Η πρεμιέρα της πραγματοποιήθηκε ακριβώς σαν σήμερα πριν από 52 χρόνια, την 14η Μαρτίου του 1972, στη Νέα Υόρκη, και χάρη στη συναρπαστική μουσική της, την υποβλητική φωτογραφία, τους αξιομνημόνευτους διαλόγους και τις εξαιρετικές ερμηνείες (που συνέβαλαν στην επαναφορά του Μάρλον Μπράντο στο προσκήνιο και στην ανάδειξη του νεαρού Αλ Πατσίνο) κατέληξε να συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου.
Για τον περίφημο «Νονό» ο λόγος, του Φράνσις Φορντ Κόπολα, την ταινία η οποία, έχοντας κατηγορηθεί πριν καν αρχίσει να προβάλλεται ότι ωραιοποιούσε και εξιδανίκευε την εγκληματικότητα και τη Μαφία, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως η απόλυτη γκανγκστερική ταινία. Ο σκηνοθέτης της, ωστόσο, είχε εξαρχής διαφορετική άποψη.
«Πάντα αισθανόμουν ότι αφορούσε λιγότερο τους γκάνγκστερ, παρά την εξουσία και τις ισχυρές οικογένειες, τη διαδοχή της εξουσίας και τον μακιαβελικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πραγματική εξουσία στον κόσμο», είχε πει ο Φράνσις Φορντ Κόπολα σε συνέντευξή του στο BBC το 1991, όπως μας πληροφορεί σε άρθρο του ο Μάιλς Μπερκ, μέλος της ομάδας δημοσιογράφων που διαχειρίζεται το τεράστιο αρχείο συνεντεύξεων του εμβληματικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα της Βρετανίας.
Οταν του προσφέρθηκε πρώτη φορά (το 1969) η ευκαιρία να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Μάριο Πούτσο, ο κορυφαίος αμερικανός σκηνοθέτης ήταν μόλις 29 χρόνων. Η πλοκή του βιβλίου εστιάζεται σε μια φανταστική οικογένεια της νεοϋορκέζικης μαφίας κατά τη διετία μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, με επικεφαλής τον Βίτο Κορλεόνε (αυτός είναι ο «Νονός» του τίτλου), καθώς τα μέλη της προσπαθούν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στον βάναυσο και προδοτικό κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος.
Οταν ο «Νονός» προδίδεται, ο μικρότερος γιος του Μάικλ, ο οποίος ευελπιστούσε σε μια ζωή μακριά από τη μαφία, εισέρχεται, τελικά, στην οικογενειακή επιχείρηση, καθώς ξεσπά ένας πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών εγκληματικών οικογενειών, με στόχο όλων την απόλυτη κυριαρχία. Αρχικά, ωστόσο, ο Κόπολα δεν είχε ενθουσιαστεί με το βιβλίο. «Κατά τη γνώμη μου, και σύμφωνα με όποιον θυμάται το πρωτότυπο βιβλίο, είχε πολλές άθλιες πτυχές, οι οποίες φυσικά κόπηκαν για την ταινία, και δεν μου άρεσε πολύ για αυτόν τον λόγο», ανέφερε σχετικά ο ίδιος σε μια άλλη συνέντευξή του, πάντα στο BBC, το 1985.
Ομως, καθώς είχε παρόμοιο, ιταλοαμερικανικό, πολιτισμικό υπόβαθρο με τον Πούτσο, ο νεαρός Κόπολα αντιλαμβανόταν την κουλτούρα, την παράδοση και τα οικογενειακά τελετουργικά πάνω στα οποία εδραζόταν η ιστορία του. Και ξαναδιαβάζοντάς την, διαπίστωσε ότι δεν ήταν ένα απλό λαϊκό αφήγημα για το έγκλημα, το σεξ και την εκδίκηση.
Υπήρχαν επίσης πολλά κλασικά, καθολικά στοιχεία, όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος του BBC, «ένας ισχυρός πατέρας και ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί, ένας γιος που λαχταρά να ξεφύγει από τη μοίρα του, αξίες του παλιού κόσμου που έρχονται σε σύγκρουση με μια κοινωνία που αλλάζει, τιμή και προδοσία και το πώς η εξουσία διαφθείρει τις ψυχές αυτών που την κατέχουν», και όταν ο Κόπολα τη διάβασε πρώτη φορά, «απογοητεύτηκε από μερικές από τις πιο μακάβριες πτυχές της», γράφει ο Μάιλς Μπερκ.
«Προφανώς με ενδιέφεραν περισσότερο αυτά τα θέματα, αλλά αυτά τα θέματα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε ένα έργο του Σαίξπηρ ή σε οποιοδήποτε έργο που ασχολείται, ξέρετε, ακόμα και στο ελληνικό δράμα στην πραγματικότητα, που ασχολείται με αυτά τα μεγαλύτερα θέματα, και σε αυτά είχα περισσότερο στραμμένη την προσοχή μου», είχε αναφέρει σχετικά ο Κόπολα.
