Η αυστριακή δημοσιογράφος Αλεξάντρα Φέντερλ-Σμιτ είναι η υποδιευθύντρια της βαυαρικής εφημερίδας Süddeutsche Zeitung ( SZ). Μέχρι το 2020 ήταν η ανταποκρίτριά της στο Ισραήλ, ενώ προηγουμένως ήταν αρχισυντάκτρια και συνεκδότρια της Der Standard, η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της εμβληματικής αυστριακής εφημερίδας που κατέλαβε αυτή τη θέση. Με λίγα λόγια έχει ένα εξαιρετικό βιογραφικό.
Από τα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, όμως, βρίσκεται στον πυρήνα ενός δημοσιογραφικού σκανδάλου που προκάλεσε την έναρξη ενός ευρέος και σοβαρού διαλόγου, καθώς αφορά ένα κρίσιμο ζήτημα, τα νόμιμα όρια ελέγχου των δημοσιογράφων.
Ολα άρχισαν όταν το Medieninsider, ένα ψηφιακό γερμανικό περιοδικό που εστιάζει στην εγχώρια και στη διεθνή δημοσιογραφική σκηνή, την κατηγόρησε για λογοκλοπή. Και τελείωσαν με μια εσωτερική έρευνα στη Süddeutsche Zeitung, στο πλαίσιο της οποίας ελέγχθηκαν οι διαδικτυακές επικοινωνίες των δημοσιογράφων της εφημερίδας, με πολλούς στη Γερμανία να κάνουν λόγο για «θεραπεία χειρότερη από την ασθένεια», όπως συνοψίζει σε εκτενές ρεπορτάζ της η Ελενα Τεμπάνο της Corriere della Sera.
Οι κατηγορίες περί λογοκλοπής
«Εαν η παραγωγή άρθρων αποτελούσε κριτήριο της ποιοτικής δημοσιογραφίας, θα ήταν δύσκολο να συμβαδίσει κανείς με την Αλεξάντρα Φέντερλ-Σμιτ. Η δημοσιογράφος παράγει άρθρα όπως κανένας άλλος στη συντακτική ομάδα της Süddeutsche Zeitung. Αυτό είναι αξιοσημείωτο γιατί δεν είναι μόνο υπεύθυνη για τις ειδήσεις, αλλά επιφορτίζεται, ως υποδιευθύντρια και με πολλά άλλα καθήκοντα. Ωστόσο τα κείμενά της είναι περιζήτητα στην παρούσα φάση. Ως πρώην ανταποκρίτρια στο Ισραήλ και στα Παλαιστινιακά Εδάφη, θεωρείται ειδικός όσον αφορά τα γεγονότα στο Ισραήλ και τη Γάζα από την 7η Οκτωβρίου και έπειτα. Εκτοτε δημοσιευόταν τουλάχιστον ένα δικό της κείμενο καθημερινά, επίδοση που δεν πέρασε απαρατήρητη.
Στους εκδοτικούς κύκλους περιγράφεται ως “γραφομηχανή”», έγραψε, μάλλον πικρόχολα το Medieninsider την 18η Δεκεμβρίου, υποστηρίζοντας ότι είχε «ανακαλύψει ορισμένες ανωμαλίες στα άρθρα της υποδιευθύντριας της Süddeutsche Zeitung που εγείρουν τουλάχιστον αμφιβολίες σχετικά με την ορθή διαχείριση των πηγών και την επαγγελματική δεοντολογία. Εντυπωσιακές ομοιότητες με δημοσιεύματα σε άλλα έντυπα, περιλαμβανομένης και της Die Welt του ομίλου Springer. Στα δημοσιεύματα της Φόντερλ-Σμιτ, για παράδειγμα, υπάρχουν τμήματα που εμφανίζονται επίσης σε κείμενα και άρθρα που δεν είναι δικά της ούτε προέρχονται από τη Süddeutsche Zeitung. Τα αποσπάσματα μοιάζουν πολύ, μερικές φορές ακόμη και λέξη προς λέξη.
