Τα αποτελέσματα της PISA 2022, της μεγάλης έρευνας που διεξήγαγε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σε 81 χώρες του κόσμου με συμμετοχή 700.000 μαθητών, συνιστούν μια εθνική πανωλεθρία: οι επιδόσεις των 15χρονων Ελλήνων στα βασικά πεδία –μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και κατανόηση κειμένου–, είναι τραγικά χαμηλές, πολύ κάτω του διεθνούς μέσου όρου και χειρότερες από ποτέ άλλοτε.
Πολύ σωστά στην κυβέρνηση και στο υπουργείο Παιδείας θορυβήθηκαν, μολονότι το ζήτημα δεν εμπίπτει στα συμβάντα που προκαλούν συναγερμό στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας: σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα αποτελέσματα της έρευνας έπαιξαν ως πρώτη είδηση, εδώ η PISA 2022 αγνοήθηκε από τα δελτία ειδήσεων –ο τράπερ ληστής των ΑΤΜ και η Φάρλι του Κασσελάκη είναι, βλέπετε, πιο εύπεπτα θέματα και θεάματα για τη βραδινή τηλοψία, από τα χάλια των παιδιών μας.
Πολύ σωστά θορυβήθηκαν στην κυβέρνηση, διότι οι επιδόσεις των μαθητών και των μαθητριών σε απλά γνωστικά αντικείμενα –μια απλή εξίσωση, ένα κείμενο που πρέπει να καταλάβεις τι διάολο σου λέει– είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές και υπονομευτικές για το μέλλον μιας χώρας που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της στον 21ο αιώνα και καμιά φορά βαυκαλίζεται ότι συμμετέχει στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Και πολύ σωστά στάθηκαν στην ανάγκη αυτής της κακομοίρας της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, στην οποία αντιδρούν οι συνδικαλιστικές ενώσεις δασκάλων (ΔΟΕ) και καθηγητών (ΟΛΜΕ), εμποδίζοντας με τη στείρα άρνησή τους μια στοιχειώδη και θεμελιώδη για το εκπαιδευτικό μας σύστημα γνώση: να μάθουμε, να μάθει το υπουργείο δηλαδή, ποιοι είναι τελικά αυτοί που μαθαίνουν τα παιδιά μας γράμματα –τι ξέρουν, τι δεν ξέρουν και αν είναι ικανοί να συνεχίσουν να το κάνουν, διότι δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, εύκολη η δουλειά του δασκάλου και του καθηγητή και αυτή η ικανότητα μπορεί να φθίνει με τα χρόνια και την κόπωση.
Χωρίς αυτή τη βασική παράμετρο, λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις και να αλλάξεις. Οι εκπαιδευτικοί άλλωστε έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την κατάρρευση των γνωστικών ικανοτήτων των ελλήνων μαθητών. Βέβαια η ΟΛΜΕ δεν αναγνωρίζει ούτε την έρευνα PISA –όχι ότι αυτό αποτελεί έκπληξη. Την καταγγέλλει ως εργαλείο που μετατρέπει το σχολείο «σε ένα εξεταστικό κέντρο με τον παιδαγωγικό του ρόλο εξοβελισμένο» και κήρυξε απεργία την ημέρα διεξαγωγής της τον Μάιο του 2022. Για να έχουμε δηλαδή μια τάξη μεγέθους, για το με ποιους τύπους έχουμε να κάνουμε…
Αλλα στοχοποιώντας γενικά τους εκπαιδευτικούς που πολύ κακώς αρνούνται να αξιολογηθούν, η κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποφύγει τις δικές της ευθύνες για το αποτέλεσμα της PISA 2022. Οι οποίες ευθύνες ξεκινούν από το ότι διατηρεί ένα σώμα κακοπληρωμένων και εν πολλοίς ματαιωμένων δασκάλων και καθηγητών, υποχρηματοδοτώντας γενικά την Παιδεία, και φτάνουν ως τις επιλογές της στην εποχή της πανδημίας και βεβαίως στον όλο διαχρονικό σχεδιασμό του εκπαιδευτικού συστήματος.
