Μια νέα, εκτενής ανάλυση ευρωπαϊκών εκλογικών και δημοσκοπικών δεδομένων από το νεοϊδρυθέν Δίκτυο Ερευνας για την Προοδευτική Πολιτική (PPRNet) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δείχνει ότι «η υιοθέτηση δεξιών πολιτικών σε θέματα όπως η μετανάστευση και η οικονομία δεν βοηθά τα κεντροαριστερά κόμματα να κερδίσουν ψήφους».
Ο Guardian σημειώνει, με βάση την έρευνα, την υποχώρηση των ποσοστών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων την τελευταία εικοσαετία η οποία συνδυάζεται με την αύξηση της υποστήριξης των ψηφοφόρων προς τη Δεξιά, την Ακροδεξιά και μερικές φορές την άκρα Αριστερά.
H βρετανική εφημερίδα σχολιάζει ότι «τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη αναζητούν όλο και περισσότερο σωτηρία μετακινούμενα προς το πολιτικό κέντρο».
Ωστόσο, η ανάλυση που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη από το κέντρο Progressive Politics Research Network (PPRNet) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δείχνει ότι τα κεντροαριστερά κόμματα που υπόσχονται, για παράδειγμα, σκληρή στάση στο θέμα της μετανάστευσης ή χαμηλές δημόσιες δαπάνες είναι απίθανο να προσελκύσουν δυνητικούς ψηφοφόρους της Δεξιάς και κινδυνεύουν να αποξενώσουν τους υπάρχοντες προοδευτικούς υποστηρικτές.
Μια σύνοψη της έρευνας υπό τον γενικό τίτλο «Επανεξετάζοντας την προοδευτική πολιτική με βάση τα γεγονότα και όχι τους μύθους» είναι διαθέσιμη εδώ στα αγγλικά.
«Οι ψηφοφόροι τείνουν να προτιμούν το πρωτότυπο από το αντίγραφο», δήλωσε στον Guardian ο Τάρικ Αμπού-Τσάντι, αναπληρωτής καθηγητής ευρωπαϊκής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συνιδρυτής του PPRNet, το οποίο εγκαινιάστηκε την Τετάρτη.
Στο δικό του κείμενο στην ιστοσελίδα του νεοϊδρυθέντος Δικτύου (εδώ) ο Αμπού-Τσάντι γράφει ότι «ένας βασικός μύθος για τη σοσιαλδημοκρατία είναι ότι η παρακμή της συνδέεται άμεσα με την άνοδο της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Οι σοσιαλδημοκράτες -έτσι λέει ο μύθος- έχασαν την εργατική τάξη από τα κόμματα της Ακροδεξιάς ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών σε θέματα όπως η μετανάστευση».
Στη συνέχεια ωστόσο τονίζει ότι η ίδια η έρευνα θέτει τον μύθο αυτόν υπό αμφισβήτηση και δείχνει ότι δεν αντέχει στον εμπειρικό έλεγχο. Χρησιμοποιώντας διάφορες πηγές δεδομένων και ερευνητικά εργαλεία, οι καθηγητές του Δικτύου υποστηρίζουν ότι οι σοσιαλδημοκράτες στη Δυτική Ευρώπη έχουν χάσει μόνο ένα μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων τους προς την Ακροδεξιά.
Παράλληλα, τα στοιχεία της έρευνας έδειξαν ότι ελάχιστοι από τους σημερινούς υποστηρικτές της Ακροδεξιάς υποστήριζαν στο παρελθόν τη σοσιαλδημοκρατία ενώ ελάχιστοι άνθρωποι εξετάζουν ταυτόχρονα το ενδεχόμενο να ψηφίσουν ένα σοσιαλδημοκρατικό ή ένα ακροδεξιό κόμμα.
Ο Αμπού-Τσάντι δήλωσε στον Guardian ότι η ομάδα των πολιτικών επιστημόνων που συμμετέχει στο Δίκτυο, από πανεπιστήμια όπως αυτά της Βαρκελώνης, της Λωζάνης, της Βιέννης, της Ζυρίχης και του Βερολίνου, δεν έχει σκοπό «να ενεργήσει ως πολιτικός σύμβουλος» αλλά να παρουσιάσει προσεκτική, εμπειρική και βασισμένη σε δεδομένα έρευνα.
«Επιδιώκουμε να παράσχουμε μια πιο στέρεη, ακριβή βάση για μια ανοιχτή πολιτική συζήτηση σχετικά με την προοδευτική πολιτική, ποιος ψηφίζει προοδευτικά κόμματα και γιατί, καθώς και τις στρατηγικές που έχουν στη διάθεσή τους», δήλωσε ο ίδιος στη βρετανική εφημερίδα. «Αυτό περιλαμβάνει και την κατάρριψη κάποιων μύθων» πρόσθεσε.
Στις κυριότερες λανθασμένες αντιλήψεις που αποκάλυψε η εργασία της ομάδας περιλαμβάνονται οι υποθέσεις που γίνονται για τη φύση της υποστήριξης των κεντροαριστερών κομμάτων στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Αμπού-Τσάντι προέκυψαν τα εξής:
♦ Οι κοινωνικές δομές έχουν μεταμορφωθεί εντελώς από την εποχή της ακμής της σοσιαλδημοκρατίας.
