Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Eνωσης χρειάστηκαν οκτώ ώρες –σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα για την ΕΕ– για να συμφωνήσουν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία.
Αν και η απόφαση αποτελεί μια μεγάλη νίκη για τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είχε υψηλό κόστος, καθώς ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν μπλόκαρε την αποδέσμευση των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία η Ουκρανία χρειάζεται απεγνωσμένα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Καθώς συμπληρώνονται δύο χρόνια από το ξέσπασμα του πολέμου, η Ευρώπη βρίσκεται σε διπλό αδιέξοδο.
Η στρατηγική της για την Ουκρανία στηρίζεται σε τρία βασικά θεμέλια. Καταρχάς οι ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν έναν ορισμό της νίκης που συνεπάγεται την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και έχουν δεσμευτεί να συνεχίζουν να στηρίζουν την Ουκρανία έως ότου να ανακτήσει όλα τα εδάφη που κατέλαβε η Ρωσία κατά την πρώτη φάση του πολέμου.
Επειτα, η πολιτική της Ευρώπης για τη Ρωσία εστιάστηκε αποκλειστικά στις οικονομικές κυρώσεις και στη διεθνή απομόνωση. Δυτικές εταιρείες εγκατέλειψαν μαζικά την Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα, η G7 επέβαλε πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο και εκατοντάδες ρώσοι διπλωμάτες απελάθηκαν από τις δυτικές πρωτεύουσες.
Τρίτον, η εξάρτηση της Ευρώπης από την αμερικανική υποστήριξη έχει φτάσει σε ψυχροπολεμικά επίπεδα. Παρά την κλιμακούμενη αντιπαλότητα των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα, η κυβέρνηση του προέδρου Μπάιντεν προέβη στη δέσμευση σημαντικών διπλωματικών, οικονομικών, και στρατιωτικών πόρων για να εξασφαλίσει την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ευρώπης.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ουκρανία κατάφερε να διατηρήσει περίπου το 82% των εδαφών που κατείχε πριν από την εισβολή, ενώ η Ρωσία υπέστη σημαντικές απώλειες σε προσωπικό και πόρους. Επιπλέον, η διατλαντική συμμαχία – που χαρακτηρίστηκε ως σχεδόν νεκρή κατά τη θητεία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – είναι σήμερα ισχυρότερη όσο ποτέ ξανά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Αλλά και τα τρία θεμέλια έχουν αρχίσει να τρίζουν. Αν και μια διαδικαστική ταχυδακτυλουργία ματαίωσε την προσπάθεια του Ορμπαν να ασκήσει βέτο στην ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, η απόφαση είναι περισσότερο μια συμβολική παρά μια πρακτική νίκη για τη χώρα, δεδομένου ότι δεν λύνει το ζήτημα της συνεχιζόμενης καθυστέρησης όσον αφορά την παροχή κρίσιμης οικονομικής βοήθειας. Στα πεδία των μαχών της ανατολικής Ουκρανίας, ο πόλεμος έχει φτάσει σε τέλμα, το οποίο ευνοεί τη Ρωσία, καθώς στο πλαίσιο της ουκρανικής αντεπίθεσης, η οποία ήταν εξαρχής επιβαρυμένη με μη ρεαλιστικές προσδοκίες, δεν επιτεύχθηκαν οι δηλωμένοι στόχοι.
Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία τέθηκε υπό αμφισβήτηση, αφού πρόσφατη έρευνα του Politico αποκάλυψε ότι οι δυτικοί περιορισμοί ήταν πολύ λιγότερο καταστροφικοί από όσο αναμενόταν αρχικά. Καθώς ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανοίγεται στη Μέση Ανατολή και απειλεί να ανοίξει νέα ευρωπαϊκά μέτωπα, ολοένα περισσότεροι στην Ουάσιγκτον συναινούν ότι οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να συνεργαστούν με τη Μόσχα μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Το μειωμένο ενδιαφέρον της Αμερικής για τον πόλεμο της Ουκρανίας αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη σταθερότητα της Ευρώπης. Η μεγαλύτερη ανησυχία των ευρωπαίων ηγετών είναι η πιθανή επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο το 2025, καθώς δεξιές δεξαμενές σκέψης έχουν ήδη αρχίσει να καταστρώνουν σχέδια για ένα «αδρανές ΝΑΤΟ» και τάσσονται υπέρ μιας μετάβασης από τον επιμερισμό των βαρών σε μια «μετατόπιση» των βαρών».
Αλλά το πρόβλημα ξεπερνά τον Τραμπ. Ακόμη και η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον συντονισμό της άμυνας της Ουκρανίας, φαίνεται πως έχει αλλάξει τον ρυθμό της. Σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου με τον Ζελένσκι, ο Μπάιντεν εισήγαγε μια νέα διατύπωση, με την πρόταση «όσο μπορούμε» να αντικαθιστά τη φράση «για όσο χρόνο χρειαστεί» όσον αφορά τη στήριξη της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ. Ο Ζελένσκι, ο οποίος ταξίδεψε στην Ουάσιγκτον για να παρακαλέσει τους Ρεπουμπλικάνους νομοθέτες να εγκρίνουν ένα σημαντικό πακέτο βοήθειας και δεν κατάφερε να επιτύχει μια σημαντική εξέλιξη, ήταν εμφανώς απογοητευμένος.