Είναι εύκολο να πεις ότι φταίνε οι δάσκαλοι που υπάρχουν παιδιά που δεν ξέρουν καλά καλά να διαβάζουν στη Στ’ δημοτικού. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να αναγνωρίσεις ότι την εποχή της Covid-19 κόντεψες να σπάσεις παγκόσμιο ρεκόρ περισσότερων μηνών με κλειστά σχολεία, ακόμα και σε περιοχές της χώρας που δεν είχαν πρόβλημα με τα κρούσματα, επιλέγοντας την ίδια στιγμή να ανοίγεις τα νυχάδικα, τα κομμωτήρια ή να αφήνεις να γίνουν τα γλέντια-διασποράς στη Θεσσαλονίκη για τον Αγιο Δημήτριο. Το παιδί πώς θα μάθει να διαβάζει; Από την ταμπλέτα; Ο Αγιος Δημήτριος, όσο και να θέλει, τελευταία φορά που ρώτησα, δεν βοηθάει στην ανάγνωση.
Ούτε είναι εύκολο να παραδεχτείς ότι προκειμένου να προσπεράσεις το τρομακτικό πρόβλημα της απομάκρυνσης των μαθητών από τον φυσικό χώρο τους και τη διά ζώσης διδασκαλία –πρόβλημα που όλες οι χώρες αντιμετώπισαν, αλλά φρόντισαν πάση θυσία να το περιορίσουν και έπειτα να μετρήσουν το αποτύπωμά του, λαμβάνοντας αντίμετρα–, επέλεξες να αγνοήσεις ακόμη και τις αμέτρητες απουσίες τους από την τηλεκπαίδευση ή από τους γονείς που δεν τα άφηναν να πάνε σχολείο επειδή δεν ήθελαν να φορούν μάσκα (άλλο πρόβλημα αυτό, οι γονείς).
Οι αριθμοί της PISA 2022 είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της ελληνικής τραγωδίας που συνετελέσθη τα τελευταία χρόνια, με επιταχυντή τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας: Η κατάρρευση κατά 21 μονάδες, μέσα σε μόλις μία τετραετία, από το 2018 έως το 2022, της μέσης επίδοσης των ελλήνων μαθητών στα μαθηματικά, είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη υποχώρηση που παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο στις χώρες όπου έγινε η έρευνα του ΟΟΣΑ και που αποδίδεται, σύμφωνα με τους μελετητές, κυρίως στις καραντίνες, αν και όχι μόνο. Ουσιαστικά αυτή η μείωση αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη σχολική χρονιά χαμένη –περίπου τόσο έμειναν εντελώς κλειστά και τα σχολεία, από τον Μάρτιο του 2020 έως και μετά το Πάσχα του 2021.
Για αυτά δεν ευθύνονται οι δάσκαλοι ή οι καθηγητές, τουναντίον στην πλειονότητά τους υπερέβαλαν εαυτόν για να υπάρξει μια στοιχειώδης κάλυψη των γνωστικών κενών και αποκατάσταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ακόμα πιο δύσκολο είναι να αναγνωρίσεις ότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο, είναι δομικό. Και έχει να κάνει με τη διαχρονική στόχευση του ελληνικού κράτους, με το ότι κατά σύστημα οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο και ασχολούνται μονότονα με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την πρόσβαση σε αυτήν και όχι με την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που όμως παράγουν τη μαγιά των ενηλικών πολιτών τού αύριο.
Ασχολούνται δηλαδή, με το τέλος της διαδικασίας και όχι τον πυρήνα της διαδικασίας. Και μην πάτε μακριά, το πρώτο νομοσχέδιο της Νίκης Κεραμέως ήταν για το πανεπιστημιακό άσυλο, η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία του Κυριάκου Πιερρακάκη είναι για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ο ίδιος, όμως, έχει τώρα να χειριστεί την κληρονομιά, το με τη βούλα του ΟΟΣΑ εθνικό ναυάγιο των ελλήνων μαθητών, το οποίο, αν δεν υπάρξουν άμεσες ενέργειες, θα επαναληφθεί και θα είναι ακόμα χειρότερο στην επόμενη PISA, του 2025, όταν εξεταστούν τα παιδιά που τώρα είναι στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού (και δεν ξέρουν πώς να διαβάζουν).
Είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι οι Πανελλαδικές, γύρω από τις οποίες έχει οικοδομηθεί η υπέρτατη εθνική υπόθεση, αν όχι μπίζνα, που ξεκινά από την παραπαιδεία και φτάνει ως την ίδρυση άχρηστων πανεπιστημίων, με όλες τις άλλες στρεβλώσεις στο ενδιάμεσο. Και πάλι δεν χρειάζεται να πάμε μακριά: η βασική αγωνία της κυρίας Κεραμέως στην πρώτη καραντίνα την άνοιξη του 2020 ήταν αν και πότε θα γίνουν οι Πανελλαδικές και όχι αυτό καθαυτό το πολύμηνο κλείσιμο των σχολείων και οι επιπτώσεις του στα παιδιά.
Εδώ αξίζει να δανειστούμε το σχόλιο του καθηγητή Γιάννη Πανάρετου, πρώην υφυπουργού Παιδείας (2009-2011) και εκ των εμπνευστών του προγράμματος PISA: «Ο κορσές της ύλης» των Πανελλαδικών, εξήγησε ο καθηγητής σχολιάζοντας τα απογοητευτικά των ελλήνων μαθητών στην τελευταία έρευνα, «οδηγεί στην ακραία απομνημόνευση εις βάρος της κριτικής σκέψης… Στον βωμό της ισότητας (μικρή και ακραία προσδιορισμένη εξεταστέα ύλη) έχουμε θυσιάσει τη δημιουργική σκέψη των νέων». Και προσέθεσε: «Οταν ο βασικός στόχος μιας πολιτικής αποτυγχάνει, η πολιτική θέλει αλλαγή. Εδώ η αλλαγή δεν είναι εύκολη. Έχει διαμορφωθεί μια ολόκληρη οικονομία και μια νοοτροπία βολέματος γύρω από τις πανελλήνιες και τη μορφή που έχουν. Από την εμπειρία δεκαετιών στην εκπαίδευση (και στην πολιτική της) έχω καταλήξει ότι έφθασε η ώρα της ριζικής επανεξέτασης της πρακτικής των πανελληνίων. Πέρασαν περίπου 40 χρόνια με αυτές και στο όνομα του αδιάβλητου θυσιάζουμε τη δημιουργική σκέψη γενεών. Δύσκολο το εγχείρημα, κυρίως πολιτικά και ψυχολογικά. Όμως, πρέπει να το αποτολμήσουμε»…
Εν ολίγοις, είναι η ώρα για εθνικό συναγερμό. Η PISA του 2022, ασχέτως αν δεν απασχολεί τα δελτία ειδήσεων, πρέπει να προκαλέσει, αν όχι κατακραυγή για τη διαχρονική αποτυχία της Πολιτείας να παράγει πολίτες με στοιχειώδεις γνωστικές δεξιότητες, τουλάχιστον αφύπνιση, ένα σοκ παρόμοιο με αυτό που προκάλεσε στη Γερμανία η αντίστοιχη έρευνα του 2000, όταν οι Γερμανοί ξύπνησαν μια μέρα από τη μακαριότητά τους και τη σιγουριά τους για ένα τέλειο εκπαιδευτικό σύστημα και διαπίστωσαν ότι οι μαθητές τους ήταν πολύ κάτω του μετρίου.
Το μόνο κακό, το χειρότερο ίσως, είναι η υποψία ότι εμάς δεν μας σοκάρει τίποτε, ότι έχουμε συνηθίσει στην ιδέα πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ούτως ή άλλως άθλιο και τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν ούτε τα βασικά. Και ότι δεν μας πειράζει ούτε αυτό πια…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News