Σε λιγότερο από 24 ώρες από τη δημοσίευση ενός βίντεο στο οποίο υποτίθεται ότι εμφανίζεται η πριγκίπισσα τη Ουαλίας να ψωνίζει ανέμελη φρούτα από ένα μπακάλικο κοντά στο παλατάκι της, 12 εκατ. χρήστες είχαν παρακολουθήσει άλλα βίντεο, που κάνουν λόγο για «σωσία» της πριγκίπισσας, στο X, ενώ αντίστοιχες θεωρίες είχαν περισσότερες από 11 εκατ. θεάσεις στο TikTok.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι αν ρωτούσαμε έναν-έναν τους ανθρώπους που άνοιξαν να δουν αυτά τα βίντεο, οι περισσότεροι θα μας απαντούσαν «ποια Κέιτ; Ο κόσμος έχει σοβαρότερα προβλήματα».
Ισχύει. Ο κόσμος έχει πολλά και πολύ σοβαρότερα προβλήματα, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να ασχολείται σχεδον υστερικά με την «εξαφανισμένη» πριγκίπισσα της Ουαλιάς. Και δεν υπάρχει διεθνές (και εγχώριο) Μέσον που να μην έχει δημοσιεύσει ιστορίες και θεωρίες και ρεπορτάζ. Ανάλογα με τη σκοπιά καθενός, η Κέιτ είναι από «καλά και αφήστε την ήσυχη» έως «νεκρή ή απαχθείσα από εξωγήινους».
Στην ψυχραιμότερη και πιο αποστασιοποιημένη εκδοχή, πάντως, «υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Βρετανίας», όπως θα έλεγε ο Σαίξπηρ, και το πρόβλημα δεν είναι απαραιτήτως η ίδια η υγεία της Κέιτ, αλλά όλα όσα κατέδειξε η υπόθεσή της.
Με αξιοζήλευτη επιμονή και έπαρση, η βρετανική μοναρχία αρνείται να δώσει επίσημες απαντήσεις και να ξεκαθαρίσει το τοπίο, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της παράνοιας και της συνωμοσιολογίας· τα βρετανικά ΜΜΕ επιμένουν να σφυρίζουν αδιάφορα· τα social media επιμένουν να εκμεταλλεύονται την πρωτοφανή τους δύναμη τροφοδοτώντας κάθε είδους σενάριο· ο κόσμος καταναλώνει, χωρίς να ξέρει πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινάνε τα παραμύθια με δράκους και εξαφανισμένες πριγκίπισσες.
Ας τα πιάσουμε ένα ένα.
Η βρετανική μοναρχία δεν είναι μια influencer που βγαίνει στα social και λέει ή δείχνει ότι της κατεβαίνει και η Κέιτ Μίντλετον δεν είναι η Ιωάννα Τούνη. Οι Βρετανοί τούς πληρώνουν όλους αυτούς, αδρά, και τους πληρώνουν επειδή πιστεύουν ακόμη ότι αποτελούν παράγοντα σταθερότητας για τη χώρα: «Ο,τι κι αν συμβεί θα έχουμε πάντα τους βασιλιάδες μας». Οι διεθνείς ηγέτες πάνε και συναντιούνται μαζί τους και τρώνε στο Μπάκιγχαμ δείπνα εκατοντάδων χιλιάδων λιρών και ανταλλάσσουν απόψεις. Οταν αυτός ο «παράγοντας σταθερότητας», όμως, σε τρελαίνει στο gaslighing και αναγκάζει σοβαρά και παραδοσιακά έντυπα να γίνονται συμμέτοχοι και συνένοχοι στην εξαπάτηση προκειμένου να τον προστατεύσουν, είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Γράφαμε τις προάλλες για την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η οποία κρίση εμπιστοσύνης κατατρώει τα θεμέλια των σύγχρονων κοινωνιών. Η βασιλεία, όπου συνεχίζει να υπάρχει, είναι θεσμός, πώς να το κάνουμε τώρα. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει εμάς, όλη αυτή η ιστορία είναι σαν να εξαφανιζόταν η δική μας ΠτΔ και να την έψαχναν οι παπαράτσι με «θολά» και πιθανώς στημμένα βίντεο, όσο η ίδια θα ανέβαζε εμφανώς φωτοσοπαρισμένες φωτογραφίες στα social media και η προεδρία θα έβγαζε ανακοινώσεις του τύπου «είναι άνοιξη και τα πουλάκια κελαϊδάνε και η ΠτΔ θέλει να μείνει λίγο μόνη να βρει τον εαυτό της». Υποθέτω ότι, όσο συμβολικός κι αν είναι ο ρόλος της, δεν θα μας άρεσε και πολύ κάτι τέτοιο.
