Μέχρι το 2015 οι επιστήμονες της οικοτοξικολογίας γνώριζαν ότι τα μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια, γνωστά ως μικροπλαστικά, μπορούσαν να βρεθούν στους ωκεανούς και σε θαλασσινά είδη όπως ψάρια και μύδια. Τότε, όμως, ερευνητές ανακάλυψαν την ύπαρξή τους στον αέρα, στην ταράτσα ενός παριζιάνικου πανεπιστημίου.
Σύντομα έγινε σαφές ότι τα μικροπλαστικά που βρίσκονται μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό δεν εισχωρούν σε αυτόν μόνο μέσω της τροφής, αλλά και διά της εισπνοής. Οι επιστήμονες άρχισαν, λοιπόν, να αναζητούν σωματίδια μεγέθους πέντε χιλιοστών σε ανθρώπινα όργανα, σε ιστούς και στο αίμα.
Σύμφωνα με την Washington Post, εντόπισαν μικροπλαστικά –ή νανοπλαστικά, τα πιο μικρά σε μέγεθος «ξαδέρφια» τους– ενσωματωμένα στον ανθρώπινο πλακούντα, στο αίμα, στο συκώτι, στην καρδιά και στο έντερο. Μια πρόσφατη έρευνα κατέληξε στον εντοπισμό μικροπλαστικών σε κάθε έναν από τους 62 πλακούντες που έγιναν αντικείμενά της. Σε μια άλλη, εντοπίστηκαν σε κάθε αρτηρία που βρέθηκε κάτω από το μικροσκόπιο.
Αλλά ακόμη και μετά από αυτή την έρευνα, οι επιστήμονες εξακολουθούν να μην έχουν ξεκάθαρη αίσθηση για τις επιπτώσεις αυτών των υλικών στο ανθρώπινο σώμα. Τα μικροπλαστικά θα μπορούσαν να μας κάνουν πιο ευάλωτους στον καρκίνο, στις καρδιακές και στις νεφρικές παθήσεις, μπορεί να αποτελούν ακόμη και παράγοντες εκδήλωσης της νόσου Αλτσχάιμερ ή να επηρεάζουν τη γονιμότητα.
Προς το παρόν, ωστόσο, οι επιστήμονες απλώς δεν γνωρίζουν – οπότε βρίσκονται σε έναν άνισο αγώνα ενάντια στον χρόνο. Και καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια τόνοι πλαστικών εισέρχονται στο περιβάλλον σε ετήσια βάση, είναι ένας αγώνας τον οποίο κινδυνεύουν να χάσουν.
Εδώ και χρόνια οι επιστήμονες έχουν συνδέσει υλικά όπως το εντομοκτόνο DDT, ο καπνός του τσιγάρου και η ατμοσφαιρική ρύπανση με καρκίνους, καρδιακές παθήσεις, αναπνευστικά προβλήματα και πολλά άλλα. Για αυτές οι έρευνες χρειάστηκαν δεκαετίες ανάλυσης – χρόνος που ωχριά μπροστά στην πρόκληση που παρουσιάζει η αποκωδικοποίηση των μικροπλαστικών.
Μέρος του προβλήματος είναι ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος τύπος μικροπλαστικού. Τα μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια που προέρχονται από αντικείμενα όπως τα μπουκάλια νερού και οι συσκευασίες πακεταρίσματος φαγητού μπορεί να είναι κατασκευασμένα από πολυαιθυλένιο, πολυπροπυλένιο ή τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο. Μπορεί να έχουν τη μορφή μικροσκοπικών σφαιρών, θραυσμάτων ή ινών.
Ακολούθως, διάφορα χημικά πρόσθετα βοηθούν στο να γίνει το πλαστικό επιβραδυντικό της φλόγας, εύκαμπτο ή πιο εύκολα διασπώμενο. Σε μια μελέτη του 2021, ερευνητές στην Ελβετία εντόπισαν περισσότερες από 10.000 χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή πλαστικών – από τις οποίες πάνω από 2.400 ήταν δυνητικά «ανησυχητικές» για την ανθρώπινη υγεία.
