Είναι 1897. Σε ένα εργαστήριο της εταιρείας Bayer, στο Βούπερταλ της Γερμανίας, ο νεαρός χημικός Φέλιξ Χόφμαν συνθέτει το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ASA) χωρίς και ίδιος να γνωρίζει πόσο σημαντικό ήταν αυτό το επίτευγμα και πόσο θα άλλαζε την κλινική πράξη.
Η ασπιρίνη είναι αυτή τη στιγμή το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο φάρμακο παγκοσμίως και σίγουρα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φαρμακολογικά επιτεύγματα του εικοστού αιώνα. «Γεννήθηκε» το 1897 στη Γερμανία, αλλά η ιστορία της ξεκίνησε 3.500 χρόνια νωρίτερα.
Αυτή την ιστορία περιγράφει η διαδικτυακή έκθεση «Take Two and Call Me in the Morning: The Story of Aspirin Revisited», που διοργανώνεται από την αμερικανική Εθνική Βιβλιοθήκη Ιατρικής (National Library of Medicine – NML) η οποία εδρεύει στις εγκαταστάσεις των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας στη Bethesda του Μέριλαντ και από το 1836 που ιδρύθηκε αποτελεί κέντρο καινοτομίας πληροφοριών, όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. αλλά για όλον τον κόσμο. Είναι η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη ιατρικών επιστημών, κέντρο έρευνας και εκπαίδευσης, με δίκτυο τουλάχιστον 8.000 φορέων ιατρικής πληροφόρησης.
Η έκθεση παρακολουθεί τη χρήση της ασπιρίνης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πανδημία γρίπη, και τη μετατροπή της σε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φάρμακο.
Ο Ιπποκράτης ήξερε
Η ασπιρίνη έχει τις ρίζες της στην αρχαία ιατρική, τότε που οι Σουμέριοι και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τον φλοιό της ιτιάς για να ανακουφίζουν τον πόνο και να αντιμετωπίζουν τον πυρετό.
Ο Ιπποκράτης, γύρω στο 470 π.Χ., έδινε στις επιτόκους να μασούν φλούδες από φλοιό και φύλλα ιτιάς, αφού είχε διαπιστώσει ότι μπορούσαν να απαλύνουν τους πόνους της γέννας. Αλλοι γιατροί της Αρχαιότητας χρησιμοποίησαν τον φλοιό της ιτιάς για να καταπολεμήσουν φλεγμονές του ουροποιητικού συστήματος και εμπύρετες καταστάσεις.
Το 1763, ένας Βρετανός ιερωμένος περιέγραψε πρώτος ότι ο φλοιός της ιτιάς ήταν κάτι περισσότερο από ένα «λαϊκό γιατροσόφι». Ο αιδεσιμότατος Εντουαρντ Στόουν κατέθεσε στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου εργασία στην οποία ανέφερε ότι είχε δοκιμάσει ένα φάρμακο φτιαγμένο από αποξηραμένο φλοιό ιτιάς σε δεκάδες ασθενείς και ότι ήταν επιτυχές στη θεραπεία πόνων και ρευματικών παθήσεων.
Από τότε, πολλοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με τις ιδιότητες και τις δυνατότητες αυτού του πικρού παρασκευάσματος που προέκυπτε από τη φλούδα του δέντρου.
Το λατινικό όνομα της λευκής ιτιάς είναι Salix alba και το «θαυματουργό» συστατικό που βρίσκεται στον φλοιό του δέντρου είναι η σαλικίνη. Βέβαια, η γεύση του φλοιού δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις προκαλούσε γαστρεντερικές διαταραχές.
Ενα φάρμακο που θα μείνει στην Ιστορία
Οπως γράφει η Washington Post, με βάση τις πληροφορίες από την έκθεση, το 1829 ο γάλλος χημικός Ενρί Λερού κατάφερε να απομονώσει τη σαλικίνη στο εργαστήριο. Αυτή ήταν η αρχή της δημιουργίας ενός φαρμάκου που έμελλε να κατακτήσει τον κόσμο.
