Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης. Το αποδεικνύει η καλλιτεχνική του πορεία. Και οι ηθοποιοί: από τον Κόλιν Φάρελ μέχρι την Ολίβια Κόλμαν και την Εμα Στόουν, που εμπιστεύτηκαν ένα βήμα της καριέρας τους στις ικανότητές του. Η τέχνη του Λάνθιμου όμως, ενώ ο ίδιος είναι Ελληνας, δεν είναι ελληνική. Είναι τόσο Ελληνας όσο ο Αλεξάντερ Κόρντα ήταν Ούγγρος και ο Μπίλι Γουάιλντερ Αυστριακός. Αντίθετα με τον Φελίνι ή τον Φασμπίντερ, που οι ταινίες τους ανήκαν στον ιταλικό και γερμανικό κινηματογράφο, οι ταινίες του Λάνθιμου, ακόμα και «Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού», που βασίζεται στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δεν αφορούν την Ελλάδα.
Πειράζει; Σε καμία περίπτωση, φτάνει να μην ακούγονται ανοησίες. Οπως του ακατάβλητου Στέφανου Κασσελάκη, που είπε «να προσπαθήσουμε ώστε κάποτε οι έλληνες δημιουργοί του σινεμά να μη χρειάζεται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους για να πραγματοποιήσουν τα παγκόσμια όνειρά τους». Οπως το όνειρο κάθε ορειβάτη μπορεί να εκπληρωθεί μόνο στο Θιβέτ, έτσι και τα όνειρα του Λάνθιμου να φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα της τέχνης του μπορούσαν να εκπληρωθούν μόνο στη Βρετανία ή στο Χόλιγουντ.
Με το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, ας ξεκινήσουμε από τα θετικά. Το «What they Say» του Βίκτορα Βερνίκου, η περυσινή συμμετοχή της ΕΡΤ στην Eurovision, σε μέγεθος αποτυχίας είναι ό,τι το παγκόσμιο ρεκόρ του Μπομπ Μπίμον στο Μεξικό. Θα χρειαστούν δεκαετίες για να σπάσει.
Ας συνεχίσουμε με τα θετικότερα. Μπορεί να μη διακρίνω τη μεταμοντέρνα αποδόμηση μιας νέας γενιάς στα τουριστικά κλισέ που άλλοι είδαν. Ούτε όμως διακρίνω έναν μουσικό αχταρμά. Στην ελληνική μουσική ο ζητών ευρήσεται. Και δεν το λέω μόνο εγώ. Το είχε πει και ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα: ότι «είναι πλασμένος με το υλικό ενός μεγάλου τραγουδιστή» – και τον είχε συνοδεύσει στο τσέμπαλο.
Ο Χατζιδάκις όμως δεν είχε υποχρεώσει τον Φλωρινιώτη να τραγουδήσει φαλτσέτο. Αφού από το φαλτσέτο στην τσιρίδα είναι μια πηδιά δρόμος. Μπορεί στη μουσική να μην έχουμε πτυχία σε θέματα φαλτσέτου, μπορεί να μην είμαι ο Γκέραλντ Βιρτ της Παιδικής Χορωδίας της Βιέννης, αλλά με Bee Gees και Χένρι Πέρσελ μεγαλώσαμε.
Η επιλογή από την ΕΡΤ του τραγουδιού της Σάττι για την Eurovision συνέπεσε με το νομοσχέδιο της Λίνας Μενδώνη «για την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού». Θέτοντας το ερώτημα: Θα υπάρξει ορχηστρική εκτέλεση του «Ζαριού»; Και αν υπάρξει, θα είναι αρκετά καλή για να μπορεί να παιχτεί στα λόμπι και τα ασανσέρ των ξενοδοχείων και τις αίθουσες αφίξεων –των αναχωρήσεων δεν μας ενδιαφέρει, ό,τι ήταν να δώσουν το έδωσαν– των αεροδρομίων;
Προς υπεράσπιση της υπουργού, όσοι μεγαλώσαμε με τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής να προσγειώνονται και με τον «Πορτοκαλί Ηλιο» να μπαίνει στο λιμάνι του Πόρου έχουμε κάποιες αναμνήσεις από ορχηστρικές εκτελέσεις στα «Ασπρα Κόκκινα Κίτρινα Μπλε Καραβάκια» και στα «Παιδιά του Πειραιά». Επίσης, πιστεύω ότι στην Ελλάδα μεγαλώνουμε μια μαλθακή γενιά και καιρός είναι να μάθουν τι τράβηξε η προηγούμενη γενιά από τη muzak στα σουπερμάρκετ και στα ασανσέρ. Μόνο που υπάρχουν ικανές ορχήστρες για τέτοια έργα;
Καταλαβαίνω ότι μια χώρα που θα ήθελε να σώσει την πολιτιστική της κληρονομιά, αν είχαμε περάσει Διαφωτισμό, σήμερα θα άκουγε ολημερίς «Τα τα τα τα» σε διασκευή Νίκου Κατσαρού και Σταύρου Ρουχωτά, αλλά εφόσον δεν έχουμε περάσει Διαφωτισμό δεν θα ήταν καλύτερα το υπουργείο Πολιτισμού να αφήσει να περάσουν κάποια χρόνια; Και το ξαναφέρνει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News