Στην κωμική σειρά του ΒΒC «Μάλιστα κ. Υπουργέ» και τη συνέχειά της, «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ», γινόμαστε ευφρόσυνοι μάρτυρες του σαρκασμού της πολιτικής εξουσίας από τη γραφειοκρατία του βρετανικού κράτους. Ο μόνιμος γενικός γραμματέας προασπίζει το δημόσιο συμφέρον από τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του υπουργού του που δίνει λόγο στις εφημερίδες και στην τηλεόραση (είμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1980).
Η σειρά είναι ενδεικτική μιας γενικότερης κρατικής αντίληψης των βόρειων χωρών: οι ανώτεροι υπάλληλοι στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης προασπίζουν το δημόσιο καλό από πολιτικούς που εκ φύσεως βλέπουν το άμεσο συμφέρον, αν όχι το ιδιοτελές, γνωρίζουν τη φύση της δουλειάς τους καλύτερα από τους αλεξιπτωτιστές συμβούλους, και προωθούν τη λειτουργία του κρατικού συστήματος ανεξαρτήτως τρέχουσας (βλ. δημαγωγικής) πολιτικής (βλ. κομματικής) κατάστασης, αλλά σύμφωνα με σταθερούς νόμους που δεν αλλάζουν κάθε τρεις και λίγο. Οι θεσμοί στις χώρες αυτές λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε καιροσκοπικές πολιτικές επιλογές ακόμη και σε περιόδους οξύτατων αλλαγών. Η κρατική μνήμη αιώνων εμπέδωσε ένα κοινό αίσθημα δημόσιου καλού που υπερβαίνει τον εκλογικό κύκλο προκειμένου το κράτος να υπάρχει και χωρίς τους πολιτικούς.
Στην Ελλάδα το κράτος δεν υπάρχει χωρίς τους πολιτικούς. Το κράτος ταυτίζεται με την κατάληψη θέσεων εξουσίας από περιοδεύοντες υπαλλήλους μετακλητούς και όχι μόνιμους. Και ένα χαρακτηριστικό δείγμα της κομματικής αντίληψης που κυβερνά τα πολιτικά κόμματα που με τη σειρά τους καπηλεύονται το δημόσιο συμφέρον είναι η δημόσια παιδεία, της οποίας τα πιο σοβαρά προβλήματα είναι θεσμικής φύσης που κακοφορμίζουν. Και το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).
Το ΙΕΠ συστάθηκε με τον νόμο της Διαμαντοπούλου το 2011 στη θέση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Η ευρεία διακομματική πλειοψηφία κατά την ψηφοφορία του νόμου αποσιώπησε το γεγονός ότι το ΙΕΠ δεν είναι ανεξάρτητος θεσμός ως θα όφειλε, αλλά εποπτευόμενος από το υπουργείο, καθώς λογοδοτεί στον υπουργό ο οποίος και διορίζει τον εκλεκτό. Για τη θέση του πρώτου προέδρου είχε προταθεί ο Αλέξης Δημαράς, μία προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, αλλά ο θάνατός του, το 2012, άφησε κενή τη θέση που καλύφθηκε από τον Σωτήρη Γκλαβά την ταραχώδη περίοδο 2012-2015, τον Γεράσιμο Κουζέλη κατά την τετραετία 2015-2019 και Γιάννη Αντωνίου από το 2019 ως το 2023. Κοινό χαρακτηριστικό της επιλογής και των τριών προέδρων ήταν (και είναι) η ευρέως διακινούμενη άποψη περί συναντίληψης, ότι δηλαδή πρέπει να υπάρχει ένα κοινό όραμα της πολιτικής με την εκπαιδευτική ηγεσία-εννοείται ότι το όραμα έχει ημερομηνία λήξης με την αποχώρηση του υπουργού από τη θέση του.
Έτσι η παύση της Διαμαντοπούλου από υπουργού οδήγησε τον φερώνυμο νόμο να ξηλώνεται σιγά σιγά από τους επόμενους πολιτικούς, χωρίς να μπορεί κάποιος δημόσιος υπάλληλος στην ανώτερη ιεραρχία να φέρει αντίρρηση, ή να εφαρμόσει το νόμο που προέβλεπε π.χ. στα πρότυπα σχολεία διετή αξιολόγηση. Οι επόμενοι υπουργοί (Αρβανιτόπουλος, Λοβέρδος) την ταραχώδη περίοδο των πρώτων μνημονίων δεν εφάρμοσαν με εγκυκλίους τον νόμο με αποτέλεσμα να τρωθεί η μεταρρύθμιση αργά, σταθερά και αποτελεσματικά.
