινωνικό ζήτημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν πλέον Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Εχουν ένα συγχυσμένο Κογκρέσο, όπου οι θέσεις καθίστανται ακραίες υπό μια ηγεσία που έχει αποδυναμωθεί πολύ από την ηλικία εκείνου που θα μπορούσε να είναι ο μοναδικός σωτήρας: ο Δημοκρατικός πρόεδρος» καταλήγει ο γηραιός δημοσιογράφος, αναφερόμενος στον γηραιό πρόεδρο των ΗΠΑ.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...