Αν και χριστουγεννιάτικη, η τελευταία ταινία του Αλεξάντερ Πέιν «Τα Παιδιά του Χειμώνα» έρχεται καθυστερημένη, αφού θα αρχίσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 25 Ιανουαρίου. «Αριστούργημα» τη χαρακτήρισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου παρουσιάστηκε αρχικά. «Δεν είναι ταινία, είναι ένας σαγηνευτικός ψίθυρος, μια λυτρωτική προσευχή» είπε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλώντας τον ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη στη σκηνή του φεστιβάλ.
«Τα Παιδιά του Χειμώνα» («The Holdovers»), σε σενάριο του Ντέιβιντ Χέμινγκσον, είναι μια γλυκόπικρη ανάμνηση της δεκαετίας του 1970 και ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Φιλτραρισμένη με το τρυφερό άγγιγμα και την περιπαικτική διάθεση του Αλεξάντερ Πέιν, η ταινία μας μεταφέρει σε ένα αμερικανικό οικοτροφείο αρρένων κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών.
Ενας δύστροπος φιλόλογος, ο Πολ Χάναμ (ο Πολ Τζιαμάτι που τιμήθηκε με Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του), είναι αναγκασμένος να παραμείνει στο campus του οικοτροφείου, επιφορτισμένος να προσέχει τους λίγους φοιτητές, που θα περάσουν τις γιορτές ολομόναχοι, μακριά από τις οικογένειές τους.
Σε αυτό το σκηνικό απομόνωσης (και ναφθαλίνης…), όπου το κρύο και το χιόνι καταπίνουν τα πάντα, ο καθηγητής θα αναπτύξει μια απίθανη σχέση με έναν απείθαρχο αλλά ευφυή μαθητή (Ντόμινικ Σέσα), ο οποίος προέρχεται από ένα ασταθές οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και με την αρχιμαγείρισσα του οικοτροφείου (ΝταΒάιν Τζόι Ράντολφ), η οποία θρηνεί για την απώλεια του γιου της στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι τρεις φαινομενικά αταίριαστοι χαρακτήρες, ο καθένας φορτωμένος με τις δικές του βαθιές πληγές, θα έρθουν κοντά. Το εορταστικό μήνυμα –που δεν το λες και χαρμόσυνο– έρχεται από τον καθηγητή: «Βρίσκω τον κόσμο ένα πικρό και περίπλοκο μέρος» δηλώνει ο Πολ Τζιαμάτι. «Φαίνεται ότι και αυτός νιώθει το ίδιο για μένα».
Ο σκηνοθέτης δεν έχει περάσει ποτέ τόσο μοναχικά Χριστούγεννα, αν και μερικές φορές τα έχει πλησιάσει. Μιλώντας με τον Ζαν Μπρουκς του Guardian με αφορμή τη νέα του ταινία, ο Αλεξάντερ Πέιν θυμάται τα 60ά γενέθλιά του, στις 10 Φεβρουαρίου 2021: «Επρεπε να απομονωθώ γιατί είχα Covid» λέει. «Εμεινα, λοιπόν, ολομόναχος στο διαμέρισμά μου. Οι φίλοι έφερναν φαγητό και το άφηναν στην πόρτα μου». Αλλά συνολικά, η μέρα-ορόσημο θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη.
Ατυχία, μιζέρια και λυτρωτικές πράξεις ανθρώπινης καλοσύνης: αυτά είναι τα θέματα που μιλούν στον σκηνοθέτη και τροφοδοτούν τις καλύτερες δουλειές του, είτε πρόκειται για το βραβευμένο με Οσκαρ το 2004 «Πλαγίως» (στο οποίο έστειλε έναν επίδοξο συγγραφέα, τον Πολ Τζιαμάτι, παρέα με έναν μάλλον αποτυχημένο ηθοποιό, τον Τόμας Χέιντεν Τσερτς, σε περιοδεία στους αμπελώνες της Καλιφόρνιας), είτε για το επίσης road movie «Νεμπράσκα» του 2013 (ο Μπρους Ντερν στον ρόλο ενός στρυφνού αλκοολικού γέρου κυνηγάει το αμερικάνικο όνειρο). Ο τόνος μπορεί να είναι σκυθρωπός αλλά το συναίσθημα αλλάζει συνεχώς.