Συγκεκριμένα, το Medieninsider έχει στη διάθεσή του τρία δημοσιεύματα από τις τελευταίες εβδομάδες στις οποίες, με τη βοήθεια ενός λογισμικού ανίχνευσης λογοκλοπής κατέστη δυνατός ο εντοπισμός ομοιοτήτων με άλλα κείμενα σε έντεκα σημεία. Αυτά τα τμήματα ταξινομήθηκαν γενικά από το λογισμικό ως «ελαφρώς» ή “μερικώς αντιγραμμένα”, σε μια περίπτωση ακόμη και ως “ακριβής” αντιγραφή».
Μεταξύ των κειμένων αποσπάσματα των οποίων ιδιοποιήθηκε η Αλεξάντρα Φέντερλ-Σμιτ δίχως, όμως, να αναφέρει την πηγή τους, περιλαμβάνεται και μια έκθεση για το πολιτικό Ισλάμ που δημοσιεύτηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Αγωγή του Πολίτη το 2017. «Δεν πρόκειται για πνευματικές συνεισφορές άλλων συγγραφέων, όπως σε δοκίμια, εκθέσεις ή σχόλια. Πρόκειται για συγκεκριμένες περιγραφές και ορισμούς. Για να περιγράψω την ιδεολογία της Χαμάς, για παράδειγμα, επικαλούμαι τη Χάρτα της Χαμάς και μεταφράζω μερικά αποσπάσματα στα γερμανικά», ανέφερε η ίδια σχετικά, μιλώντας στην Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Σε κείμενά της εντοπίστηκαν επίσης αποσπάσματα στα οποία παραθέτει δηλώσεις ειδικών ή οργανισμών σε άλλες εφημερίδες, δίχως, ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, να αναφέρει την πηγή, ενώ αντέγραψε αυτούσιο και ένα απόσπασμα από τον ιστότοπο του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου. «Πρόκειται για ένα εγκυκλοπαιδικό περιεχόμενο που δεν διεκδικεί μια συγκεκριμένη δημοσιογραφική πρωτοτυπία αλλά στοχεύει στο να εξηγηθεί ένα γεγονός ή ένας όρος με τον πιο ακριβή και κατανοητό τρόπο. Προσπαθώντας να εξηγήσω μια εβραϊκή γιορτή σε περιορισμένο διάστημα, ενδέχεται να αντέγραψα υπερβολικά κατά λέξη από μια πηγή. Το μετανιώνω», είπε η Φέντερλ-Σμιτ, αναφερόμενη σε αυτό το τελευταίο περιστατικό.
«Στο πλαίσιο της ιταλικής δημοσιογραφικής κουλτούρας αυτά θα χαρακτηρίζονταν ως πταίσματα», γράφει η Ελένα Τεμπάνο. Στη Γερμανία, ωστόσο, η 53χρονη δημοσιογράφος επικρίθηκε έντονα, ειδικά από δεξιές και συντηρητικές εφημερίδες (η Süddeutsche Zeitung, η οποία ισχυρίζεται ότι φιλοδοξεί να προσφέρει την «καλύτερη δημοσιογραφία στον γερμανόφωνο κόσμο», έχει κεντροαριστερό προσανατολισμό). Ωστόσο το σκάνδαλο πήρε διαστάσεις, κυρίως λόγω όλων όσα ακολούθησαν στη συνέχεια.
Η σύσκεψη της συντακτικής ομάδας
Την 20η Δεκεμβρίου, δύο μέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Medieninsider, πραγματοποιήθηκε μια σύσκεψη της συντακτικής ομάδας της Süddeutsche Zeitung στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από εκατό δημοσιογράφοι. Και πάλι το Medieninsider εξιστόρησε όλα τα καθέκαστα, εξηγώντας ότι «η συμμετοχή στη σύσκεψη ήταν πολύ μεγάλη και επειδή αναμενόταν πως και οι διευθυντές θα σχολίαζαν το θέμα για πρώτη φορά».
Τόσο ο Βόλφγκανγκ Κραχ όσο και η Γιούντιτ Βίτβερ που διευθύνουν από κοινού τη βαυαρική εφημερίδα, υπερασπίστηκαν την υποδιευθύντριά τους. Συγκεκριμένα ο Βόλφγκανγκ Κραχ περιέγραψε τα άρθρα σχετικά με την υπόθεση ως «επιθέσεις» κατά της Süddeutsche Zeitung, κάνοντας λόγο για «εκστρατεία» της δεξιάς και δηλώνοντας αγανακτισμένος από τη «δυσφήμιση».
