866
| Shutterstock

Τεστ αίματος και βιοδείκτες «αποκαλύπτουν» το Αλτσχάιμερ

Protagon Team Protagon Team 15 Φεβρουαρίου 2024, 14:32
|Shutterstock

Τεστ αίματος και βιοδείκτες «αποκαλύπτουν» το Αλτσχάιμερ

Protagon Team Protagon Team 15 Φεβρουαρίου 2024, 14:32

Ενα σημαντικό βήμα για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάμιερ, δέκα και πλέον χρόνια πριν την εκδήλωση της, έγινε με τον εντοπισμό μιας απλής εξέτασης αίματος που ανοίγει νέους ορίζοντες για την αντιμετώπισή της. Εβδομάδες μετά την ελπιδοφόρα αυτή είδηση, τα θετικά νέα εμπλουτίζονται με περισσότερες ανακαλύψεις που αφορούν στον εντοπισμό συγκεκριμένων βιολογικών δεικτών που προβλέπουν τα… μελλούμενα.

Στο ερευνητικό μικροσκόπιο μπήκαν, σύμφωνα με τον Guardian, δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν από περισσότερους από 50.000 υγιείς εθελοντές οι οποίοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα UK Biobank (βιοτράπεζα της Βρετανίας).

Στο πλαίσιο αυτό εντοπίστηκαν μοτίβα τεσσάρων πρωτεϊνών που φαίνεται να λειτουργούν ως προγνωστικό εργαλείο για την εμφάνιση της άνοιας γενικά, αλλά ειδικότερα της νόσου Αλτσχάιμερ και της αγγειακής άνοιας. Μάλιστα, όταν τα δεδομένα αυτά συνδυάστηκαν με συμβατικούς παράγοντες κινδύνου (όπως η ηλικία, το φύλο, η εκπαίδευση κ.ά.), το πρωτεϊνικό προφίλ επέτρεψε στους ερευνητές να προβλέψουν την άνοια με εκτιμώμενη ακρίβεια 90%, σχεδόν 15 χρόνια πριν οι άνθρωποι λάβουν κλινική διάγνωση της νόσου.

Πλέον, το βρετανικό Σύστημα Υγείας (NHS) βρίσκεται σε ετοιμότητα, έως ότου τα διαγνωστικά αυτά τεστ να είναι στη διάθεση των γιατρών. Πιθανολογείται ότι θα αποτελέσουν «game changer» στην αντιμετώπιση της άνοιας, που σήμερα… κλέβει τη μνήμη 55 εκατ. ανθρώπων παγκοσμίως. Από αυτούς, το 70% πάσχει από Αλτσχάιμερ, ενώ η αγγειακή άνοια, που προκαλείται από βλάβη των αιμοφόρων αγγείων, συνιστά το 20% των περιπτώσεων. Οι ίδιες προβλέψεις, δε, κάνουν λόγο για 78 εκατομμύρια ασθενείς μέχρι το 2030.

Οπως υπενθυμίζει ο Guardian, η έγκαιρη επιβεβαίωση της νόσου αποτελεί προϋπόθεση για να επωφεληθούν οι ασθενείς από δυο νέα φάρμακα για το Αλτσχάιμερ (τη λεκανεμάμπη και τη δονανεμάμπη), τα οποία βρίσκονται υπό εξέταση από τη βρετανική ρυθμιστική αρχή φαρμάκων. Εφόσον αδειοδοτηθούν, το Εθνικό Ινστιτούτο Αριστείας Υγείας και Φροντίδας (NICE) θα εξετάσει τη σχέση κόστους-οφέλους,  προτού αποφασίσει αν και με ποια κριτήρια θα διατεθούν στο NHS.

Είναι η εξέταση αίματος η λύση στην εξίσωση;

Από τότε που η λεκανεμάμπη –θεραπεία αντισωμάτων για την επιβράδυνση της νόσου Αλτσχάμιερ, που δημιουργήθηκε από τις εταιρείες Biogen στις ΗΠΑ και Eisai στην Ιαπωνία– έγινε πρώτο θέμα στην ειδησιογραφία μέσα στο 2022, γιατροί και ιατρικές φιλανθρωπικές οργανώσεις εστίασαν στα εμπόδια.

Αυτό διότι τα συμπεράσματα των κλινικών δοκιμών έδειξαν πως ωφελούνται αποκλειστικά οι ασθενείς που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο της νόσου (ήπια νοητική υστέρηση ή πρώιμη άνοια). Αυτό, όμως, μπορεί να διαπιστωθεί μόνο με εξιδεικευμένες εξετάσεις, όπως είναι η οσφυονωτιαία παρακέντηση και η τομογραφία ΡΕΤ. Την ίδια ώρα, η Alzheimer’s Research UK εκτιμά ότι μόνο το 2% των επιλέξιμων ασθενών λαμβάνουν τέτοιου είδους εξετάσεις.

