Ο καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του και να πιστεύει όπου και ό,τι θέλει. Ας ξεκινήσουμε από αυτόν τον κανόνα, που αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση της ελευθερίας έκφρασης και ένα ανθρώπινο δικαίωμα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας.
Κανείς δεν με υποχρεώνει να ακολουθήσω τα πιστεύω της Εκκλησίας, και σίγουρα δεν βρίσκω τον λόγο να πάω σε έναν ναό του Θεού και να διακόψω μια λειτουργία για να βροντοφωνάξω ότι όσα συμβαίνουν εκεί μέσα δεν με εκφράζουν ή τα βρίσκω παράλογα ή, ακόμα, ότι θεωρώ βλάσφημα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια όσα λέγονται τον τελευταίο καιρό από εκπροσώπους της Εκκλησίας για τα ομόφυλα ζευγάρια και το ζήτημα της τεκνοθεσίας.
Το τι έχουν ακούσει τα αυτιά μου σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις για το παραπάνω θέμα, από παπάδες που μιλάνε σε εκπομπές και πάνελ, ξεπερνά κάθε λογική, τουλάχιστον τη δική μου. Ξέρετε κάτι, όμως; Ακούγοντάς τους, λέω «μια χαρά τα λένε». Από τη δική τους τη σκοπιά, της χριστιανικής θεωρίας και των ιερών γραφών, είναι ολόσωστοι. Ας λένε, λοιπόν, ό,τι θέλουν, αφού, άλλωστε, τους καλούν να μιλήσουν. Εγώ μπορώ να έχω άλλη άποψη.
Επίσης, αν κάποιος πιστός ή ιεράρχης έγραφε ένα βιβλίο και το παρουσίαζε κάπου, ασφαλώς δεν θα σκεφτόμουν να πάω και να του χαλάσω την εκδήλωση. Τη γνώμη μου θα την εκφράσω ελεύθερα στην παρέα, στα κοινωνικά δίκτυα, στα Μέσα, οπουδήποτε τέλος πάντων θέλω και μου δίνεται βήμα να το κάνω. Αλλά στον χώρο που παρουσιάζει ένα πόνημά του, εκεί όπου έχουν έρθει άνθρωποι να τον τιμήσουν και να τον ακούσουν, να πάω απρόσκλητη και να διαμαρτυρηθώ; Το θεωρώ άκυρο και άτοπο. Και εξαιρετικά αγενές.
Κάποιοι, όμως, το θεωρούν λογικό. Με μπροστάρη την πίστη τους στη θρησκεία, και θεωρώντας ότι αποτελεί δικαιολογία για τα πάντα, εμφανίζονται σε μια εκδήλωση για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, με τον θεαματικό τρόπο που θα το έκανε η Ελένη Λουκά.
Κάπως έτσι, δημοσιογράφος ενός εκκλησιαστικού μέσου, ο Ανδρέας Καραγιάννης, εμφανίστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του συγγραφέα Πέτρου Τατσόπουλου, με τίτλο «Τρεις Ιεράρχες: Προστάτες ή στρεβλωτές της ελληνικής παιδείας;». Για να φωνάξει ότι στο βιβλίο γίνεται μια ανεπίτρεπτη εκδήλωση κατά των Τριών Ιεραρχών, προσβάλλοντας τη μνήμη τους. Και όλα αυτά, έχοντας και δύο κάμερες πίσω του να καταγράφουν το σόου.
Φυσικά, δεν είναι ο μόνος, ούτε ο πρώτος που πηγαίνει κάπου απρόσκλητος να χαλάσει τις βραδιές άλλων. Εχουμε δει κι αν έχουμε δει ανάλογες αντιδράσεις στο παρελθόν, τη μία χειρότερη από την άλλη. Εξω από θέατρα, σε παρουσιάσεις βιβλίων, σε φεστιβάλ, γενικά σε κάθε εκδήλωση που θεωρείται βλάσφημη για τα θεία. Τα «Αίσχος!» και «Ντροπή!» πάνε σύννεφο, όπως και οι αφορισμοί.
Η λογοτεχνία έχει υποφέρει πολύ από τη μάστιγα της βλασφημίας. Ο Νίκος Καζαντζάκης, για παράδειγμα, το βίωσε κατ’ επανάληψη. Με την «Ασκητική» τού ασκήθηκε δίωξη για αθεϊσμό, με τα «Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και τον «Τελευταίο πειρασμό» προκάλεσε την οργή της Ιεράς Συνόδου, που ήθελε να τον αφορίσει και να απαγορεύσει την κυκλοφορία των βιβλίων.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης, με το βιβλίο «Μι εις τη νιοστή», βρέθηκε στα δικαστήρια γιατί κάποιοι προσβλήθηκαν με το περιεχόμενο και του έκαναν ασφαλιστικά μέτρα. Την ημέρα της δίκης, υπήρχαν δύο στρατόπεδα μαρτύρων. Στο ένα είχαν συσπειρωθεί εκείνοι που υπερασπίζονταν το αυτονόητο δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη και στο άλλο εκείνοι που αρέσκονται να την ποινικοποιούν στο όνομα της πίστης τους.
Ασφαλώς, αν τους το πεις, ότι προσβάλλουν αυτό το δικαίωμα με τη στάση τους, θα το αρνηθούν κατηγορηματικά. Και θα σου απαντήσουν «είσαι ελεύθερος να πιστεύεις και να λες ό,τι θέλεις, αρκεί να μην ακουμπήσεις τα θεία».
Τα θεία δεν τα ακουμπάει κανείς, ακόμα και εν έτει 2024, το συμπέρασμα. Οποιος το κάνει, θα βρει μπροστά του τους κυνηγούς της βλασφημίας. Θα τους δει έξω από το σπίτι του, αγριεμένους, αποφασισμένους να του χαλάσουν τη γιορτή. Δεν χρειάζονται πρόσκληση για να το κάνουν, είναι θέλημα Θεού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News