♦ Ο μέσος ψηφοφόρος της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα είναι πολύ διαφορετικός από ότι πριν από 50, ακόμη και πριν από 20 χρόνια, «και είναι απίθανο να είναι βιομηχανικός εργάτης».
♦ Τα στοιχεία δείχνουν ότι μεγάλο τμήμα της νέας ομάδας ψηφοφόρων του χώρου είναι ταυτόχρονα πολιτισμικά προοδευτικό αλλά και αριστερόστροφο σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις για την οικονομία.
♦ Βάσει των στοιχείων, o πραγματικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση ψηφοφόρων μεταξύ της Κεντροαριστεράς και της Ακροδεξιάς είναι μικρός.
Τα προοδευτικά κόμματα «πρέπει να κατανοήσουν και να εκπροσωπήσουν τις κοινωνικές δομές του 21ου αιώνα» επιμένει ο Αμπού-Τσάντι. Ενα από τα βασικά διδάγματα, συνεχίζει στον Guardian, είναι ότι «το να προσπαθείς να μιμηθείς τις θέσεις της Δεξιάς, πολύ απλά δεν αποτελεί επιτυχημένη στρατηγική για την Αριστερά».
Τι άλλαξε η οικονομική κρίση του 2008
Ο Μπιορν Μπρέμερ, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης (CEU) της Βιέννης, σημειώνει ότι μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε Ισπανία, Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία (συλλέγοντας δεδομένα και από 12 ακόμη χώρες της ΕΕ) έδειξε ότι μετά την οικονομική κρίση του 2008 η «δημοσιονομική ορθοδοξία» ήταν χαμένη ψήφος για την Κεντροαριστερά.
«Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που έχουν υποστηρίξει τη λιτότητα αποτυγχάνουν να κερδίσουν την υποστήριξη των ψηφοφόρων που ανησυχούν για το δημόσιο χρέος και χάνουν την υποστήριξη εκείνων που αντιτίθενται στη λιτότητα», δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα ο Μπρέμερ. «Τα κεντροαριστερά κόμματα που στην ουσία επιβάλλουν τη λιτότητα χάνουν ψήφους» πρόσθεσε.
Ως παράδειγμα, ο Μπρέμερ στέκεται στην προεκλογική εκστρατεία που οδήγησε σε ήττα των Εργατικών του Ηνωμένου Βασιλείου το 2015, η οποία επικεντρώθηκε στη δημοσιονομική υπευθυνότητα. «Οταν οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται πραγματικά για τη δημοσιονομική πολιτική, θα επιλέξουν τον “ιδιοκτήτη της θεματικής” —σε αυτή την περίπτωση, τους Συντηρητικούς για τους οποίους θα πιστεύουν πάντα ότι είναι πιο αξιόπιστοι σε αυτό το ζήτημα» σχολιάζει.
Η δημοσιονομική ορθοδοξία -μείωση των φόρων, περιορισμός των δαπανών, περιορισμός του δημόσιου χρέους- λειτούργησε για σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως οι Εργατικοί (New Labour) του Τόνι Μπλερ και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (CDU) του Γκέρχαρντ Σρέντερ, αλλά επισημαίνει ότι αυτό συνέβη σε μια «περίοδο σχετικής σταθερότητας και ανάπτυξης».
Στη σημερινή εποχή που είναι διαφορετική, τα δεδομένα που συγκέντρωσαν οι ειδικοί δείχνουν ότι τα κεντροαριστερά κόμματα μπορούν να δημιουργήσουν έναν συνασπισμό ψηφοφόρων που πιστεύουν στο ισχυρό κράτος πρόνοιας, τις αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες και τις πραγματικές επενδύσεις. Το να επιχειρήσουν κάτι άλλο, προτείνοντας ένα ψηφιδωτό που προωθεί τη λιτότητα αλλά υπόσχεται παράλληλα να προστατεύσει τις δημόσιες υπηρεσίες και το κράτος πρόνοιας ελπίζοντας ότι οι ψηφοφόροι θα ανταποκριθούν, αποτελεί κατά τους ίδιους συνταγή αποτυχίας.
Στα συμπεράσματα της έρευνας περιλαμβάνεται επίσης η αποτύπωση της αντιπάθειας των κεντροαριστερών ψηφοφόρων για πολιτικές όπως ο περιορισμός της πρόσβασης των μεταναστών στις υπηρεσίες πρόνοιας. Ευρύτερα, τα εκλογικά και δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων των μεταναστών δεν είναι δημοφιλής σε αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Το λάθος που γίνεται από κεντροαριστερούς πολιτικούς, σύμφωνα με τον Ματίας Ενγκιστ -πολιτικό επιστήμονα του Πανεπιστημίου της Λωζάνης- είναι ένα λάθος στάθμισης των διαθέσεων του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνονται. Διότι όταν υιοθετούν τον περιορισμό της πρόσβασης στο κράτος πρόνοιας για τους μετανάστες, τον λεγόμενο «σοβινισμό της πρόνοιας», μοιάζουν να απευθύνονται στο λάθος κοινό.
Οπως εξηγεί ο Ενγκιστ, τα εκλογικά και δημοσκοπικά στοιχεία «δείχνουν ξεκάθαρα ότι υπερεκτιμούν την εκλογική σημασία των παραδοσιακών, λευκών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και υποτιμούν το πόσο έντονα ενδιαφέρονται οι σημερινοί ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης για την αξιοπρεπή και ισότιμη μεταχείριση των μεταναστών».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News