Στην ακτινογραφία της Παιδείας μας που παρουσίασε στο Protagon η Ρέα Βιτάλη είδαμε να παρελαύνει μια μεγάλη σειρά υπουργών από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, πολλοί από τους οποίους συνέδεσαν ή προσπάθησαν να συνδέσουν το όνομά τους με κάποια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μόνο που τις περισσότερες φορές η μεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε δεν αποτελούσε απάντηση σε κάποιο προσεκτικά διαπιστωμένο και αναλυμένο πρόβλημα με επεξεργασμένες λύσεις, αλλά σε κάποιο υποθετικό, κατά το μάλλον ή ήττον, πρόβλημα, που συχνά αποτελούσε επιβίωμα από το παρελθόν. Δανείζομαι αυτόν τον όρο από τη λαογραφία του 19ου αιώνα, αλλάζοντας ωστόσο το πεδίο αναφοράς του.
Η ιδέα του επιβιώματος, που εισήγαγε ο Ε.Β. Taylor, είναι με απλά λόγια (ακολουθώντας την Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος) η εξής: καθώς οι κοινωνίες μετασχηματίζονται με τις μεταβολές της τεχνολογίας, της οικονομίας και της κουλτούρας, ορισμένα στοιχεία του πολιτισμού διατηρούνται και στη σύγχρονη ζωή, αν και έχουν εκλείψει οι όροι που δικαιολογούσαν την ύπαρξή τους, χάρη στη δύναμη της συνήθειας και στη συντηρητικότητα των λαών. Τα στοιχεία αυτά ονομάζονται επιβιώματα (survivals).
Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι κατ’ ανάλογο τρόπο, διάφορες προτάσεις πολιτικής, όσο και πολιτικές συμπεριφορές που εμφανίζονται κάθε τόσο στη χώρα μας, αποτελούν οι ίδιες ή στηρίζονται σε επιβιώματα πολιτικών αναλύσεων και προτάσεων από προηγούμενες δεκαετίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν διάφορες προτάσεις πολιτικής σχετικά με την Παιδεία, όπως είναι ο «αυτόνομος ρόλος του λυκείου», η «αναβάθμιση του ρόλου του λυκείου» με τον υπολογισμό του βαθμού του για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια και τον περιορισμό της βαρύτητας των πανελλαδικών εξετάσεων και, τέλος, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Πράγματι, ο «αυτόνομος ρόλος του λυκείου» (ώστε να μην αποτελεί προθάλαμο των ΑΕΙ), αν λάβουμε υπόψη τη μορφή της οικονομίας και τους τομείς απασχόλησης, είχε νόημα μέχρι τη δεκαετία του 1970. Η κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων αποτελούσε προεκλογική υπόσχεση του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του 1981 και η «αναβάθμιση του ρόλου του λυκείου» δοκιμάστηκε από τον Γεράσιμο Αρσένη το 1999-2000, με σταδιακή αναίρεση όλων των βασικών μέτρων στη συνέχεια.
Οσο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, η σχετική πρόταση φαίνεται να αποτελεί κυβερνητική επιλογή για την ενίσχυση του ιδεολογικού της στίγματος, και όχι πολιτική με στόχο της αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις σημερινές συνθήκες.
Πράγματι, αρχίζοντας από τον αριθμό των πιθανών ελλήνων φοιτητών, τα μεγάλα κύματα φυγής για προπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό υπήρχαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, με κύρια κατεύθυνση την Ιταλία. Οταν έγινε η μεταρρύθμιση του Γεράσιμου Αρσένη, όπου για λίγα χρόνια οι μαθητές έπρεπε να εξετάζονται πανελλαδικά σε πολλά μαθήματα, σημειώθηκε μια πρόσκαιρη ροή προς τη Βρετανία. Τότε, λοιπόν, θα είχε κάποιο νόημα η συζήτηση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Τώρα όμως;
Σήμερα, όσοι πηγαίνουν από Ελλάδα για προπτυχιακές σπουδές στη Βρετανία και στις ΗΠΑ επιλέγουν συνήθως πιο γνωστά πανεπιστήμια και δεν είναι πιθανό να προτιμούσαν αντί γι’ αυτά ένα παράρτημα ξένου πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Το ίδιο, και σε μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει στην περίπτωση των φοιτητών που πηγαίνουν για μεταπτυχιακές σπουδές στα «καλά» ξένα πανεπιστήμια. Επιπλέον, δεν πρέπει να αγνοείται η υπογεννητικότητα, που έχει οδηγήσει σε μεγάλη μείωση του αριθμού των μαθητών λυκείου σε σχέση με λίγες δεκαετίες πριν.
Ως προς την πιθανότητα προσέλκυσης φοιτητών από άλλες χώρες, οι μουσουλμάνοι δεν έχουν λόγο να μην πάνε στο Κατάρ, όπου γίνονται τεράστιες επενδύσεις στην εκπαίδευση, το Ισραήλ έχει πολύ καλά πανεπιστήμια, και οι βαλκανικές χώρες καλύπτουν ήδη τη δική τους ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ετσι, απομένει η Κύπρος.
