«Η δουλεία δεν έχει καταργηθεί. Εξακολουθεί να λειτουργεί στο παρόν. Τίποτα δεν άλλαξε», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του το 2021, ο Κέρτις Ντέιβις, πρώην έγκλειστος (επί 25ετία) στο Κρατικό Σωφρονιστικό Κατάστημα της Λουιζιάνα και νυν ακτιβιστής για την κατάργηση των πολιτειακών νόμων που επιτρέπουν την καταναγκαστική εργασία στις φυλακές της Πολιτείας.
«Οι κρατούμενοι στις ΗΠΑ αποτελούν μέρος ενός κρυφού εργατικού δυναμικού που συνδέεται με εκατοντάδες δημοφιλείς μάρκες τροφίμων» υποστηρίζει σήμερα το Associated Press, έπειτα από ενδελεχή έρευνα διάρκειας δύο ετών για την καταναγκαστική εργασία σε αμερικανικές φυλακές, στο πλαίσιο της οποίας αγροτικά προϊόντα αξίας εκατοντάδων εκατ. δολαρίων συσχετίστηκαν με αγαθά που πωλούνται στην ελεύθερη αγορά.
«Ενα κρυφό μονοπάτι προς τις τραπεζαρίες της Αμερικής αρχίζει από εδώ, μια απίθανη αφετηρία – μια πρώην φυτεία σκλάβων του Νότου που πλέον είναι η μεγαλύτερη φυλακή υψίστης ασφαλείας της χώρας» γράφουν οι Ρόμπιν ΜακΝτάουελ και Μάρτζι Μέισον, παρουσιάζοντας τα συγκλονιστικά ευρήματα της έρευνας του κύριου αμερικανικού πρακτορείου ειδήσεων.
Σε τι ακριβώς, όμως, αναφέρονται; Στο γεγονός ότι στο Πολιτειακό Σωφρονιστικό Κατάστημα της Λουιζιάνα, όπου άνθρωποι καταδικάζονται σε σκληρή εργασία και εξαναγκάζονται να εργάζονται για απειροελάχιστα –αν όχι καθόλου– χρήματα, οι κρατούμενοι εκτρέφουν βοοειδή τα οποία στη συνέχεια αγοράζονται από έναν τοπικό κτηνοτρόφο για να καταλήξουν, τελικά, σε σφαγείο του Τέξας που τροφοδοτεί τις αλυσίδες εφοδιασμού κολοσσών όπως η McDonald’s, η Walmart και η Cargill.
«Περίπλοκα, αόρατα δίκτυα, ακριβώς όπως αυτό, συνδέουν μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων στον κόσμο και τις πιο δημοφιλείς μάρκες με την εργασία αμερικανών κρατουμένων σε όλη τη χώρα» εξηγούν οι βραβευμένες με Πούλιτζερ ερευνήτριες δημοσιογράφοι του Associated Press.
Οσον αφορά τους καταδίκους που εξαναγκάζονται να εργάζονται για πενταροδεκάρες ενώ εκτίουν την ποινή τους, «είναι από τους πιο ευάλωτους εργάτες των ΗΠΑ. Εάν αρνηθούν να εργαστούν, κάποιοι μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τις πιθανότητες αποφυλάκισής τους υπό όρους ή να τιμωρηθούν καταλήγοντας στην απομόνωση. Επίσης, συχνά στερούνται της ασφαλιστικής κάλυψης που παρέχεται σε σχεδόν όλους τους άλλους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, ακόμη και όταν τραυματίζονται σοβαρά ή σκοτώνονται κατά την εργασία τους».
Τα αγαθά που παράγουν αυτοί οι κρατούμενοι καταλήγουν στις αλυσίδες εφοδιασμού πλήθους δημοφιλών προϊόντων που βρίσκονται στις περισσότερες αμερικανικές κουζίνες (από δημητριακά και λουκάνικα έως αλεύρι, ρύζι και προϊόντα της Coca-Cola) και πωλούνται σε όλα σχεδόν τα σουπερμάρκετ της χώρας. Μάλιστα, ορισμένα αγαθά εξάγονται και σε χώρες, προϊόντα των οποίων δεν μπορούν να εισαχθούν στις ΗΠΑ λόγω της παραγωγής τους μέσω καταναγκαστικής εργασίας ή εργασίας σε φυλακές.
