Life must be understood backwards, but it must be lived forwards.
― S. Kierkegaard, Ημερολόγια (1843)
Ο Χρήστος Λαμπράκης υπήρξε ένα δημόσιο πρόσωπο που απέκτησε μυθικές διαστάσεις στην Ελλάδα, όχι μόνο για τα όσα σπουδαία κατάφερε, αλλά και επειδή ο ίδιος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του απέφευγε τη δημοσιότητα. Η προσωπική προβολή δεν τον απασχόλησε ποτέ, καθώς αισθανόταν πρωτίστως δημοσιογράφος και πίστευε ότι ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να αποτελεί τμήμα της είδησης. Ακόμη και όταν άρχισε να εμφανίζεται δημοσίως το 1991, ως οικοδεσπότης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, συνέχισε να διαφυλάττει την ιδιωτικότητά του.
Εχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά για τον Λαμπράκη, συχνά ανακριβή, από ανθρώπους που δεν τον γνώρισαν. Οι οικείοι του, ενθυμούμενοι τη στάση του, ήσαν μάλλον απρόθυμοι να μιλήσουν για αυτόν. Ομως, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, έχει έλθει η ώρα της νηφάλιας αποτίμησης της θέσης του Χρήστου Λαμπράκη στην πρόσφατη Ιστορία. Αυτό ξεκίνησε την Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος που φέρει το όνομά του, σε μια επιστημονική ημερίδα με τη συμμετοχή εκλεκτών ιστορικών και ακαδημαϊκών.
Εγώ από την πλευρά μου δεν είμαι ούτε ιστορικός ούτε ακαδημαϊκός, και ως συγγενής και συνεργάτης του δεν διεκδικώ επιστημονική αμεροληψία. Θέλω όμως να βασιστώ σε επιλεγμένα πραγματικά στοιχεία για να παρουσιάσω μια προσωπική αφήγηση για τον άνθρωπο Χρήστο Λαμπράκη, ένα σύντομο βιογραφικό υπόβαθρο που ίσως συμβάλει στη βαθύτερη κατανόηση του δημοσίου προσώπου.
Ο Χρήστος Λαμπράκης γεννήθηκε το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Μήτσος, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων, είχε καταγωγή από την Κρήτη, ενώ η μητέρα του Ελζα ήταν Αθηναία με ρίζες από την Καστοριά. Στην οικογένεια υπήρχε και η αδελφή του Λένα, μεγαλύτερη κατά έξι χρόνια, και αργότερα γεννήθηκε και η αδελφή του Αννα, μικρότερη κατά 11 χρόνια. Η πρώτη κατοικία του ήταν στην οδό Ερμού, ενώ στη συνέχεια η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Ναυάρχου Νικοδήμου και μετά στην οδό Βουλής ―όπως άλλωστε έπρεπε για μια αστική οικογένεια της εποχής, για την οποία η Αθήνα ήταν ουσιαστικά η Πλάκα, ενώ ο κόσμος ήταν η Ευρώπη, και το κέντρο του κόσμου ήταν το Παρίσι.
Πρέπει να μεταφερθούμε νοερά στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, πριν από 90 χρόνια, για να καταλάβουμε ότι η αστική παιδεία που φρόντισε η Ελζα Λαμπράκη να δώσει στα παιδιά της είχε σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, και ήταν σε μεγάλο βαθμό γαλλόφωνη, καθώς η κουλτούρα ήταν ακόμη γαλλική υπόθεση. (Ως προς την αθηναϊκή αστική τάξη, ας αναφέρω ενδεικτικά ότι ο Κλεάνθης Γεωργιάδης, αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων και φίλος της οικογένειας, έκανε δώρο στη μικρή Λένα μια συνδρομή στο γαλλικό περιοδικό «La Semaine de Suzette», ενώ όταν πέθανε το 1949 της άφησε την πλήρη σειρά των έργων του Marcel Proust στις εκδόσεις Gallimard. Στα γαλλικά, φυσικά.) Ετσι ο Χρήστος μεγάλωσε ως δίγλωσσος, με ελληνικά και γαλλικά. Σε αυτό συνέβαλε και η γαλλόφωνη γκουβερνάντα του Κλοτίλδη Πατρινού, με καταγωγή από τα Αδανα, η οποία εκτός από τη γαλλική γλώσσα, έφερε στο αθηναϊκό σπίτι και τη σοφία του μείζονος ελληνισμού της Ανατολής.