Ακόμη όμως και αν η αιματολογική εξέταση είναι το «κλειδί» για ταχεία διάγνωση, οι προκλήσεις δεν σταματούν. «Τα νέα φάρμακα πρέπει να εγχέονται στους ασθενείς κάθε δύο εβδομάδες. Και λόγω των σοβαρών και δυνητικά θανατηφόρων παρενεργειών, εκείνοι που τα λαμβάνουν χρειάζεται να υποβάλλονται τακτικά σε μαγνητικές τομογραφίες για πιθανό οίδημα ή αιμορραγία στον εγκέφαλο» υπογραμμίζεται στο ίδιο δημοσίευμα του Guardian.

Τέσσερα σημαντικά κομμάτια του «παζλ»

Για τη διεξαγωγή της νέας μελέτης συλλέχθηκαν δείγματα αίματος από 52.645 υγιείς ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το βιολογικό υλικό καταψύχθηκε μεταξύ 2006 και 2010, και αναλύθηκε 10 έως 15 χρόνια αργότερα. Στο μεσοδιάστημα περισσότεροι από 1.400 συμμετέχοντες εμφάνισαν άνοια.

Οι ερευνητές, με σύμμαχο την Τεχνητή Νοημοσύνη, αναζήτησαν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ περίπου 1.500 πρωτεϊνών και της εμφάνισης άνοιας χρόνια αργότερα. Οπως σημειώνουν στα συμπεράσματα της μελέτης τους, που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Nature Aging, τέσσερις πρωτεΐνες (οι Gfap, Nefl, Gdf15 και Ltbp2) ήταν παρούσες σε ασυνήθιστα επίπεδα μεταξύ εκείνων που εμφάνισαν άνοια από κάθε αιτία – δηλαδή νόσο Αλτσχάιμερ ή αγγειακή άνοια.

Συνεπώς, τα υψηλότερα επίπεδα των πρωτεϊνών αποτελούσαν προειδοποιητικά σημάδια της νόσου. Για παράδειγμα, οι συμμετέχοντες  με αυξημένα επίπεδα Gfap είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια σε σχέση με τα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα.

Αντίστοιχα, μια άλλη πρωτεΐνη του αίματος, η Nefl, συνδέεται με βλάβη των νευρικών ινών, ενώ υψηλότερη από το φυσιολογικό Gdf15 μπορεί να εμφανιστεί μετά από βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου.

Υπό τις νέες αυτές ανακαλύψεις οι ερευνητές, όπως αναφέρει ο Guardian, βρίσκονται σε επικοινωνία με εταιρείες για την ανάπτυξη τέτοιων τεστ, εντούτοις το κόστος της εξέτασης θα πρέπει να μειωθεί για να καταστεί βιώσιμο.

Οι εξελίξεις εντός των συνόρων

Πρόσφατα ξεκίνησε στην Ελλάδα η διάθεση ενός ραδιοφαρμάκου που χρησιμοποιείται ως βιοδείκτης στη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ.  Οταν χορηγείται στον ασθενή, στοχεύει και προσκολλάται στις πλάκες β-αμυλοειδούς του εγκεφάλου, οι οποίες αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό της νόσου, και συνεπακόλουθα… αποκαλύπτονται.

Πιο συγκεκριμένα, η ακτινοβολία που εκπέμπεται μετά την προσκόλλησή του φαρμάκου στις πλάκες είναι ορατή στην τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET), γεγονός που επιτρέπει στους γιατρούς να απεικονίσουν την ύπαρξη ή όχι σημαντικής ποσότητας πλακών β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο. Εντούτοις, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν τα αποτελέσματα είναι θετικά (τα απεικονιστικά αποτελέσματα, δηλαδή, συνηγορούν ότι υπάρχει πρόβλημα μνήμης), οι γιατροί πρέπει να συνδυάζουν τις τομογραφίες με κλινική αξιολόγηση.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι έως πρότινος οι πλάκες αυτές μπορούσαν να διαπιστωθούν μόνο με εξέταση του εγκεφάλου μετά τον θάνατο του ασθενή ή να ανιχνευθούν έμμεσα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό έπειτα από παρακέντηση στη σπονδυλική στήλη (οσφυονωτιαία).

Μάλιστα, μια ακόμα σχετική διεθνής μελέτη (IDEAS) έδειξε πως με τη μέθοδο αυτή εντοπίζεται η ύπαρξη αμυλοειδών πλακών πολύ πρώιμα – έως και 10 χρόνια πριν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων της νόσου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...