Επιπλέον, πολλές από τις εταιρείες που αγοράζουν απευθείας από τις φυλακές τα όποια προϊόντα παραβιάζουν τις δικές τους πολιτικές κατά της συγκεκριμένης πρακτικής, η οποία, ωστόσο, είναι απολύτως νόμιμη. Προέκυψε στο πλαίσιο της τεράστιας ανάγκης για εργατικό δυναμικό που υπήρχε μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης οικονομίας του Νότου. Οπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ με τη 13η Τροπολογία, η δουλεία και η καταναγκαστική εργασία απαγορεύονται μεν, αλλά μπορούν να επιβληθούν ως ποινή.
Πλέον, αυτή η ρήτρα αμφισβητείται σε ομοσπονδιακό επίπεδο και οι προσπάθειες για την αφαίρεση παρόμοιας γλώσσας από τα Συντάγματα των Πολιτειών αναμένεται να κριθούν στις κάλπες σε περίπου 12 Πολιτείες μέσα στο 2024.
«Μερικοί κρατούμενοι εργάζονται στο ίδιο έδαφος φυτειών όπου σκλάβοι μάζευαν βαμβάκι, καπνό και ζαχαροκάλαμο πριν από περισσότερα από 150 χρόνια, με ορισμένες σημερινές εικόνες να μοιάζουν τρομακτικά με το παρελθόν. Στη Λουιζιάνα, η οποία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φυλακίσεων στη χώρα, οι άνδρες που εργάζονται στην “αγροτική γραμμή” εξακολουθούν να σκύβουν πάνω από καλλιέργειες που εκτείνονται σε μεγάλη απόσταση» αναφέρουν οι Ρόμπιν ΜακΝτάουελ και Μάρτζι Μέισον.
Κατά τον πολυετή εγκλεισμό του στο Πολιτειακό Σωφρονιστικό Κατάστημα της Λουιζιάνα, πιο γνωστό ως «Ανγκόλα», ο Γουίλι Ινγκραμ συνέλεξε σχεδόν τα πάντα, από βαμβάκι μέχρι μπάμιες. Οταν εργαζόταν στα χωράφια τον επέβλεπαν ένοπλοι έφιπποι φρουροί, ενώ είχε δει συγκρατούμενούς του να καταρρέουν έπειτα από πολλές ώρες εργασίας με ελάχιστο ή καθόλου νερό και τον υδράργυρο άνω των 38 βαθμών. Ενίοτε οι κατάδικοι εργάτες –αν όχι σύγχρονοι δούλοι– πετούσαν τα εργαλεία τους στον αέρα για να διαμαρτυρηθούν, παρότι γνώριζαν τις πιθανές συνέπειες.
«Ερχονταν τέσσερις με το φορτηγό, με ασπίδες και κλομπ, και σε χτυπούσαν ακριβώς εκεί, στο χωράφι. Σε χτυπούσαν, σου περνούσαν χειροπέδες και σε ξαναχτυπούσαν» είπε στο Associated Press ο Γουίλι Ινγκραμ, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, έχοντας ομολογήσει την ενοχή του για ένα έγκλημα το οποίο, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, δεν διέπραξε. Του είχαν πει ότι θα απέφευγε τη θανατική ποινή και θα παρέμενε στη φυλακή για περίπου μια δεκαετία, αλλά τελικά αποφυλακίστηκε μόλις το 2021, χάρη σε έναν προσηνή δικαστή. Ηταν 73 ετών και είχε παραμείνει στη φυλακή επί 51 χρόνια.
«Ο αριθμός των ανθρώπων πίσω από τα κάγκελα στις ΗΠΑ άρχισε να εκτινάσσεται τη δεκαετία του 1970 (όταν ο Ινγκραμ υπάχθηκε στο σωφρονιστικό σύστημα), με τους εγχρώμους να πλήττονται δυσανάλογα. Σήμερα, με περίπου 2 εκατ. κρατουμένους, το εργατικό δυναμικό των φυλακών των ΗΠΑ έχει μετατραπεί σε μια αυτοκρατορία πολλών δισ. δολαρίων, η οποία εκτείνεται πολύ πέρα από τις κλασικές εικόνες κρατουμένων να εγκαθιστούν πινακίδες κυκλοφορίας, να εργάζονται σε έργα οδοποιίας ή να μάχονται σε πυρκαγιές» συνοψίζουν οι δημοσιογράφοι του Associated Press.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News