Οι δεσμοί του Λαμπράκη και η σχέση του με τη Γαλλία (με τη γλώσσα, την κουλτούρα και τους ανθρώπους της) ήταν τόσο ισχυρή, ώστε το 1995 ο πρόεδρος François Mitterrand του απένειμε το παράσημο του Αξιωματικού της Λεγεώνος της Τιμής, ενώ δέκα χρόνια αργότερα έλαβε το παράσημο του Αξιωματικού του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών. Αυτά από την République française. Από την Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε κάποια επίσημη διάκριση, αν και το όνομά του συζητήθηκε για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Από πολύ μικρή ηλικία, ο Χρήστος έδειξε ισχυρή περιέργεια για τον κόσμο, μαθαίνοντας μόνος του να γράφει και να διαβάζει. Διάβαζε τα πάντα, ακόμη και την εγκυκλοπαίδεια (και ελληνική και γαλλική), ενώ παράλληλα ανέπτυξε την αγάπη του για τη μουσική. Πήγε στο Δημοτικό στη σχολή Μακρή, όπου και γνώρισε φίλους πιστούς ως το τέλος της ζωής του, όπως τον Ανδρέα Ποταμιάνο, τον Αλέξανδρο Lantiez και τον Γιάννη Γκούμα.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ελληνες έζησαν τη σκληρή γερμανική Κατοχή από το 1941. Ο πατέρας του οργανώθηκε στην Αντίσταση σε μια ομάδα μαζί με τον Ντίνο Δοξιάδη, τον Μαρίνο Καλλιγά, τον Κώστα Οικονομίδη και τον αντιπλοίαρχο Ευγένιο Βαλασάκη, μεταξύ άλλων. Μετά την επιδρομή της γερμανικής αστυνομίας στο σπίτι του τον Φεβρουάριο του 1944, ο Μήτσος Λαμπράκης αποφάσισε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή, για να μη συλληφθεί. Η οικογένειά του τον ακολούθησε ένα μήνα αργότερα, φεύγοντας κρυφά με καΐκι από το Λαύριο προς Τσεσμέ.
Σε ηλικία 10 ετών ο Χρήστος έζησε την περιπέτεια της παρανομίας και γνώρισε τη Σμύρνη (όπου τον δάγκωσε μια μαϊμού στο ζωολογικό κήπο), τη Βηρυττό, τη Χαμάνα, την Ιερουσαλήμ και τους Αγίους Τόπους (όπου και βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό). Τον Οκτώβριο, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ο Μήτσος επέστρεψε για να συμμετάσχει στις εξελίξεις και «να φροντίσει τις εφημερίδες», όπως είπε. Τον Νοέμβριο, η Ελζα πήρε τα παιδιά και πήγαν στην Πόλη, αναζητώντας μέσον για να επιστρέψουν και αυτοί. Οπως δεν υπήρχαν τακτικά δρομολόγια, μπήκαν στο τελευταίο λαθραίο καΐκι από Τσεσμέ για Πειραιά.
Το επόμενο ταξίδι του Χρήστου Λαμπράκη στο εξωτερικό ήταν με τη μητέρα του τον Ιούλιο του 1947, στη Γενεύη, τη Ρώμη και το Παρίσι, και την επόμενη χρονιά πήγε στο Λονδίνο με την αδελφή του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948. Στο Βάμο, τόπο καταγωγής του πατέρα του, πήγε πρώτη φορά με οικογενειακούς φίλους το 1949, δεκαπεντάχρονος πλέον, και το χωριό υποδέχτηκε «τον γιο του Δημητράκη» με επισημότητα και πεντάωρο γλέντι. Το 1950 έκανε ένα ταξίδι σχεδόν τριών μηνών με τον θείο του Μιχαήλ Τσαουσόπουλο που ήταν καπετάνιος στο υπερωκεάνειο «Κυρήνεια», σε Ιταλία, Αίγυπτο, Κεϋλάνη, Ινδοκίνα και Αυστραλία, και επιστρέφοντας δημοσίευσε στα «Νέα» μια σειρά 18 άρθρων με ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Ηδη στα δεκαέξι χρόνια του ο φιλομαθής νέος είχε επισκεφθεί τέσσερις από τις πέντε ηπείρους του κόσμου.
Το 1951 ο δεκαεπτάχρονος Χρήστος αποφοίτησε από το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο Παναγιωτοπούλου-Ελευθεριάδου, έδωσε εξετάσεις για το Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά προτίμησε να εγγραφεί στη Νομική Σχολή. Ως δεκαοκτάχρονος το 1952 συνάντησε τον Bertrand Russell στην Αθήνα, και έκανε το πρώτο ταξίδι του στην Κύπρο, για να δημοσιεύσει μια σειρά έξι άρθρων για την Κύπρο, αυτή τη φορά στο «Βήμα». Δεν συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, αλλά γράφτηκε στο London School of Economics. Στο Λονδίνο μαθήτευσε δημοσιογραφικά δίπλα στον ανταποκριτή του «Βήματος» Ανδρέα Δημάκο, στέλνοντας τις δικές του ανταποκρίσεις από την καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή της πόλης, και άρχισε να σχεδιάζει τον σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής» με την Αλεξάνδρα Τριάντη.