Αναζητώντας το βαθύ λαρύγγι
Ομως το δεύτερο άρθρο του Medieninsider με τις λεπτομέρειες της σύσκεψης, θορύβησε ακόμη περισσότερο τη διεύθυνση της Süddeutsche Zeitung, η οποία την 30η Ιανουαρίου συγκάλεσε τους δημοσιογράφους της σε νέα, έκτακτη, σύσκεψη για το ζήτημα. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, σύμφωνα πάντα με το Medieninsider, «η διευθύντρια Γιούντιτ Βίτβερ μίλησε γενικά για “παραβίαση εμπιστοσύνης” ενώ ο Βόλφγκανγκ Κραχ είπε ότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη σε ολόκληρη τη συντακτική ομάδα. Δήλωσε ότι δεν μπορεί πλέον να λέει αυτό που σκέφτεται».
Ο Κραχ παραπονέθηκε επίσης για την υποτιθέμενη ύπαρξη ενός «βαθιού λαρυγγιού» που διέρρεε εμπιστευτικές πληροφορίες. Σε αυτό το πλαίσιο αποκαλύφθηκε πως η διεύθυνση της εφημερίδας είχε προβεί στον έλεγχο των επικοινωνιών των συντακτών της, για να ανακαλύψει ποιος είχε διαρρεύσει όλα όσα είχαν συζητηθεί στην προηγούμενη σύσκεψη.
«Εάν κατασκοπεύεται ο πυρήνας μιας συντακτικής ομάδας, δεν μπορούμε να το δεχτούμε, αυτό καταστρέφει τα θεμέλια της δουλειάς μιας συντακτικής ομάδας», είπε στο Spiegel ο Βόλφγκανγκ Κραχ. «Δεν ελέγξαμε προσωπικούς λογαριασμούς ή το περιεχόμενο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή τηλεφωνικών κλήσεων», πρόσθεσε. Σύμφωνα με το Spiegel «η έρευνα ήταν ανεπιτυχής και τελείωσε το 2023».
Η ανησυχία για την ελευθερία των δημοσιογράφων
Η εσωτερική έρευνα, ωστόσο, προκάλεσε ακόμη περισσότερες συζητήσεις από τις κατηγορίες για λογοκλοπή. «Αυτό που κάνουν οι διευθυντές της Süddeutsche είναι πιο επιζήμιο για την εμπιστοσύνη από όσο ένας υποτιθέμενο ή πραγματικό “βαθύ λαρύγγι”», έγραψε στο Threads ο Αντον Ράινερ, αναπληρωτής αρχισυντάκτης του πολιτιστικού τμήματος του Spiegel.
Δριμεία κριτική ασκήθηκε και από την Bild, ένα ταμπλόιντ που βρίσκεται στους αντίποδες, τόσο ιδεολογικά όσο και υφολογικά, της Süddeutsche Zeitung και που στην προκειμένη περίπτωση δεν δυσκολεύτηκε να την κατηγορήσει για δύο μέτρα και δύο σταθμά: «Η προστασία των πηγών είναι το δικαίωμα των δημοσιογράφων να κρατούν μυστικούς τους πληροφοριοδότες τους […] Πρόκειται για μια αρχή της δημοσιογραφία. Η Süddeutsche Zeitung συχνά το επισημαίνει αυτό και υποστηρίζει τους “whistleblowers” […] Στην προκειμένη περίπτωση, προφανώς, το βλέπουν διαφορετικά».
Και οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα της Γερμανίας έκρουσαν επίσης τον κώδωνα του κινδύνου σε μια ανάρτησή τους για την «προστασία των πηγών». Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την περίπτωση οι πηγές δεν είναι αυτές των δημοσιογράφων της Süddeutsche Zeitung, αλλά μάλλον οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας που θα μπορούσαν να λειτουργούν ως πηγές για άλλες εφημερίδες.