Και αυτό ακριβώς είναι που αρέσει στον Πέιν, γιατί κρατά το κοινό σε εγρήγορση. «Οι Ελληνες έχουν μια λέξη, “χαρμολύπη”» λέει. «Ευτυχία και λύπη μαζί, συνδυασμένα. Στην Ελλάδα έβαζαν τις δύο μάσκες πάντα μαζί. Το “bittersweet” (γλυκόπικρο) ίσως είναι ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψεις στα αγγλικά».
Η συνέντευξή του στον Guardian κράτησε μόλις λίγα λεπτά, αλλά ήταν σαν να βρέθηκαν με τον βρετανό δημοσιογράφο σε μια τάξη του «Barton Academy» της τελευταίας του ταινίας. «Πάντα λέω ότι κάνω κωμωδίες», λέει ξεκινώντας. «Ο Τζον Φορντ έλεγε “είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν”. Εγώ λέω “είμαι ο Αλεξάντερ Πέιν και κάνω κωμωδίες”, γιατί προσπαθώ να διατηρήσω μια κωμική στάση, ακόμη και απέναντι σε δραματικό υλικό. Να είναι γρήγορες και γοητευτικές. Αλλά έτσι δεν είναι και η ζωή; Είναι μια μπανάλ αναλογία, αλλά η ζωή δεν είναι μεμονωμένες νότες, είναι συγχορδίες. Χαρμολύπη, γλυκόπικρη».
Οπως κι αν θέλει να το ονομάσει κανείς, η συνταγή του Πέιν είναι απόλυτα επιτυχημένη στα «Παιδιά του Χειμώνα», μια ταινία που οι ειδικοί θεωρούν κορυφαία υποψήφια για Οσκαρ και την οποία ο Μπαράκ Ομπάμα επέλεξε ως μια από τις αγαπημένες του για το 2023. Είναι χαλαρή και υπέροχη, σε κάνει να εμπλέκεσαι αβίαστα, γράφει ο Ζαν Μπρουκς στον Guardian.
«Συνειδητοποιώ ότι κανένας από εμάς δεν είναι εδώ επειδή θέλουμε να είμαστε» παραδέχεται ο Χάναμ – Τζιαμάτι κάπου στην αρχή, εισάγοντας έτσι την ένταση που καλείται να διαχειριστεί. Η χειμωνιάτικη καταχνιά ανασηκώνεται δεόντως. Τα σπασμένα κομμάτια δημιουργούν ένα σύνολο. Και όπως συνέβη με τα 60ά γενέθλια του Πέιν, αυτές οι διακοπές μπορεί τελικά να μην είναι τόσο χαμένη υπόθεση.
«Τα Παιδιά του Χειμώνα» είναι επίσης μια ταινία κατηγορηματικά αταίριαστη με την εποχή. Οχι τόσο γιατί το στόρι μεταφέρει τον Πέιν από τις αγαπημένες του πεδινές μεσοδυτικές πολιτείες σε μια χιονισμένη Μασαχουσέτη με μελαγχολικές βιομηχανικές πόλεις και ποτάμια με αφρισμένα νερά. Ούτε γιατί, αν και χριστουγεννιάτικη, η ταινία του φαίνεται να βγαίνει με καθυστέρηση στις κινηματογραφικές αίθουσες. Απλώς, είναι πάρα πολύ επηρεασμένη από το παρελθόν, από την αμερικανική κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας του 1970 συγκεκριμένα, σε σημείο που ξεπερνά τον φόρο τιμής ή τη μίμηση.
Η επιρροή αυτή διατρέχει την ταινία, από το πλαίσιο (Δεκέμβριος 1970) και την τεχνική (αργή μετάβαση από το ένα πλάνο στο άλλο) μέχρι τη θορυβώδη και δυνατή συναισθηματικά πλοκή (προσγειωμένη τη μια στιγμή, ξεκάθαρα τρυφερή και νοσταλγική την άλλη).