Στη συνέχεια Κόπολα και Πούτσο εστίασαν σε αυτά τα θέματα και τα ανέπτυξαν, καθώς έγραφαν μαζί το σενάριο της ταινίας, η οποία, όπως εξήγησε ο ίδιο ο σκηνοθέτης της, στον πυρήνα της αποτελεί μία εξέταση της δυναμικής της εξουσίας και της διαβρωτικής επίδρασης των ισχυρών οικογενειών αλλά και ένα σχόλιο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν οι ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
«Η χρονική περίοδος της πρώτης ταινίας, που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1950, συμπίπτει με την εποχή κατά την οποία οι ΗΠΑ αναδύονται από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και καθίστανται κυρίαρχη δύναμη στη διεθνή σκηνή. Οι Κορλεόνε, μια οικογένεια δεμένη όχι μόνο λόγω αίματος αλλά και εξαιτίας του μεταναστευτικού της υπόβαθρου, αντιπροσωπεύουν μια Αμερική που είναι ταυτόχρονα απομονωμένη και αδίστακτη στη χρήση της ισχύος και της επιρροής προς το συμφέρον της», εξηγεί ο βρετανός δημοσιογράφος.
«Στην ταινία, ο Δον Κορλεόνε (τον υποδύεται ο Μάρλον Μπράντο), ανάλογα με την περίσταση, θα διαπραγματευτεί, θα δωροδοκήσει, θα εκφοβίσει ή θα καταφύγει στην απόλυτη βία για να διασφαλίσει ότι τα συμφέροντα και η ισχύς της οικογένειάς του θα διατηρηθούν. Παρομοίως, οι ΗΠΑ, αντιμέτωπες με αυτό που θεωρούσαν σοβιετική απειλή, κατηγορήθηκαν για τη διεξαγωγή μυστικών επιχειρήσεων (…) με στόχο την αποσταθεροποίηση αντίπαλων χωρών, για τη σύναψη συμμαχιών με άλλα κράτη μέσω της προσφοράς προστασίας, για τη διεξαγωγή πολέμων δια αντιπροσώπων σε άλλες χώρες, για να διασφαλιστεί ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα επικρατήσουν», προσθέτει.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού του, ο δημοσιογράφος του BBC θυμίζει ότι κάποια στιγμή στην ταινία ο Μάικλ Κορλεόνε, συνομιλώντας με την Κέι Ανταμς, την επί χρόνια σύντροφό του και μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, την ενημερώνει πως θα αρχίσει να δουλεύει για τον πατέρα του, λέγοντάς της: «Ο πατέρας μου δεν διαφέρει από οποιονδήποτε άλλο ισχυρό άνδρα, οποιονδήποτε άνδρα που είναι υπεύθυνος για άλλους ανθρώπους, όπως ένας γερουσιαστής ή ένας πρόεδρος». «Ξέρεις πόσο αφελής ακούγεσαι», απαντάει εκείνη. «Οι γερουσιαστές και οι πρόεδροι δεν βάζουν ανθρώπους να σκοτώνονται». «Ποιος είναι αφελής, Κέι;», διερωτάται με νόημα ο πάντα ρεαλιστής Μάικλ Κορλεόνε.
Αρχικά, ωστόσο, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική, καθώς ο Μάικλ βρισκόταν στους αντίποδες του «Νονού» πατέρα του και της οικογένειάς του. Ο Δον Κορλεόνε, ο οποίος είχε φύγει από τη Σικελία μετά τη δολοφονία της οικογένειάς του, παραμένει προσκολλημένος, όπως πολλοί μετανάστες, στις παραδόσεις της κουλτούρας του, ενώ ο Μάικλ, έχοντας μεγαλώσει στις ΗΠΑ, είναι πιο αφομοιωμένος στον μεταβαλλόμενο, μεταπολεμικό κόσμο.
Εχοντας υπάρξει καλός φοιτητής και έχοντας μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο, αρχικά ο Μάικλ παρουσιάζεται ως ιδεαλιστής και φαίνεται να γνωρίζει ξεκάθαρα, όχι μόνον τι ακριβώς κάνει η οικογένειά του αλλά και πως εκείνος είναι διαφορετικός.
«Μου φάνηκε ότι ο Μάικλ Κορλεόνε στον πρώτο “Νονό”, άρχισε την πορεία του, όπως και η Αμερική, πραγματικά με κάποια ιδανικά, με μια φρεσκάδα, και παρ’ όλο που προερχόταν από την Ευρώπη, όπως και η Αμερική, γεννήθηκε πραγματικά από την Ευρώπη, υπήρχαν αυτά τα νέα ιδανικά και οι νέες κατευθύνσεις που προκαλούσαν τεράστια έμπνευση» είχε σημειώσει ο Κόπολα το 1991.