Ούτε στο Λονδίνο κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, προς μεγάλη λύπη του. Μια οικογενειακή υπόθεση τον έφερε πίσω στην Αθήνα, όπου το 1954 ανέλαβε το εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Το 1955, στα εικοστά του γενέθλια, ο πατέρας του τού έκανε δώρο την ιδιοκτησία του εντύπου. Τον Απρίλιο του 1956 στρατεύτηκε στο Βασιλικό Ναυτικό, όπου υπηρέτησε ως τον Σεπτέμβριο του 1957. Απολύθηκε ως προστάτης οικογενείας, της μητέρας του και της ανήλικης αδελφής του, καθώς τον Αύγουστο του 1957 ο πατέρας του πέθανε από καρδιακό επεισόδιο σε ηλικία 69 ετών.
Από τον θάνατο του πατέρα του και εντεύθεν, ο Χρήστος Λαμπράκης πέρασε σε μια περίοδο παρατεταμένης πίεσης. Μέσα στο προσωπικό πένθος, κληρονόμησε, σε ηλικία 23 ετών, την παράδοση και τα έντυπα της δημοκρατικής παράταξης («δημοκρατικής» με την τότε ερμηνεία του όρου, σε διάσταση από τους βασιλικούς και τους κομμουνιστές) και ταυτόχρονα κληρονόμησε μια χρεωμένη επιχείρηση. Στο πρώτο κύριο άρθρο του στο «Βήμα» κατέγραψε την πορεία του πατέρα του και υποσχέθηκε ότι «αυτήν την δύσκολη πορεία καλούμεθα σήμερα να ακολουθήσωμε ―και θα την ακολουθήσωμε, με την ιδίαν προσήλωσιν, με την ιδίαν πίστη». Αυτή την υπόσχεση την τήρησε στο ακέραιο.
Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής προσπάθησε να επωφεληθεί πολιτικά από την απειρία του νεαρού εκδότη, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ο Λαμπράκης είχε και τη θέληση, και την αποφασιστικότητα και τη συγκρότηση για να αντεπεξέλθει στις δοκιμασίες, και ταυτόχρονα στα πρώτα του βήματα είχε και τη στήριξη των φίλων και συνεργατών του πατέρα του. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στον Πρόδρομο-Μποδοσάκη Αθανασιάδη, ο οποίος βοήθησε τον Χρήστο Λαμπράκη ώσπου να κατορθώσει αυτός να ορθοποδήσει οικονομικά και να μπορέσει να τον ξεπληρώσει μέχρι τελευταίας χρυσής λίρας.
Ο Λαμπράκης διατήρησε την ηθική και πολιτική γραμμή του «Συγκροτήματος» και, όταν το 1962 η δημοκρατική παράταξη απέκτησε έναν νέον εκφραστή στο κόμμα της Ενώσεως Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, το «Βήμα» και τα «Νέα» τον στήριξαν στις εκλογικές διαδικασίες, στη διαμάχη του με τον Βασιλιά και στην αποστασία του 1965, ιδίως για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Στη δικτατορία που ακολούθησε τον Απρίλιο 1967, ο Λαμπράκης κατέφυγε κρυπτόμενος σε φιλικά σπίτια για να μη συλληφθεί, και τα κατάφερε για δυο μήνες. Τον Ιούνιο 1967 συνελήφθη στο σπίτι της Δόρας Στράτου και φυλακίστηκε σε απομόνωση στο Γουδί και μετά στο Μαρούσι, εξορίστηκε στη Φολέγανδρο και τη Σύρο, και απελευθερώθηκε τον Δεκέμβριο. Συνελήφθη ξανά δύο φορές τον Ιανουάριο 1968, πέρασε εικονικό στρατοδικείο, και τον Μάιο βραβεύτηκε από τη Διεθνή Συνομοσπονδία Εκδοτών με την Χρυσή Πέννα Ελευθερίας. Τον Νοέμβριο του 1973, στη δικτατορία Ιωαννίδη, προσήχθη βιαίως στο Πεντάγωνο μαζί με άλλους εκδότες, και τον Ιανουάριο 1974 απήχθη από το καθεστώς και υπέστη εικονική εκτέλεση.
Στη διάρκεια της δικτατορικής επταετίας ο Λαμπράκης δεν έκλεισε τις εφημερίδες, γιατί έπρεπε να οργανωθεί η αντίδραση στην ανωμαλία, και γιατί οι εργαζόμενοι του «Συγκροτήματος» έπρεπε κάπως να επιβιώσουν («Δεν πιστεύω στην αυτοκτονία», ήταν το σχόλιό του όταν ρωτήθηκε σχετικά). Απλώς όσο διήρκεσε η προληπτική λογοκρισία δεν πήγε στο γραφείο του και, όπως η χούντα του είχε αφαιρέσει το διαβατήριο, ταξίδεψε πολύ μέσα στην Ελλάδα.