Η αντίδραση της Süddeutsche Zeitung
Στη συνέχεια, η Süddeutsche Zeitung δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο αιτιολογεί την απόφασή της περί ελέγχου των επικοινωνιών των δημοσιογράφων της, ανακοινώνοντας συγχρόνως μια σειρά από αντίμετρα: «Στη σύσκεψη της συντακτικής ομάδας την 20η Δεκεμβρίου 2023 συζητήσαμε τα δημοσιογραφικά μας πρότυπα αφού ένα δημοσίευμα του Medieninsider κατηγόρησε την αναπληρώτρια διευθύντρια της Süddeutsche Zeitung Αλεξάντρα Φέντερλ-Σμιτ ότι δεν διαχειρίζεται σωστά τις πηγές. Το δημοσιογραφικό απόρρητο εγγυάται ευρεία προστασία του συντακτικού προσωπικού από εξωτερική πρόσβαση.
»Τα πρακτικά και το περιεχόμενο αυτής της σύσκεψης της συντακτικής ομάδας αναφέρθηκαν λεπτομερώς την επόμενη μέρα από έναν ιστότοπο του κλάδου. Το επίπεδο των λεπτομερειών και η πληθώρα των αναφορών σε εισαγωγικά γέννησαν την υποψία ότι ολόκληρη η σύσκεψη προφανώς υπεκλάπη ή ίσως και να ηχογραφήθηκε και το κείμενο να διαβιβάστηκε σε τρίτους. Εάν είχε συμβεί αυτό, δεν θα επρόκειτο μόνο για παραβίαση της εμπιστοσύνης μεταξύ συναδέλφων αλλά ίσως και για ποινικό αδίκημα βάσει του άρθρου 201 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για παραβίαση του δημοσιογραφικού απορρήτου».
Η Süddeutsche Zeitung εξήγησε επίσης πως πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό, γιατί στις συσκέψεις της συντακτικής ομάδας «μιλάμε για προσωπικά θέματα, ιστορίες και ζητήματα, για εκτιμήσεις της πολιτικής κατάστασης, για προγραμματισμένες έρευνες και πολλά άλλα» και αυτές οι συσκέψεις είναι «μη δημόσιες και προστατεύονται», επειδή «ό,τι λέγεται υπόκειται στο δημοσιογραφικό απόρρητο» που «εγγυάται στο συντακτικό προσωπικό ευρεία προστασία από εξωτερική πρόσβαση» με στόχο «την προστασία των πηγών, την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων και, τελικά, την ελευθερία του Τύπου».
Για τον λόγο αυτόν, έχοντας την υποψία ότι οι συσκέψεις της συντακτικής της ομάδας υποκλέπτονταν, η εφημερίδα προέβη σε έναν «αυτοματοποιημένο έλεγχο» των επικοινωνιών των δημοσιογράφων της που «περιορίστηκε στην κίνηση δεδομένων μεταξύ των διευθύνσεων IP της συντακτικής ομάδας και του Medieninsider και σε πιθανές τεχνικές ενδείξεις ηχογράφησης ή βιντεοσκόπησης της σύσκεψης της συντακτικής ομάδας που “διέρρευσε” την 20η Δεκεμβρίου του 2023».
Η εφημερίδα, ωστόσο, αρνήθηκε ότι παρακολουθούσε τους δημοσιογράφους της: «Η είδηση μεταδόθηκε από διάφορα μέσα ενημέρωσης και σε ορισμένες περιπτώσεις παραποιήθηκε. Για παράδειγμα, υποστηρίχθηκε ότι οι λογαριασμοί ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των δημοσιογράφων της SZ είχαν επιθεωρηθεί και πως ελέγχθηκαν οι τηλεφωνικές συνομιλίες τους. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Επιπλέον κανένας τρίτος δεν απέκτησε πρόσβαση σε φορητούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα ή tablets που ανήκουν σε δημοσιογράφους της SZ, ούτε σε εφαρμογές συνομιλίας ή ανταλλαγής μηνυμάτων».
Η Süddeutsche Zeitung ανακοίνωσε επίσης ότι μόλις διόρισε «εξωτερική επιτροπή για τη διερεύνηση των κατηγοριών κατά της Αλεξάντρα Φέντερλ-Σμιτ» και πως έως το τέλος της εν λόγω έρευνας η αυστριακή υποδιευθύντρια της εφημερίδας θα απέχει από τα καθημερινά της καθήκοντα. Πάντως, ανεξάρτητα από το πόρισμα της έρευνας, αποτελεί γεγονός ότι η αξιοπιστία μιας από τις σημαντικότερες εφημερίδες της Γερμανίας υπέστη βαρύ πλήγμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News