Τα social media απο την πλευρά τους είναι δύο πράγματα: Η παιδική χαρά του κάθε πυροβολημένου που θέλει να κάνει τζέρτζελο, αλλά και ένα φόρουμ ελεύθερου λόγου για τους πολλούς, κάτι που ο κόσμος απολαμβάνει για πρώτη φορά. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα social έχουν αποκαλύψει ψέματα που ειπώθηκαν από επίσημες πηγές, ή αλήθειες που αποκρύφθηκαν. Οταν, λοιπόν, σε τρολάρουν οι επίσημοι θεσμοι, μάλλον δεν είναι πολύ παράλογο να καταφεύγεις εκεί που πιστεύεις ότι θα βρεις την αλήθεια. Κι έτσι ο κόσμος ακροβατεί ανάμεσα σε δύο Matrix: Το πραγματικό και το εικονικό. Χωρίς, φυσικά, ο ίδιος να έχει καμία δυνατότητα να ελέγξει την αλήθεια.
Υπήρχε ένα διάστημα κατά το οποίο πιστεύαμε ότι η διαφάνεια που μας πρόσφεραν τα social media θα άλλαζε τον κόσμο. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο του Facebook και του Twitter. Η ψευδαίσθηση κράτησε λίγο. Η τεχνητή νοημοσύνη ήρθε να τα αλλάξει όλα αυτά, καθώς πλέον το ψεύτικο είναι πιο αληθοφανές κι από το πραγματικό, ίσως επειδή είναι και πιο τέλειο και μας αρέσουν οι τελειότητες. Ή, επειδή θέλουμε απεγνωσμένα να πιστέψουμε σε κάτι, ο,τιδήποτε.
Οι ψεύτικες φωτογραφίες, τα ψεύτικα βίντεο, οι ψεύτικες ειδήσεις «ντοκουμενταρισμένες» με υψηλής τεχνικής ψεύτικα πειστήρια, όλα αυτά είναι παντού γύρω μας. Κι εμείς στεκόμαστε στη μέση χωρίς να μπορούμε να εμπιστευτούμε τίποτε. Τι να κάνω; Να φύγω να πάω να βαράω τα κουδούνια στο Μπάκιγχαμ να δω αν θα μου ανοιξει η Κέιτ; Να πάω στο μέτωπο στην Ουκρανία να δω αν στο βίντεο με την τάδε σφαγή τα πτώματα είναι αληθινά; Να πάω στη Γάζα να δω αν κάτω από το δείνα νοσοκομείο έχει ρουκέτες η Χαμάς;
Ανάλογα, λοιπόν, με την ιδιοσυγκρασία του και το γνωστικό του επίπεδο, καθένας επιλέγει την πορεία που τον εξυπηρετεί: Τυφλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς (κι ας πείραξαν και λίγο τη φωτογραφία μωρέ, ώχου), τυφλη πίστη στην κάθε θεωρία συνωμοσίας (όλοι μας λένε ψέματα, οι εξωγήινοι είναι ήδη εδώ, ας ψηφίσω τον Τραμπ), ή αποστασιοποίηση και διαρκή αμφισβήτηση προς τα πάντα και τους πάντες.
Δν είναι καλά όλα αυτά. Και δεν μπορεί το κοινό να τα πολεμήσει, το κοινό είναι δέκτης, όσο κι αν έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι (και) πομπός. Το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο. Διότι, ο έλεγχος των ΜΜΕ και των social για κάθε είδους ψεύδος μπορεί να γίνει μόνο θεσμικά.
Από ποιούς θεσμούς, όμως; Αυτούς που ούτε ένα φώτοσοπ της προκοπής δεν μπαίνουν στον κόπο να κάνουν;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News