Οσο για τις διεθνείς τάσεις, στις ΗΠΑ παρατηρείται μια συνεχής μείωση του αριθμού των προπτυχιακών σπουδαστών από το 2010 μέχρι σήμερα, η οποία έφθασε το 21%. Μόνο μεταξύ των ετών 2019 και 2023 ο αριθμός των προπτυχιακών φοιτητών έπεσε σχεδόν κατά 9%. Αντίθετα, ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών έμεινε σχεδόν σταθερός, σημειώνοντας μικρή αύξηση.
Βασικές αιτίες για αυτή την πτώση θεωρούνται η μείωση των γεννήσεων, η αύξηση των διδάκτρων, η επίπτωση της πανδημίας και οι νέες τάσεις στη σχέση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Μάλιστα, η μείωση των φοιτητών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι πολύ μεγαλύτερη σε ποσοστό σε σχέση με τα δημόσια. Επίσης, μικρή μείωση στον αριθμό των φοιτητών εμφανίζεται και στη Γερμανία.
Οταν, όμως, αναφερόμαστε στις διεθνείς τάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη και ένα στοιχείο που δεν υπήρχε τα παλαιότερα χρόνια. Αυτό είναι η τεράστια αύξηση online εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που παράγονται από πολλά πανεπιστήμια, όσο και μεμονωμένα θέματα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο και προέρχονται από πολλές πηγές. Ηδη, πολλοί φοιτητές ανατρέχουν σε αυτά για να καλύψουν τα όποια κενά δημιουργούνται στις σπουδές τους.
Ηδη μπορεί κάποιος να κάνει πλήρεις μεταπτυχιακές σπουδές εξ αποστάσεως, και είναι λογικό να αναμένεται ότι σε λίγα χρόνια αυτό θα είναι εφικτό και στις προπτυχιακές σπουδές σε πολλά αντικείμενα. Μάλιστα, η τάση αυτή συμβαδίζει με τις διαφαινόμενες επιλογές στο εσωτερικό της γενιάς Ζ, που δεν δίνει μεγάλη αξία σε σπουδές και καριέρα.
Ετσι, βλέπουμε να διαχωρίζεται η πανεπιστημιακή εκπαίδευση από την επαγγελματική κατάρτιση, η οποία τείνει να υπερισχύσει. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, και από το γεγονός που παρουσιάστηκε στο Protagon, ότι σημαντικό ποσοστό των φοιτητών του Deree είναι ταυτόχρονα φοιτητές σε ελληνικά ΑΕΙ.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε την υποχρηματοδότηση των ελληνικών δημοσίων πανεπιστημίων από το κράτος, η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ίδρυση και άλλων πανεπιστημίων, ακόμα και μη κρατικών, αλλά πιθανότατα αυτά θα απορροφήσουν και ένα μέρος των κρατικών δαπανών για την Παιδεία.
Επίσης, δεν είναι λιγότερο σημαντικό το ζήτημα των κριτηρίων εισαγωγής φοιτητών, το οποίο πρέπει να είναι ενιαίο για κρατικά και μη κρατικά πανεπιστήμια. Λαμβάνοντας υπόψη τις χαμηλές επιδόσεις όσων μαθητών δεν εισάγονται στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ, εάν επιλεχθεί μια μέθοδος διαφορετική από τις Πανελλαδικές, που θα χαλαρώνει τα κριτήρια εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της στάθμης των εισαγομένων φοιτητών. Ετσι, προστίθεται ένα ακόμη αρνητικό στην όλη πολιτική υπέρ των μη κρατικών πανεπιστημίων στη σημερινή συγκυρία, αρνητικό με γενικότερες επιπτώσεις στην ποιότητα της δευτεροβάθμιας αλλά και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι, αν περάσουμε από τη θεωρητική συζήτηση υπέρ ή κατά των μη κρατικών πανεπιστημίων στα δεδομένα της σημερινής κατάστασης του χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, και συνυπολογίζοντας τις διαφαινόμενες γενικότερες διεθνείς τάσεις, αλλάζει εντελώς το τοπίο.
Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων (και μάλιστα με την προσπάθεια να ξεπεραστούν οι περιορισμοί που επιβάλλει το άρθρο 16 του Συντάγματος) όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τα σημαντικά προβλήματα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά αποπροσανατολίζει. Επομένως, κρίνοντας με όρους ουσιαστικής πολιτικής, η συζήτηση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια στη σημερινή συγκυρία θυμίζει τη διαμάχη περί όνου σκιάς στα Αβδηρα: υπήρχε όντως θέμα, αλλά ήσσονος σημασίας.
Οσο για τις καταλήψεις, αυτές κι αν είναι επιβιώματα από το παρελθόν!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News