Η ρητορική αλλαγή του Μπάιντεν αναδεικνύει το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουκρανίας και υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για την Ευρώπη να επανεξετάσει τη στρατηγική της. Καταρχάς ο ορισμός της νίκης της Ουκρανίας δεν πρέπει να περιορίζεται στην ανάκτηση εδαφών από τη Ρωσία. Ο χαρακτήρας και η ταυτότητα της μεταπολεμικής Ουκρανίας, ιδιαίτερα η δέσμευσή της στις δημοκρατικές αρχές, έχουν την ίδια σημασία. Εάν η Ουκρανία βγει από αυτόν τον πόλεμο ως ζωντανή δημοκρατία και γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, θα πρόκειται μια θεαματική νίκη, ανεξάρτητα από συγκεκριμένα εδαφικά κέρδη.
Κατά συνέπεια, οι δυτικές χώρες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην υποστήριξη της Ουκρανίας με στόχο την πραγμάτωση αυτού του οράματος. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συνδράμουν την Ουκρανία να μεταρρυθμίσει την οικονομία και την αμυντική βιομηχανία της, ώστε η χώρα να εξαρτάται λιγότερο από τις ιδιοτροπίες της δυτικής εσωτερικής πολιτικής. Αυτό θα επέτρεπε στην Ουκρανία να δημιουργήσει οικονομικά βιώσιμους μηχανισμούς, ούτως ώστε να αμύνεται στη ρωσική επιθετικότητα. Αντί να περιμένουν να τελειώσει ο πόλεμος, οι δυτικές κυβερνήσεις πρέπει να βοηθήσουν την Ουκρανία να ανοικοδομήσει την οικονομία της και τη φορολογική της βάση ενόσω η σύγκρουση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός μιας νίκης της Ουκρανίας θα πρέπει να συμβαδίσει με μια νέα αντίληψη του τι συνιστά ήττα της Ρωσίας. Δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι απίθανο να τελειώσει με τον Πούτιν και τους ημετέρους του στο εδώλιο της Χάγης, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσουν τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που θέτει η πολύπλευρη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης, περιλαμβανομένων μιας ενεργειακής κρίσης, της πολιτικής αναταραχής και της γεωπολιτικής αστάθειας. Μια παρατεταμένη σύγκρουση με ένα αδίστακτο ρωσικό καθεστώς απαιτεί μια ολιστική στρατηγική στην οποία θα ορίζεται η δημιουργία καναλιών για την κατανόηση και την πρόβλεψη των προθέσεων και των τακτικών του Κρεμλίνου.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα κάθεται στο Οβάλ Γραφείο τον Ιανουάριο του 2025, η Ευρώπη πρέπει να περιορίσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Αυτό συνεπάγεται περισσότερες δαπάνες για την άμυνα και την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής κοινής στρατηγικής. Το να επιτρέπεται σε ένα μόνο κράτος-μέλος να μπλοκάρει το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής του μπλοκ, όπως έκανε η Ουγγαρία, είναι μη βιώσιμο και ασυμβίβαστο με τη φιλοδοξία της ΕΕ να εδραιώσει την ισχύ της σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Παρά τις εν λόγω προκλήσεις, κατά την πρόσφατη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενδέχεται να τέθηκαν οι βάσεις για ένα νέο όραμα για την Ευρώπη. Τα τελευταία δύο χρόνια χαρακτηρίστηκαν από μια απροσδόκητη ευθυγράμμιση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, με τη Γαλλία να ανακαλύπτει έναν ανανεωμένο ενθουσιασμό για την Ανατολική Ευρώπη και τη διεύρυνση και τη Γερμανία να δείχνει αυξανόμενο ενδιαφέρον για την άμυνα. Ακόμη και η Ιταλία φαίνεται να έχει ξεπεράσει τον προηγούμενο έρωτά της με τη Ρωσία και η Βρετανία αναθερμαίνει σιγά σιγά τις σχέσεις της με την ΕΕ.
Με κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και στη Βρετανία να επίκεινται, το μέλλον της διατλαντικής συμμαχίας παραμένει ρευστό. Για να επιβιώσει εν μέσω περιφερειακών και παγκόσμιων μετασχηματισμών, η ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτήν την περίοδο αβεβαιότητας και αλλαγής για να αναπτύξει μια στρατηγική που θα επιτρέψει τόσο στο μπλοκ όσο και στην Ουκρανία να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των επόμενων ετών.
Ο Mark Leonard είναι διευθυντής του European Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου «The Age of Unpeace: How Connectivity Causes Conflict» (Bantam Press, 2021). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News