Εκείνη την περίοδο (2012-2015) η δευτεροβάθμια εκπαίδευση (κυρίως το Λύκειο) πήρε κατεύθυνση παιδαγωγισμού και άκρατου σχολαστικισμού ειδικά με την εκδοχή της τότε Τράπεζας Θεμάτων. Επρόκειτο για μία αντίληψη σαθρή που επέπρωτο να καταρρεύσει δια ραδιοφώνου τον Φλεβάρη του 2015, όταν η νέα πολιτική ηγεσία (Μπαλτάς και Κουράκης) κατήργησε τράπεζα θεμάτων, προγράμματα σπουδών (με χρήματα ευρωπαϊκά και ελληνικά), ψηφιακά βιβλία, πρότυπα σχολεία (πλην πέντε) και ξήλωσε το νόμο Διαμαντοπούλου.
Ούτε τότε μπόρεσε κανείς να αντισταθεί στη λαίλαπα της ισοπέδωσης και του λαϊκισμού. Η εκπαιδευτική κοινότητα, θεσμικά ανύπαρκτη σε νηπιακούς θεσμούς εξουσίας όπως το ΙΕΠ, δεν μπόρεσε να εμποδίσει ή να εμπλουτίσει ή να ανακατευθύνει την πορεία της εκπαίδευσης. Με τις αλλαγές της πολιτικής ηγεσίας (Φίλης/2015, Γαβρόγλου/2016) οι σχέσεις προέδρου ΙΕΠ (Κουζέλης) και υπουργού παιδείας δεν ήταν ομαλές, καταργώντας στην ουσία την έννοια της συναντίληψης. Παρά τα όποια θετικά (κυρίως η σύνταξη ενός φάκελου υλικού για κάποια μαθήματα παρέκαμψε το χρόνιο πρόβλημα της αρκετά χρονοβόρας έκδοσης νέων βιβλίων) η ανυπαρξία συναντίληψης δημιούργησε προβλήματα ακινησίας και αναβλητικότητας.
Αντίθετα, την περίοδο 2019-2023, και κυρίως μετά το 2020, η συναντίληψη (υπουργού/Κεραμέως και προέδρου/Αντωνίου) οδήγησε σε μια πρωτοφανή γραφειοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης που έκρυψε τα χρόνια προβλήματα της και κυρίως τον πυρήνα της, την κατεύθυνση της μόρφωσης. Ο εγκλωβισμός σε παρωχημένα πρότυπα σκέψης που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών αποτυπώθηκε στην έγκριση προγραμμάτων σπουδών που έχουν δομικά προβλήματα (Γλώσσα, Λογοτεχνία, Ιστορία), επιστημονικά προτάγματα αχρείαστα (Φιλοσοφία), ανυπαρξία νέας αντίληψης (Αρχαία Ελληνικά-μας λείπει το εκπαιδευτικό παράδειγμα διδασκαλίας των αρχαίων, στοιχείο που φανερώνει ότι το ΙΕΠ δεν μπορεί να ανοίξει δρόμους).
Μετά τις εκλογές του 2023, η συναντίληψη υπουργού (Πιερακκάκης) και προέδρου ΙΕΠ (Δουκάκης) που επικρατεί είναι η έννοια της ψηφιοποίησης ως πανάκειας που εξομαλύνει ανισότητες και λύνει το γόρδιο δεσμό της γραφειοκρατίας. Και τα δύο τελευταία είναι εξίσου προβληματικά, καθώς ο «τεχνολο-φετιχισμός» δεν μπορεί να αγγίξει τον πυρήνα της παιδείας που παραμένει αμετάβλητος, αφού εκεί, στα σχολεία, μορφώνεται ένα ιδεοπλαστικό μοντέλο πνευματικής κενότητας και άλογης συλλογιστικής.
