Μπορεί η μισή Ελλάδα αυτές τις γιορτές να είναι εσώκλειστη λόγω ιώσεων και κορονοϊού και να τριγυρνάει με τις φόρμες από το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα, αλλά αν ανοίξει τη μικρή οθόνη, θα πονέσουν τα μάτια της από την πούλια και το στρας. Γιατί εκεί, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, το γιορτάζουν βρέξει-χιονίσει. Και άρρωστοι να είναι, που λέει ο λόγος, την πούλια θα τη φορέσουν.
Αν αναλύσεις την τηλεοπτική εορταστική φιλοσοφία, θα δεις ότι έχει κάποια χαρακτηριστικά που έχουν μείνει ίδια από τη γέννησή της και ο κόσμος να χαλάσει, δεν αλλάζουν. Είναι τόσο ίδιος και απαράλλακτος ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται το εορταστικό πρόγραμμα των καναλιών, που και τον πλέον ανίδεο να βάλεις υπεύθυνο προγραμματισμού, θα καταφέρει να το φτιάξει.
Ας ξεκινήσουμε από τις ψυχαγωγικές εκπομπές. Ντυμένοι πρωί-πρωί σαν ντισκομπάλες, και αφού σταθούν λίγο στο πώς θα πάει η νέα χρονιά για κάθε ζώδιο και στα τρέχοντα κουτσομπολιά των γιορτών, όπως ο λόγος που η Ιωάννα Τούνη έχασε την πτήση για Μεξικό ή πώς πέρασε το ζεύγος Βανδή-Μπισμπίκης την Πρωτοχρονιά, υποδέχονται στα πλατό τους τα είδωλα του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου, από τα οποία θα πάρουν για χιλιοστή φορά συνέντευξη.
Και μετά, το πλατό θα γίνει πίστα και όλοι μαζί, παρουσιαστές, πάνελ και καλεσμένοι, θα αρχίσουν να λικνίζονται αμήχανα στον ρυθμό του ελαφρολαϊκού ειδώλου. Το οποίο έφτασε αγουροξυπνημένο από το επαγγελματικό ξενύχτι του για να κάνει λίγο ακόμα χαμό σε ένα τηλεοπτικό σκηνικό, μπροστά σε τηλεθεατές που πίνουν τον καφέ τους, τρώγοντας περισσεύματα βασιλόπιτας και καταπίνοντας παυσίπονα –είπαμε, η μισή Ελλάδα φέτος είναι άρρωστη.
Ανοίγεις τηλεόραση πρωί; Μπουζούκια. Την ανοίγεις μεσημέρι; Μπουζούκια και πάλι. Ασφαλώς, και βράδυ να την ανοίξεις τέτοιες μέρες, σε μπουζούκια θα πέσεις. Κάθε κανάλι που σέβεται τον εαυτό του έχει γυρίσει μια εορταστική μουσική βραδιά, με καλεσμένους της σόου μπίζνες που μαζεύτηκαν για να διασκεδάσουν, ακούγοντας καψουροτράγουδα και ρίχνοντας γαρίφαλα μπροστά σε κάμερες, προσπαθώντας να καμουφλάρουν με ψεύτικα χαμόγελα την αφόρητη βαρεμάρα που νιώθουν όση ώρα διαρκεί η μαγνητοσκόπηση, στην οποία είπαν το «ναι» γιατί τη βαρεμάρα πολλοί μίσησαν, τη ματαιοδοξία για τηλεοπτική έκθεση κανείς.
Για την ελληνική τηλεόραση, όσοι ζούμε σε αυτή τη χώρα είμαστε λάτρεις του Αντύπα και της Αντζελας Δημητρίου. Ξυπνάμε με Νίκο Οικονομόπουλο και κοιμόμαστε με Κωνσταντίνο Αργυρό. Δεν υπάρχει κανένα άλλο γούστο και προτίμηση, σε μουσική διασκέδαση εν προκειμένω, πέρα από την πίστα. Την οποία πρέπει να δούμε σε όλες τις τηλεοπτικές εκδοχές γιατί κάποιος έχει αποφασίσει ότι είναι το βασικότερο συστατικό της γιορτινής μικρής οθόνης. Σαν μια τηλεοπτική λούπα σκυλάδικου, που ξεκινάει τα Χριστούγεννα και τελειώνει των Φώτων.
Δεν έχει μόνο σκυλάδικο η τηλεόραση των γιορτών, βεβαίως. Εχει και ξένες ταινίες που έχεις δει εκατό φορές και τώρα βγαίνουν από το ντουλάπι για να τις ξαναδείς ακόμα μία. Εχει και επαναλήψεις εορταστικών επεισοδίων ελληνικών σειρών του παρελθόντος. Τότε που κάθε σειρά έπρεπε να έχει το χριστουγεννιάτικο και το πρωτοχρονιάτικό της. Επεισόδια στα οποία θα δεις ακόμα μια πίστα μπροστά σου, γιατί το εορταστικό της ελληνικής πάλαι ποτέ μυθοπλασίας έπρεπε οπωσδήποτε να στήσει την πλοκή του γύρω από έναν αοιδό, ο οποίος στο τέλος θα τραγουδούσε ενώ το καστ της σειράς θα γλεντούσε γύρω του.
Η φτώχεια της ελληνικής τηλεόρασης δεν φαίνεται πουθενά τόσο έντονα, όσο στο γιορτινό της περιτύλιγμα. Πλουμιστό αλλά ξεφτισμένο από τη χρήση, χωρίς καμία προσπάθεια για πρωτοτυπία, με κέφι κατ’ επίφαση και με το ίδιο περιεχόμενο που σερβίρεται κάθε χρόνο όλο και πιο μπαγιάτικο, σαν μελομακάρονο που έχει πετρώσει αλλά κάποιος επιμένει ότι τρώγεται ακόμα.
Δεν τρώγεται, πώς να το κάνουμε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News