Ο Πέιν επισημαίνει ότι στην ετικέτα ενός τετραδίου υπάρχει η ημερομηνία 16/12/1970, για να δώσει την εντύπωση ότι γυρίστηκε το 1970 και κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά, σαν να είναι μια ταινία επισκέπτης από το παρελθόν, που μπορεί να μυρίζει ακόμα πατσουλί και τσιγάρα. «Ισως ασυνείδητα, η επιλογή μας για εκείνη την ημερομηνία έχει να κάνει με το σήμερα. Γιατί είναι μια ταινία για την απώλεια κατεύθυνσης στη χώρα στο σύνολό της. Ισως ενέχει και ένα συγκεκριμένο αντιεξουσιαστικό στοιχείο. Πώς παραλληλίζονται αυτές οι ιδιότητες ή σχολιάζουν αυτό που περνάμε;» σημειώνει.
Ο Μπρουκς γράφει στον Guardian πως δεν έχει καμία αμφιβολία ότι το κάνουν, αλλά υποψιάζεται ότι η ταινία είναι μοναδική στο είδος της. Η βιομηχανία του κινηματογράφου, τονίζει, έχει αλλάξει. Οι ταινίες έχουν τώρα πιο γρήγορο ρυθμό. Για να το πούμε πιο ωμά, πόσες άλλες αμερικανικές ταινίες βλέπει ο Πέιν να γυρίζονται αυτή τη στιγμή σε παλιό στυλ;
«Λοιπόν, ας το σκεφτούμε μαζί» απαντά ο σκηνοθέτης. «Οσον αφορά την κωμωδία, υπάρχει σήμερα κάτι σαν τη “Μέρα της Μαρμότας”; Την “Πολυθρόνα για Δύο”; Πού είναι, εν προκειμένω, οι “Σχέσεις Στοργής”; Η στιβαρή, ευφυής δραματική κωμωδία; Πού είναι το καλοφτιαγμένο δράμα; Πού είναι το “Πέρα από την Αφρική” ή ο “Αγγλος Ασθενής”;» O Πέιν φοβάται ότι κυριαρχούν οι ταινίες της Marvel. «Αν κάποιος δεν πετάει στην ταινία σου, δεν θα σου δώσουν τα χρήματα για να την κάνεις» παρατηρεί.
Η μοίρα του Πέιν, λοιπόν, ήταν να εμφανιστεί στο τέλος της εποχής που σέβεται, σκηνοθετώντας τις τελευταίες ταινίες στο στυλ των auteurs της δεκαετίας του 1970 και της indie (ανεξάρτητης) κινηματογραφικής σκηνής της δεκαετίας του 1990. Εκανε τεράστια επιτυχία με τη μαύρη κωμωδία «Election – Σκάνδαλα στα Θρανία» (1999), με πρωταγωνιστές τους Μάθιου Μπρόντερικ σε ρόλο δασκάλου και Ρις Γουίδερσπουν ως μαθήτρια-εφιάλτη. Ακολούθησε το «Σχετικά με τον Σμιντ» (2002), με τη μάλλον τελευταία εξαιρετική ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον.
Εκτοτε τα πράγματα ήταν δύσκολα. Κάθε ταινία και ένας αγώνας. «Η “Νεμπράσκα”, συγκεκριμένα, ήταν πολύ δύσκολο να χρηματοδοτηθεί γιατί την ήθελα ασπρόμαυρη. “Οι Απόγονοι” ήταν πιο εύκολοι, γιατί είχα τον Τζορτζ Κλούνεϊ – “δείτε αυτό το τεράστιο λαμπερό πράγμα”… Και ο “Μικρόκοσμος” ήταν ένα διαφορετικό θηρίο, θα μπορούσα να πω: “Για δες, είναι ο Ματ Ντέιμον”. Εννοώ, σίγουρα φαινόταν καλή στο χαρτί»… Αλλά δεν γνώρισε επιτυχία, εμπορική τουλάχιστον.
