Κάνοντας μια βόλτα με καραβάκι στον Βόσπορο, ο ταξιδιώτης εντυπωσιάζεται από τις προσόψεις των κτιρίων που φτάνουν μέχρι το νερό. Τα γιαλί, οι χαρακτηριστικές ξύλινες επαύλεις του Βοσπόρου, χτίζονταν ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, χωρίς να μεσολαβεί κάποιος ελεύθερος χώρος εκτός από την απαραίτητη προκυμαία.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τα ανταγωνίζονται εντυπωσιακές μοντέρνες κατασκευές από σκυρόδεμα, γυαλί και αλουμίνιο. Τοίχοι ολόκληροι από κρύσταλλο, χωρίς στόρια, αφήνουν εκτεθειμένο το πλούσιο εσωτερικό τους στο βλέμμα των περαστικών: σαλόνια, τραπεζαρίες, τεράστιες βιβλιοθήκες, έργα τέχνης και home cinema, όλα προς τέρψη όσων διασχίζουν τη θαλάσσια οδό ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία.
Αλλά δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Περπατώντας σε πλούσιες αμερικανικές γειτονιές το βράδυ μπορεί να εκπλαγείτε από όσα θα δείτε μέσα από ένα ακάλυπτο παράθυρο. Θα σας αποκαλυφθεί ίσως η λάμψη μιας τηλεόρασης με επίπεδη οθόνη απέναντι από έναν άνετο καναπέ. Μέσα από ένα άλλο ίσως διακρίνετε μια μαρμάρινη νησίδα κουζίνας και έναν πολυέλαιο. Φυσικά, μερικές από τις κουρτίνες είναι κλειστές, γράφει ο Μάικλ Γουότερς στο περιοδικό Atlantic, αλλά πολλές είναι ανοιχτές σαν βιτρίνες και οι εσωτερικοί χώροι του σπιτιού μοιάζουν με εκθεσιακό χώρο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και αλλού, τα ακάλυπτα παράθυρα έχουν γίνει αθόρυβα στοιχείο πολυτελών κατοικιών. Πρόσφατα, οι New York Times αναφέρθηκαν στα «παράθυρα υποχρεωτικά χωρίς κουρτίνα» του Μπρούκλιν Χάιτς, ενός πλούσιου θύλακα στην πόλη της Νέας Υόρκης. Οπως επεσήμανε το Root, αυτό συνηθίζεται πλέον από τους πλούσιους, νέους και λευκούς που ζουν σε ανακαινισμένες αστικές περιοχές (μετά από gentrification). Στο TikTok οι θεατές των βίντεο παρατηρούν σαστισμένοι την τάση και μερικές φορές μπαίνουν στον πειρασμό να περιπλανηθούν έξω από σπίτια πλουσίων.
Αν και το φαινόμενο είναι πιο ορατό σε πόλεις, η σύνδεση μεταξύ του πλούτου και των γυμνών παραθύρων εκτείνεται σε όλες τις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να κατεβάζουν τα στόρια τους. Αλλά οι Αμερικανοί που κερδίζουν περισσότερα από 150.000 δολάρια ετησίως έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να αφήνουν ακάλυπτα τα παράθυρά τους σε σχέση με εκείνους που βγάζουν από 20.000 έως 29.000 δολάρια, σύμφωνα με μια μεγάλη μελέτη του 2013 για το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ. Η γενική τάση είναι ξεκάθαρη: η επιλογή να τοποθετηθούν ή όχι κουρτίνες καθορίζεται εν μέρει από την τάξη.
Τα ακάλυπτα παράθυρα έχουν πολλά θετικά, ανεξάρτητα από το ποιος είσαι. Φέρνουν φυσικό φως μέσα στο δωμάτιο, ενισχύουν την ευεξία και προσφέρουν θέα στον έξω κόσμο. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, εκθέτουν σε κοινή θέα ό,τι βρίσκεται στο δωμάτιο και το καλοκαίρι φέρνουν ζέστη.
Για πολλούς, οι ανησυχίες για την ιδιωτική ζωή και τα οικονομικά υπερτερούν των πλεονεκτημάτων αισθητικής και ψυχικής υγείας. Αλλά όσοι βρίσκονται στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια το λογαριάζουν διαφορετικά: Τα άτομα με μεγάλο σπίτι μπορούν να αποκτήσουν πιο εύκολα φυσικό φως και ιδιωτικότητα και δεν χρειάζεται να ανησυχούν τόσο πολύ για το κόστος θέρμανσης και ψύξης. Σιγά-σιγά τα ακάλυπτα παράθυρα έγιναν status symbol, επισημαίνει ο Μάικλ Γουότερς στο Atlantic.
Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Οταν τα διαφανή γυάλινα παράθυρα εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, στα τέλη του 18ου αιώνα, πυροδότησαν φόβους για αδιάκριτους γείτονες και υπερβολικό φως. Ο Οσκαρ Ουάιλντ παραπονέθηκε το 1884 ότι «τα περισσότερα σύγχρονα παράθυρα είναι πολύ μεγάλα και λαμπερά».
Οι κουρτίνες ήταν μια φυσική λύση, είπε στο Atlantic ο Ντάνιελ Τζατ καθηγητής στο NYU που ασχολείται με την ιστορία των παραθύρων στο βιβλίο του «Transparency: The Material History of an Idea». Οπως υποστήριξε ο γερμανός αρχιτέκτονας του 19ου αιώνα Ρίχαρντ Λούκα, βοήθησαν να δημιουργηθεί μια αίσθηση «απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο».