Η μέριμνα για το προσωπικό του «Συγκροτήματος», που ήταν ένα είδος ευρύτερης οικογένειας για αυτόν, ήταν πραγματική και διαρκής. Μπορεί ολίγιστοι εργαζόμενοι να τον είχαν δει ως το 1991 (παραμένει παροιμιώδης η πραγματική ιστορία του κλητήρα που δεν τον άφηνε να μπει στο γραφείο του γιατί δεν τον γνώριζε, και ο πάντα ευγενής Χρήστος περίμενε να έλθει κάποιος παλαιότερος για να του ανοίξει), αλλά όποτε μάθαινε για ένα πρόβλημα υγείας στους εργαζόμενους ή στην οικογένειά τους, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να βοηθήσει.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Λαμπράκης συνάντησε ξανά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Οι δύο άνδρες δεν έγιναν ποτέ φίλοι, αλλά απέκτησαν μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης. Ο Λαμπράκης ενεπλάκη ενεργά (αν και αφανώς) στο δημοψήφισμα του 1974 κατά της Βασιλείας, και οι εφημερίδες του δεν βρήκαν κάποιον εκφραστή της συνέχειας της δημοκρατικής παράταξης, ώσπου τα «Νέα» άρχισαν να στηρίζουν τον Ανδρέα Παπανδρέου και το «Βήμα» διατήρησε για αρκετό καιρό ουδέτερη στάση.
Ο Χρήστος Λαμπράκης παρέμεινε ένας ισχυρός πολιτικός παράγων ως το τέλος της ζωής του, συνεπικουρούμενος στα εκδοτικά του καθήκοντα κυρίως από τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, ο οποίος γνώριζε ακριβώς ποια είναι η δημοκρατική παράταξη και ποιες οι ηθικές και πολιτικές αξίες του «Συγκροτήματος». Όμως ο Λαμπράκης είχε ισχυρή άποψη και για τον πολιτισμό, και προσπάθησε να προσφέρει στο μορφωτικό και πολιτισμικό επίπεδο της χώρας, όχι απλώς μέσω των εφημερίδων αλλά και με το περιοδικό «Εποχές» στη δεκαετία του 1960, και στη συνέχεια με τη δημιουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ένα όραμα που ξεκίνησε το 1953 και ολοκληρώθηκε το 1991 ― τον ίδιο μήνα που συστήθηκε και το Ίδρυμα Λαμπράκη για να βοηθήσει στην απόκτηση ευρωπαϊκής και ανθρωπιστικής παιδείας από όλους τους Έλληνες.
Η ακατάπαυστη ενασχόληση του Λαμπράκη με τα κοινά από το 1957 δεν ήταν δίχως κάποιο τίμημα. Πρώτα, ήταν ο περιορισμός της προσωπικής του ζωής: αν και ερωτευμένος σε νεαρή ηλικία δεν κατόρθωσε να κάνει οικογένεια, καθώς η μητέρα του τον απέτρεψε από το να παντρευτεί ώσπου να εξασφαλίσει την οικογενειακή επιχείρηση ― και όταν το κατόρθωσε ήταν πια αργά, η επιθυμητή νύφη είχε ξεκινήσει άλλη ζωή. Ύστερα, ήταν ο περιορισμός της καλλιτεχνικής του φύσης: δεν ασχολήθηκε δημοσίως με τις τέχνες (ιδίως με την αγαπημένη του μουσική) ως δημιουργός αλλά ως αποδέκτης και μεσάζων (μοναδική εξαίρεση ήταν το λιμπρέτο που έγραψε για την όπερα «Ελένη» το 1993). Τέλος, το βαρύτερο τίμημα ήταν η παραμέληση της υγείας του που τον οδήγησε επανειλημμένα στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε τη Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009.
Οταν ο άνθρωπος εξέλιπε αρχίσαμε να διακρίνουμε την ουσιαστική σημασία που είχε ο Χρήστος Λαμπράκης για τη δημόσια ζωή του τόπου. Μπορούμε τώρα να συνεκτιμήσουμε και τη συναρπαστική ζωή που είχε, και να καταλάβουμε καλύτερα πώς αυτός ο άνθρωπος, με την δύναμη της προσωπικότητάς του και την «καθολική καλλιέργεια και καθολική περιέργεια», έκανε τη ζωή όλων μας καλύτερη.
Αυτή είναι η τελική μορφή της ομιλίας που δόθηκε στο Μουσείο Μπενάκη στις 23 Φεβρουαρίου 2024 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων με γενικό τίτλο «Χρήστος Λαμπράκης: 90 Χρόνια».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News