Τα πλαστικά μπορούν επίσης να μεταφέρουν άλλες χημικές ουσίες που δεν εμπλέκονται στην παραγωγή τους – οι λεγόμενες «ουσίες-ωτοστόπ» απορροφώνται στα πλαστικά και αργότερα, δυνητικά, απελευθερώνονται στο ανθρώπινο σώμα. Εν ολίγοις, τα μικροπλαστικά αποτελούνται από ένα άγνωστο κοκτέιλ χημικών.
Η πρόκληση για τους επιστήμονες, λοιπόν, είναι να βρουν μια σύνδεση μεταξύ μικροπλαστικών και ανθρώπινης υγείας για μια ιλιγγιώδη σειρά ουσιών – ενδεχομένως για κάθε πιθανό συνδυασμό χημικών προσθέτων, πλαστικού υλικού, σχήματος, μεγέθους και οργάνων του σώματος.
Οι ερευνητές εξακολουθούν να βελτιώνουν τις τεχνικές τους για να εντοπίσουν πλαστικά –ιδιαίτερα νανοπλαστικά– στο ανθρώπινο σώμα. Οι επιστήμονες είναι υποχρεωμένοι να ρίξουν κυριολεκτικά φως στα μικροσκοπικά σωματίδια και, με βάση το φως που διαχέεται από αυτά, να καθορίσουν ποιο υλικό παρατηρούν.
Αλλά η αναγνώριση των σωματιδίων είναι μόνο η μισή μάχη – οι ερευνητές πρέπει στη συνέχεια να μάθουν πόσα υπάρχουν, πόσο καιρό παραμένουν στο σώμα και ποιες χημικές ουσίες μπορεί να φέρουν μαζί τους. Μόνο τότε θα είναι σε θέση να αρχίσουν την προσπάθεια σύνδεσης αυτών των σωματιδίων με ανθρώπινες ασθένειες.
Οι επιστήμονες έχουν κάποιες ενδείξεις ότι τα μικροπλαστικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ασθένειες. Σε εργαστηριακά περιβάλλοντα, αυτά που προστίθενται στα ανθρώπινα κύτταρα έχει βρεθεί ότι προκαλούν κυτταρικούς θανάτους, βλάβες ιστών και αλλεργικές αντιδράσεις.
Σε μια μελέτη που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, ερευνητές στη Νάπολη διαπίστωσαν ότι οι καρδιοπαθείς με μικροπλαστικά στους ιστούς τους είχαν διπλάσιες πιθανότητες να υποστούν καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό, ή να πεθάνουν μέσα σε τρία χρόνια. Σε μια άλλη μελέτη, ποντίκια που εκτέθηκαν σε μικροπλαστικά εμφάνισαν αλλαγές συμπεριφοράς που θυμίζουν συμπτώματα άνοιας.
Πολλές από τις χημικές ουσίες στα πλαστικά μπορούν επίσης να προκαλέσουν καρκίνο ή να διαταράξουν τις ορμόνες. Αλλά οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η εργαστηριακή έρευνα σε ποντίκια ή ανθρώπινα κύτταρα δεν οδηγούν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα μικροσκοπικά κομμάτια πλαστικού κινούνται και συσσωρεύονται σε όλο το σώμα.
Τα μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια παρουσιάζουν για τους επιστήμονες μια σχεδόν αδύνατη πρόκληση – μια αναζήτηση για την κατανόηση των επιδράσεων στην υγεία χιλιάδων διαφορετικών χημικών ουσιών, σχημάτων και μεγεθών, την ώρα που αυτά συνεχίζουν να συσσωρεύονται στο περιβάλλον.
Το 1950 ο κόσμος παρήγαγε 2 εκατομμύρια μετρικούς τόνους πλαστικού. Το 2019 ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 460 εκατομμύρια τόνους. Και όταν όλο αυτό το πλαστικό σπάσει, χωρίζεται σε μικρότερα και πιο μικροσκοπικά κομμάτια, που μπορούν να γλιστρήσουν πιο εύκολα στον ανθρώπινο οργανισμό.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν να φρενάρουν τα πλαστικά – έστω και αν οι πλήρεις συνέπειες στην υγεία δεν είναι ακόμη γνωστές. Κρίνουν ότι έχουν στη διάθεσή τους αρκετά δεδομένα που δικαιολογούν τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης πλαστικών και της επακόλουθης εισροής τους στο περιβάλλον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News