Τα σπίτια χωρίς κουρτίνες έγιναν αντιληπτά ως «η επιτομή της φτώχειας», όπως το έθεσε ένα γερμανικό εγχειρίδιο του 1880. (Οι αριστοκράτες αποτελούσαν ίσως εξαίρεση και η ιδιωτικότητα τούς απασχολούσε λιγότερο, επειδή ζούσαν σε σπίτια τόσο μεγάλα ώστε, αν δεν ήθελαν να τους βλέπουν, μπορούσαν να αποσύρονται σε εσωτερικά δωμάτια.)
Στα μέσα του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ τα καλύμματα παραθύρων ήταν πολύ πιο αμφιλεγόμενα, λειτουργώντας ουσιαστικά ως αντιπρόσωπος στον αγώνα μεταξύ των πόλεων και των προαστίων τους. Εκείνη την εποχή τα μεγάλα παράθυρα με μονά τζάμια είχαν γίνει σήμα κατατεθέν των προαστιακών σπιτιών. Καθώς προσέφεραν ανεμπόδιστη θέα στην ύπαιθρο και άπλετη ηλιοφάνεια, θεωρούνταν καλά για την υγεία, ανέφερε στο Atlantic ο Αντρέα Βεσεντίνι, συγγραφέας του βιβλίου «Indoor America: The Interior Landscape of Postwar Suburbia».
Τέτοιοι φωτεινοί χώροι διαβίωσης θεωρούνταν «αδύνατοι στις πόλεις», σύμφωνα με τον Βεσεντίνι, επειδή τα ψηλά και πυκνά κτίρια εμπόδιζαν τον ήλιο. Επιπλέον, πιστευόταν ότι το να αφήνεις τα παράθυρά σου ακάλυπτα σε μια αστική περιοχή ήταν επικίνδυνο. «Κλείνετε τις κουρτίνες σας όταν φεύγετε από το σπίτι», ώστε «να μη δελεάζετε τους διαρρήκτες», προειδοποιούσε τους κατοίκους των πόλεων μια εφημερίδα το 1985.
Η αστυνομία έκανε συχνά παράπονα ότι οι άνθρωποι που ξεχνούσαν να καλύψουν τα παράθυρά τους «έβγαζαν σε κοινή θέα πολύτιμα αγαθά». Αν και οι κάτοικοι των πόλεων συνήθιζαν να κλείνουν τις κουρτίνες τους, οι ιδιοκτήτες των προαστίων, με τα μεγάλα ανοιχτά παράθυρά τους, δήλωναν ότι δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν.
Ωστόσο, τα γυμνά παράθυρα εξακολουθούσαν να ακτινοβολούν, τουλάχιστον σε πλούσιες αστικές περιοχές. Το 2000, ένα άρθρο των New York Times παρατήρησε ότι οι διαφανείς (ή ανύπρακτες) κουρτίνες είχαν γίνει μόδα στο Μανχάταν. Η τάση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, με την επιθυμία για απλά καλύμματα παραθύρων, είπε στο Atlantic ο σχεδιαστής εσωτερικών χώρων Τόμας Τζέιν, ο οποίος συνεργάζεται με εύπορους πελάτες στη Νέα Υόρκη και στη Νέα Ορλεάνη. «Μετά, τις τελευταίες μια-δυο δεκαετίες, πολλοί αποφάσισαν ότι δεν ήθελαν καθόλου κουρτίνες» είπε ο Τζέιν.
Σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές, οι κάτοικοι τείνουν «να θέλουν περισσότερη ιδιωτικότητα, επειδή είναι ο ένας πάνω στον άλλον» δήλωσε ο Κέβιν Βαν Ντεν Βίμελενμπεργκ, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα, στο Λίνκολν, ο οποίος μελετά το φως των παραθύρων. Αλλά αυτοί οι παράγοντες είναι λιγότερο πιεστικοί για τους πλούσιους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι πιθανότατα διαθέτουν περισσότερα δωμάτια και, επομένως, περισσότερα παράθυρα. «Εχεις περισσότερες επιλογές» σημείωσε ο Βαν ντεν Βίμελενμπεργκ, όπως να κρατάς μερικά παράθυρα καλυμμένα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής σου και μερικά άλλα ακάλυπτα για να μπαίνει φως.
Το να επιτρέπει κανείς τη θέα μέσα στο σπίτι του μπορεί να δείχνει αδυναμία, στην πραγματικότητα όμως είναι μια δήλωση ασφάλειας. Οι Ολλανδοί, για παράδειγμα, σπανίως καλύπτουν τα παράθυρά τους τη νύχτα, αφήνοντας τους γείτονες να βλέπουν μέσα, ως πράξη πίστης. Ομοίως, στην αγροτική Δανία οι τραβηγμένες κουρτίνες αντιμετωπίζονται με καχυποψία, ειδικά όταν εκείνοι που κρατούν τα στόρια τους κλειστά είναι νεοαφιχθέντες μετανάστες.
Στις ΗΠΑ, γράφει ο ο Μάικλ Γουότερς στο Atlantic, το ακάλυπτο παράθυρο αποτελεί μάλλον έκφραση προσωπικής προστασίας και λιγότερο εμπιστοσύνης στην κοινότητα. Οι πιο πλούσιοι ιδιοκτήτες σπιτιών μπορούν να αντέξουν οικονομικά συστήματα ασφαλείας τελευταίας τεχνολογίας, και να αισθάνονται ότι δεν χρειάζονται κουρτίνες.
Τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες, λοιπόν, έχουν γίνει μια από τις πιο διακριτικές δηλώσεις προνομίων. Απαιτούν την προσοχή μας, όχι μόνο επειδή μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά στο εσωτερικό ωραίων σπιτιών, αλλά και επειδή προβάλλουν το είδος της αυτοπεποίθησης και της σταθερότητας που λίγοι από εμάς μπορούμε να ονειρευόμαστε ότι θα αποκτήσουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News