–«Θα ’θελα, μα πόσο θα ’θελα ναι θα ’θελα αμέσως τώρα τώρα/ θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να τραγουδήσω όπως/ έμαθα στο Παρίσι/ εσένα σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς/εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα/ σ’ ερωτεύω/ σε ζηλεύω/ σε γιασεμί» — Μάτση Χατζηλαζάρου, «Αντίστροφη αφιέρωση»
Μπουχαχά! Τι λέει, ρε μαλάκα, η γκόμενα. Πάει καλά; Μάθε συντακτικό, κορίτσι μου. Κωστάκη, γελάς κι εσύ; Γελάτε όλοι; Τι «Σε γιασεμί»; Μπουχαχά!
–«Οπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,/ άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου/ που έφυγαν κιόλας, έτσι νοιώθεις τα μάτια σου/ τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι». — Γιώργος Σεφέρης, «Κίχλη»
Μπουχαχά! Ποια γάτα, ρε μαλάκα; Καλά δεν έχω γελάσει πιο πολύ! Ο άνθρωπος είναι γκαγκά, ρε. Γελάτε όλοι; Μπουχαχά!
–«Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες/ Οταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχη/όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ» — Ανδρέας Εμπειρίκος, «Πουλιά του Προύθου»
Μπουχαχά! Και γιατί, ρε μαλάκα, δεν μένεις τότε σερί με κλειστά τα μάτια; Μπουχαχά! Ωραίο δεν ήταν αυτό που είπα, ρε παιδιά; Χειροκροτήστε με, μπουχαχά!
–«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες/ κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,/ στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει/ στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες….» «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις/χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε./ Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις./ Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε/ Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε». – Κώστας Καρυωτάκης, «Είμαστε κάτι…»
Μπουχαχά. Τι λέει το παλικάρι ότι είμαστε; Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Πάει καλά; Ρε πιάστε τον! Μπουχαχά! Πέθανα στο γέλιο, ρε παιδιά. Μπουχαχά! Κωστάκη, γελάς κι εσύ, αγόρι μου; Μπουχαχά!
–«….μα επί τέλους! Πια ο καθείς γνωρίζει/πως/ από καιρό τώρα/ –και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα–/ είθισται/ να δολοφονούν/ τους ποιητάς» — Νίκος Εγγονόπουλος, «Νέα περί του θανάτου του ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα Φουέντε»
Μπουχαχά! Μη μου πεις άλλο, γιατί θα ψοφήσω από το γέλιο, ρε μαλάκα, φτάνει, σου λέω, φτάνει! Πάμε στο νούμερο 4 γιατί δεν βλέπω να μας φτάνει ο χρόνος για το 1. Μαλάκα μου, έλιωσα στο γέλιο, σου λέω.
****
Αγαπημένοι μου αναγνώστες. Επ’ αφορμή του χλευασμού (όπως τουλάχιστον νόμισαν) από τους εθνικούς μας «Μπουχαχά!», ήτοι Ράδιο Αρβύλα, στον Γιώργο Αλισάνογλου, ο οποίος διάβασε το ποίημα «Σκούπισμα» του ποιητή Ρον Πάτζετ, αλλά και όσων πολλών (τι σπουδαία έκπληξη!) στη συνέχεια συνέτρεξαν να σταθούν, με όποιον τρόπο, στο πλευρό του ανθρώπου που χλεύασαν (όπως θεώρησαν)… Πολλά, πολλά γράφτηκαν στην κοινωνία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα, έγραψε η Ρούλα Γεωργακοπούλου στο FB –που πάντα τη διαβάζω και με νοιάζει ό,τι γράφει– «Είμαι της γνώμης ότι η ποίηση δεν θέλει προστάτες. Μπορεί και μόνη της».
Σωστά, Ρούλα μου. Ολόσωστα. Αλλά αν βρωμίζομαι σήμερα στα χωράφια τους, δεν είναι επειδή θεωρώ ότι η ποίηση θέλει προστάτες, πολλώ δε μάλλον δεν χρειάζονται προστασία ποιητές όπως αυτοί που σήμερα ανάφερα. Αλλά επειδή, σίγουρα, ανέκαθεν, χρειάζονταν προστασία οι ψυχές που ξεθαρρεύουν να κολυμπήσουν στα νερά της ποίησης.
Χρειάζονται προστασία όσοι ξεθαρρεύουν να καταθέσουν, ακόμα και άτεχνα και παιδιάστικα και κοινότοπα και όπως, μα όπως… Θέλει γενναίο θάρρος η όποια ποίηση. Προστατεύω αυτόν που πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέθεσε μια συναισθηματική στιγμή του από αυτόν που σε κάθε εποχή δεν ξεχώριζε το γέλιο από το γελοίο. Τον προστατεύω από τους Μπουχαχάδες κάθε κατάστασης. Είναι ύπουλα επικίνδυνοι για ευαίσθητες ψυχές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News