Η κωμωδία επιστημονικής φαντασίας του 2017 αποδείχθηκε υπερβολικά φιλόδοξη και δεν μπόρεσε να συγκινήσει επαρκώς ούτε τους κριτικούς ούτε το κοινό. Ο ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης έχει ξεπεράσει την καταιγίδα, τον πόνεσε όμως: «Γλείφεις τις πληγές σου για ένα δευτερόλεπτο, αλλά τι μπορείς να κάνεις; Σηκώνεσαι και προχωράς» λέει και ανατρέχει στο αρχείο του μυαλού του με τις αποτυχημένες ταινίες: «Ο Μπράιαν ντε Πάλμα είπε κάτι υπέροχο μετά τη δημιουργία της “Απατηλής Λάμψης της Ματαιοδοξίας»”: “Δεν είσαι κανένας στο Χόλιγουντ μέχρι να γονατίσεις ένα στούντιο”» θυμάται.
Ο Αλεξάντερ Πέιν μεγάλωσε στην Ομαχα της Νεμπράσκα, έναν κόσμο μακριά από τη δράση. Ηταν το μικρότερο από τα τρία αγόρια μιας ελληνοαμερικανικής οικογένειας. Ως παιδί, συχνά μισούσε εκείνο το μέρος. Ηταν μια συντηρητική «πόλη αγελάδων» και εκείνος ανυπομονούσε να φύγει από εκεί.
Σήμερα έχει ένα διαμέρισμα στο Λος Αντζελες και μια βάση στην Ομαχα, η οποία, όπως εξηγεί, έχει στο μεταξύ αλλάξει. Είναι πολύ πιο φιλελεύθερη και ενδιαφέρουσα πόλη. «Αλλά ένας από τους λόγους που μένω εκεί είναι η οικογένεια. Ο πατέρας μου έχει φύγει. Τα δύο αδέρφια μου έχουν πεθάνει επίσης. Και η μητέρα μου μόλις έγινε 100 ετών. Οπότε, πραγματικά, πρέπει εγώ να την παρακολουθώ στενά» αποκαλύπτει.
Τα επόμενα σχέδιά του; Ενδιαφέρεται να γυρίσει ένα σίκουελ του «Election», με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Γουίδερσπουν, αλλά το σενάριο χρειάζεται λίγη βελτίωση, λέει. Εναλλακτικά, θα ήθελε να χρησιμοποιήσει το ελληνικό διαβατήριό του για να κάνει μια ταινία στην Ευρώπη. Οποια κατεύθυνση και αν πάρει, όμως, το πιθανότερο είναι ότι θα τον οδηγήσει σε άλλη μια δραματική κωμωδία.
Πώς βλέπει τον εαυτό του; Ως επιτυχημένο άνθρωπο; «Αυτή θα είναι μια πραγματικά θλιβερή απάντηση» λέει ο Πέιν στον Guardian. «Πρόσφατα έχασα τον αδελφό μου από καρκίνο στο πάγκρεας. Το να τον παρακολουθώ να περνάει αυτή τη διαδικασία μού έδωσε μια ωραία οπτική. Ο,τι κι αν περνάτε στη ζωή σας, πιστέψτε με, είστε σε πολύ καλή κατάσταση αν δεν έχετε καρκίνο στο πάγκρεας» τονίζει.
Ανασυντάσσεται, ωστόσο, και αναθεωρεί με μια «πιο ρόδινη» απάντηση. «Αισθάνομαι πολύ τυχερός που είμαι σκηνοθέτης. Τυχερός γιατί γεννήθηκα σε μια περίοδο που υπήρχαν ακόμη ταινίες. Τυχερός γιατί άρχισα να τις καταλαβαίνω και να μου αρέσουν. Τυχερός γιατί άρχισα να γυρίζω ταινίες και να έχω λίγη επιτυχία. Οπότε, ναι, σε αυτό το επίπεδο νιώθω πολύ επιτυχημένος. Και όσο μεγαλώνω, τόσο πιο τυχερός και ευγνώμων νιώθω. Ετσι δεν λειτουργεί η ζωή;».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News