Ο πυρήνας του βασικού προβλήματος του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα παραμένει η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αν δεν αλλάξει ο τρόπος εισαγωγής, δεν φαίνεται πώς θα αλλάξουν και τα ίδια τα Πανεπιστήμια. Και για να αλλάξει η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, πρέπει να αναζητηθεί μια νέα μεταρρύθμιση Παπανούτσου για τον 21ο αιώνα. Όσο δεν γίνεται αυτό και η συζήτηση στρέφεται γύρω από τα ανύπαρκτα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, αυτό υποδηλώνει από τη μια αποδοχή της υπάρχουσας στρεβλότητας και από την άλλη αδυναμία εύρεσης λύσης, πολιτικής διαχείρισης και μετάθεσης του προβλήματος σε δευτερότριτα ζητήματα- δεν είναι τυχαίο ότι ο τρόπος εισαγωγής στα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν έχει προβλεφθεί.
Η ανυπαρξία ανεξάρτητων αρχών που θα μπορούσαν να μεταφέρουν την τεχνογνωσία σε νέα πεδία (ιδιωτικά πανεπιστήμια) είναι η ασφαλής μέθοδος για τη διαιώνιση της υπάρχουσας κομματοκρατίας και φαυλοκρατίας. Το παράδειγμα του ΙΕΠ είναι χαρακτηριστικό. Κανένα στέλεχος δεν μπόρεσε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι σε λανθασμένες επιλογές από πολιτικούς, κανένας εκπαιδευτικός δεν εμπόδισε τον σχολαστικισμό της περιόδου 2013-2015, τον πρώτο ισοπεδωτικό λαϊκισμό της περιόδου 2015 και την αναβλητικότητα της περιόδου 2017-2019, τη γιγάντωση της γραφειοκρατίας της περιόδου 2020-2023, και την πανάκεια της ψηφιοποίησης (2023 κ.ε). Κανένας πρόεδρος του ΙΕΠ δεν μπόρεσε να διαφωνήσει με τον υπουργό παραιτούμενος, κανένας πρόεδρος του ΙΕΠ δεν μπόρεσε να αποφύγει τη θεσμική φαυλοκρατία και αναξιοκρατία που υπάρχει, αλλά την αποδέχτηκε προκειμένου να συμμετάσχει βαυκαλιζόμενος την αρχή μιας νέας περιόδου στην παιδεία. Ελάχιστα στελέχη του ΙΕΠ αναρτούν το βιογραφικό τους στην οικοσελίδα του ιδρύματος, αφήνοντας υπόνοιες για αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής προσωπικού, ελάχιστα στελέχη έχουν δημόσιο λόγο ή αποδοχή από τους εκπαιδευτικούς, ελάχιστα παράγουν εκπαιδευτικό έργο που φτάνει στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας (ακόμη ως σήμερα δεν υπάρχει ένα επιστημονικό πρότυπο του τι θεωρείται μια σωστή απάντηση στο σχολιασμό μιας ιστορικής πηγής, αφήνοντας περιθώρια για φροντιστηριακές καριέρες δεκαετιών).
Ακόμη και ο επιτελικός ρόλος του ΙΕΠ προς το υπουργείο κρίνεται μη ικανοποιητικός. Δεν υπάρχει καμία ιστοσελίδα που να έχει συγκεντρωμένα βιβλία, προγράμματα σπουδών, τρόπο αξιολόγησης, κριτήρια αξιολόγησης, επιμορφωτικό υλικό, συνοδευτικό υλικό, δράσεις. Ο εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας σπαταλά απίστευτο παραγωγικό χρόνο ανακαλύπτοντας την Αμερική. Σχηματίζεται έτσι μια διπλή πραγματικότητα: η υποκριτική, αποτυχημένη ψηφιακή πραγματικότητα της θεσμικής φαυλοκρατίας και η σχολική πραγματικότητα των αμέτρητων προβλημάτων. Η συνάντηση των δύο κόσμων δεν πραγματοποιείται παρά ελάχιστα και από τύχη.
Είναι βέβαιο ότι διατηρώντας την υπάρχουσα λογική κάποια στιγμή και αν ένα ακροδεξιό ή λαϊκιστικό ή βαθιά θρησκευόμενο κόμμα αναλάβει την εξουσία, θα δούμε να διορίζεται μία προσωπικότητα που θα καταστήσει υποχρεωτική την απαγγελία εθνικοπατριωτικών ποιημάτων του Βαλαωρίτη, την παρακολούθηση θρησκευτικών ταινιών τύπου «Ο άνθρωπος του Θεού» ή τον εκκλησιασμό. Τότε ποιος θα μας προστατέψει άραγε; Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες;
* Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News