Το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι στο σπίτι της γιαγιάς Καίτης ήταν ένα θεμελιώδους αξίας οικογενειακό έθιμο, καθώς γιόρταζε με πάντα ιδιαίτερη χαρά την ονομαστική γιορτή του «κανακάρη» της. Ολη η οικογένεια, μαζευόμασταν στη στενόμακρη σαλοτραπεζαρία του Παγκρατίου, όπου δέσποζε ένα κλασικό σύνθετο της εποχής, γεμάτο κρυστάλλινα ποτήρια που δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέ, ασημένια μαχαιροπίρουνα που έβγαιναν μια φορά τον χρόνο από το συρτάρι αποκλειστικά για να γυαλιστούν και να επιστρέψουν στη θαλπωρή της βαμβακερής θήκης τους, αλλά και το 24άρι σερβίτσιο με την επίχρυση διακόσμηση που προφανώς δεν τολμούσαμε καν να σκεφτούμε να χρησιμοποιήσουμε ποτέ.
Στην κορυφή αυτής της μικροαστικής ξύλινης κατασκευής, γεμάτης απαγορευμένα αντικείμενα, υπήρχε μια σπασμένη πιατέλα. Απρόσιτη και επιβλητική. Από πολύ μικρός θυμάμαι να μου κάνει μεγάλη εντύπωση. Αναρωτιόμουν γιατί να κρατά κανείς, και μάλιστα σε μια τόσο περίοπτη θέση, μια σπασμένη πορσελάνινη πιατέλα με θολό λευκό φόντο και μπλε δαντελωτά σχέδια της άπω ανατολής. Ούτε το μοτίβο μου άρεσε και κυρίως δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να θαυμάζουμε μια κατεστραμμένη πιατέλα που στην καλύτερη περίπτωση θα έπρεπε να βρίσκεται θαμμένη στο σκοτεινό βάθος κάποιου ξεπεσμένου παλιατζίδικου.
Είχα για χρόνια την απορία, μέχρι που – περί τα μέσα της εφηβείας μου- αποφάσισα να τη θέσω δημοσίως. Είχα εξάλλου αποκτήσει πλέον την ικανότητα να αμφισβητώ ευθαρσώς οτιδήποτε έμοιαζε παρωχημένο ή κατεστημένο ή και τα δύο.
Αποδείχθηκε ότι η σπασμένη αυτή πιατέλα κουβαλούσε μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα ιστορία: Ήταν της προγιαγιάς μου. Τον δραματικό χειμώνα του ’41, είχε αναγκαστεί να πουλήσει διαφορά κοσμήματα και αντικείμενα αξίας του σπιτιού ώστε να μπορέσει να αγοράσει αλεύρι και λάδι για να ταΐζει τα δύο παιδιά της. Αυτή η πιατέλα όμως ήταν αποφασισμένη να παραμείνει στην οικογένεια, παρά τη δύσκολη συγκυρία.
Πηγαίνοντας η προγιαγιά μου να την πουλήσει στον μαυραγορίτη της γειτονιάς, σκόνταψε, της έπεσε και έσπασε στην άκρη της. Έτσι, ξαφνικά έχασε κάθε αξία ανταλλαγής με τρόφιμα. Ποιος θα ήθελε πια μια σπασμένη πιατέλα!
Εάν ήμασταν στην Ιαπωνία ίσως να εφάρμοζε τη μεσαιωνική τεχνική Kintsugi που ενώνει τη σπασμένη πορσελάνη με χρυσό και κάνει τα κατεστραμμένα αντικείμενα πιο πολύτιμα απ’ ότι ήταν στην αρχή. Αλλά ζούσε στην Ελλάδα της κατοχής. Έτσι, η προγιαγιά μου επέστρεψε κλαίγοντας με άδεια χέρια στο σπίτι. Ωστόσο η πιατέλα «διασώθηκε», παρά το ότι είχε χάσει την αξία της.
Μπορεί η προγιαγιά να μην έζησε την απελευθέρωση, μια που σκοτώθηκε σε ένα μπλόκο, αλλά η πιατέλα άντεξε στο πέρασμα του χρόνου και επόπτευε υπερήφανα την πορεία της οικογενείας ως ένα ανθεκτικό έμβλημα νίκης.
Αυτή η ιστορία μου φάνηκε πραγματικά συγκλονιστική όταν την πρωτοάκουσα από τη γιαγιά μου, η οποία είχε γενικώς άρνηση να μιλά για εκείνη τη δραματική περίοδο, σα να είχε αποφασίσει να την διαγράψει οριστικά από τη μνήμη της.
Γι’ αυτό και η σπασμένη πιατέλα έγινε πλέον πολύτιμη και για εμένα, ακόμα και χωρίς καμία χρυσή ένωση. Ήταν εξάλλου ένα από τα ενθύμια που κράτησα από το σπίτι της γιαγιάς μου, όταν εκείνη έφυγε…
Την έχω κι εγώ σε μια περίοπτη θέση στο σαλόνι μου, όχι απλώς ως ένα οικογενειακό κειμήλιο, αλλά ως ένα διακριτικό της αξίας που μπορεί να παραμένει ακόμα και μετά από ένα σπάσιμο, ακόμα και μετά από μια καταστροφή. Ως μια διαρκή υπενθύμιση ότι ένα ράγισμα μπορεί να αποβεί σωτήριο, έστω κι αν αυτή η σωτηρία δεν είναι ορατή σε πρώτο επίπεδο. Ότι η εκτίμηση των πραγμάτων έχει συγκυριακά χαρακτηριστικά. Ότι οι ατυχίες και οι δυσκολίες μπορούν να μας φορτίσουν με ιδιότητες που δεν φανταζόμαστε, και ότι τελικά -παρά τις απώλειες- μπορούμε να συνεχίσουμε, μ’ έναν τρόπο.
Μακριά από τον ζοφερό χειμώνα του ’41, το πορσελάνινο αυτό κειμήλιο συνεχίζει να είναι ένα σύμβολο αισιοδοξίας.
Με αυτή την αισιόδοξη ματιά την κοιτάζω και τώρα, πριν φύγω για το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, κάνοντας τον απολογισμό της χρονιάς που πέρασε και αναλογιζόμενος τους στόχους της επόμενης, στην αντανάκλαση της θολής, σπασμένης -πολύτιμης- πιατέλας της προγιαγιάς μου.
Ευτυχισμένο το νέο έτος λοιπόν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News