Οπως εξηγεί στην ανάλυσή του ο Μάιλς Μπερκ, ο Βίτο Κορλεόνε, αλλά και ο Μάικλ στη συνέχεια, δεν είναι απλοί εγκληματίες, αλλά διαχειριστές της εξουσίας που κατανοούν ότι η επιρροή είναι εξίσου απαραίτητη με τη βία για τη χειραγώγηση ανθρώπων και τον έλεγχο καταστάσεων προς όφελός τους. Ο Βίτο έχει αντιληφθεί ότι η πραγματική εξουσία συνίσταται στο να μπορεί κάποιος να αναγκάζει τους άλλους να ενεργούν ενάντια στα δικά τους συμφέροντα, και συμπυκνώνει αυτήν την ιδέα σε μια ατάκα που κατέστη συνώνυμο της ταινίας: «Θα του κάνω μια προσφορά που δεν μπορεί αρνηθεί».
Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ο Μάικλ αναλαμβάνει σταδιακά τον ρόλο του πατέρα του. Αρχίζει να ασκεί εξουσία μέσω εξαναγκασμού, εκβιασμού και βίας. Ωστόσο, όπως και ο πατέρας του, εξακολουθεί να επιδιώκει τη σεβασμιότητα, μέσω των σχέσεών του με την Καθολική Εκκλησία, τις επιχειρήσεις και τους πολιτικούς, ούτως ώστε να νομιμοποιεί, τρόπον τινά, την όποια συμπεριφορά και τις ενέργειές του.
Οταν, όμως, ο Μάικλ εδραιώνει αδίστακτα την εξουσία και τη δύναμή του, βγάζοντας από τη μέση τους εχθρούς του, αυτή η επίφαση σεβασμιότητας κάποια στιγμή τον πνίγει, με τον δημοσιογράφο του BBC να αναφέρει ενδεικτικά ότι οι σκηνές όπου ο Μάικλ αποκηρύσσει τον σατανά στη βάφτιση του ανιψιού του μπλέκονται με ένα τρομακτικό μοντάζ βάναυσων δολοφονιών ανθρώπων που βλέπει ως απειλές.
Ο Κόπολα ένιωσε ότι η προδοσία των ιδανικών –που φαινόταν να εκφράζει ο Μάικλ στην αρχή της ταινίας– λειτουργούσε ως μεταφορά για τη συμπεριφορά της ίδιας της Αμερικής στη διεθνή σκηνή. «Καθώς μεγάλωνε (…) όπως και η Αμερική, καθώς άρχισε πραγματικά να λειτουργεί στον κόσμο και να ασχολείται με τις ευθύνες και τους χειρισμούς της εξουσίας, άρχισε να κατασκευάζει, πιστεύω, σχεδόν μια υποκρισία, λέγοντας “το κάνω αυτό για καλό, το κάνω για την οικογένεια, το κάνω για καλά πράγματα”», σημείωσε σχετικά ο Κόπολα.
Ο Μάικλ δικαιολογεί τις πράξεις του με τους δήθεν «καλούς σκοπούς» της προστασίας της οικογένειάς του, τους οποίους συγχέει με τους δικούς του στρατηγικούς εγκληματικούς στόχους και, όπως δείχνει το κινηματογραφικό έπος των Κορλεόνε, τελικά αποτυγχάνει να κρατήσει την οικογένειά του ασφαλή. Την εποχή που ο Κόπολα δούλευε τον «Νονό», οι εικόνες από τη βιαιότητα και το χάος του πολέμου που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ στο Βιετνάμ και το φρικτό ανθρώπινο κόστος του, έκαναν πάρα πολλούς στην Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, να διερωτώνται τι ακριβώς έκαναν οι ΗΠΑ εκεί.
Ο Κόπολα παραλληλίζει τους αμφίβολους ισχυρισμούς του Μάικλ για τα δικά του κίνητρα με τη διακηρυγμένη δέσμευση των ΗΠΑ να αγωνίζονται για την ελευθερία και τη δημοκρατία στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα επιδιώκουν αμείλικτα την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
«Οι ενέργειές του σίγουρα έμοιαζαν με τις Αμερικής, λέμε ότι θέλουμε τη δημοκρατία, την ελευθερία, όλα αυτά τα καλά πράγματα, αλλά πολλές από τις παρασκηνιακές ενέργειες, επιβαλλόμενες από την πολιτική, σήμαιναν ότι κατά κάποιον τρόπο λερώναμε τα χέρια μας, όπως ο Μάικλ Κορλεόνε, όπως κηλιδωνόταν η ψυχή του Ντόριαν Γκρέι», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News