Το 1897 παρασκευάστηκε στη Γερμανία, στο εργαστήριο της φαρμακευτικής εταιρείας Friedr ένα ακετυλοσαλικυλικό οξύ που είχε όλες τις αναλγητικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες της σαλικίνης, αλλά χωρίς την πικρή γεύση και τις γαστρεντερικές παρενέργειες. Θα θεράπευε πονοκεφάλους και πυρετούς, ενώ θα αποδεικνυόταν σωτήριο και κατά των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Δύο χρόνια μετά την παρασκευή της δραστικής ουσίας, το 1899, η ασπιρίνη κατοχυρώνεται ως εμπορική ονομασία (Aspirin™) και κυκλοφορεί σε μορφή σκόνης. Η Bayer παραδίδει το φάρμακο στα φαρμακεία σε μικρά γυάλινα φιαλίδια των 250 γραμμαρίων. Στη συνέχεια, 500 mg της σκόνης ζυγίζονται και διανέμονται στους πελάτες σε μικρά χάρτινα σακουλάκια.
Μόλις έναν χρόνο αργότερα, η Bayer λανσάρει την ασπιρίνη σε δισκίο, με ελάχιστες διαφορές στην εμφάνιση από τη σημερινή της μορφή. Το 1915 η ασπιρίνη διατίθεται για πρώτη φορά χωρίς ιατρική συνταγή και πολύ σύντομα γίνεται best seller.
To 1949, σε «ηλικία» 50 ετών, η ασπιρίνη κερδίζει μια θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες, ως το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο αναλγητικό παγκοσμίως.
Η πραγματική πορεία προς τη δόξα, όμως, ξεκινάει το 1977, όταν δημοσιεύεται η πρώτη μελέτη για τον ρόλο της ασπιρίνης στην πρόληψη εγκεφαλικών επεισοδίων. Το 1983 δημοσιεύεται η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι η ασπιρίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου σε ασθενείς με στηθάγχη.
Δέκα χρόνια αργότερα, η Bayer λανσάρει ασπιρίνη σε χαμηλή δόση, ως αγωγή για την πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων. Η καρδιοπροστατευτική δράση της έχει ελεγχθεί σε περισσότερες από 200 μελέτες, με συμμετοχή τουλάχιστον 200.000 ασθενών, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει κατατάξει το φάρμακο στους βασικούς αντιπηκτικούς παράγοντες.
Το φάρμακο είναι εγκεκριμένο σε περισσότερες από 50 χώρες για την πρωτογενή πρόληψη εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, ενώ δεκάδες επιστημονικές εταιρείες παγκοσμίως περιλαμβάνουν την ασπιρίνη στις κατευθυντήριες οδηγίες για την πρόληψη καρδιαγγειακών συμβάντων, τόσο σε πρωτογενές όσο και σε δευτερογενές επίπεδο (δηλαδή τόσο για τη μείωση του κινδύνου, όσο και για την πρόληψη νέου επεισοδίου μετά το πρώτο).
Η συστηματική χρήση ασπιρίνης έχει συνδεθεί από διάφορες μελέτες και με τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου.
Από την ιστορία της ασπιρίνης δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείπει το βραβείο Νομπέλ: το κέρδισε το 1982 ο καθηγητής Φαρμακολογίας Τζον Βέιν, ο οποίος ανακάλυψε ότι οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του φαρμάκου προκύπτουν από τη δυνατότητά του να αναστέλλει την παραγωγή προσταγλανδινών, οι οποίες προάγουν τη φλεγμονή.
Η ασπιρίνη διαθέτει και ένα ολόδικό της ίδρυμα: Το Διεθνές Ιδρυμα Ασπιρίνης (International Aspirin Foundation) λειτουργεί από το 1974 με έδρα το Κεντ του Ηνωμένου Βασιλείου και με στόχο την προώθηση και ανάπτυξη της έρευνας που αφορά την ασπιρίνη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News