Η γυναίκα δεν πρόλαβε, λένε, να χρησιμοποιήσει το Panic Button. Μάλιστα. Είσαι με σπασμένο πόδι, εμφανίζεται κάποιος με την καραμπίνα στραμμένη πάνω σου και εσύ θα αρπάξεις το κινητό, θα το ξεκλειδώσεις, θα ανοίξεις την εφαρμογή και θα πατήσεις το κουμπί που ειδοποιεί την Αστυνομία. Ακόμα και αν το κάνεις, τίποτα δεν αποτρέπει τον δράστη από το να πατήσει τη σκανδάλη.
Ομως ας γυρίσουμε λίγο πιο πίσω. Τη στιγμή που η γυναίκα πηγαίνει στο Αστυνομικό Τμήμα της Σαλαμίνας και καταγγέλλει την κακοποίηση που της προκάλεσε και κάταγμα στο πόδι. Και ας υποθέσουμε ότι η Αστυνομία εντόπιζε τον δράστη. Τι νομίζετε ότι θα συνέβαινε; Θα έφτανε στο Αυτόφωρο και εκεί θα έπαιρνε μία ποινή με αναστολή. Σε λίγες ώρες θα ήταν ελεύθερος να πάρει και το όπλο του. Σχεδόν όλα τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που φτάνουν στη Δικαιοσύνη έχουν την ίδια μεταχείριση. Αναστολή.
Και γιατί η Αστυνομία δεν κατάφερε να εντοπίσει τον τύπο μετά την καταγγελία για ξυλοδαρμό; Διότι δεν έγινε άρση απορρήτου επικοινωνιών προκειμένου να εντοπιστεί από το στίγμα του κινητού -έτσι συνελήφθη μετά τη δολοφονία. Αρση απορρήτου γίνεται μόνο για κακουργήματα. Δεν θα μπορούσε να διωχθεί για κακούργημα μετά τις βαρύτατες σωματικές βλάβες που προκάλεσε; Προφανώς, αλλά εδώ σταματάμε γιατί το νήμα της υπόθεσης πρέπει να μπλέχτηκε κάπου ανάμεσα στην Αστυνομία και στον εισαγγελέα.
Η Αστυνομία υπέδειξε στη γυναίκα να αναζητήσει καταφύγιο σε σημείο όπου δεν θα μπορούσε να την εντοπίσει ο δράστης. Και εκείνη πήγε στο σπίτι της μητέρας της. Ναι, ήταν αφελής. Ομως η Αστυνομία θα μπορούσε να τη μεταφέρει σε μία από τις ειδικές δομές που υπάρχουν για κακοποιημένες γυναίκες. Σήμερα αποκαλύπτεται ότι αντίστοιχη δομή υπήρχε στην περιοχή. Γιατί δεν το σκέφτηκε κανείς; Ενδεχομένως και να το σκέφτηκε, αλλά να αρνήθηκε το θύμα θεωρώντας ότι θα είναι ασφαλής μαζί με τη μητέρα της. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Από την άλλη, λες αυθορμήτως ότι η γυναίκα θα έπρεπε να είναι υπό αστυνομική επιτήρηση και προστασία μέχρι τον εντοπισμό του δράση. Εδώ θα σου πουν ότι δεν επαρκεί το προσωπικό. Και μάλλον θα λένε την αλήθεια.
Η δολοφονία στη Σαλαμίνα μας έδειξε τις τρύπες στο σύστημα διαχείρισης αυτών των περιστατικών. Από τη Δικαιοσύνη, που αν δείρεις τη γυναίκα σου θα σε αφήσει έξω με αναστολή, μέχρι την Αστυνομία που, εν τέλει, δεν δύναται να παρέχει συνεχή και αποτελεσματική προστασία στα εν δυνάμει θύματα. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας. Υπάρχει γραμμή επικοινωνίας, λειτουργούν δομές προστασίας και με την εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οταν όμως γνωρίζεις ότι τα χιλιάδες περιστατικά που καταγγέλλονται κρύβουν από πίσω τους πολλές περισσότερες αφανείς περιπτώσεις, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την αντιμετώπιση, αλλά και την πρόληψη. Και η ψυχιατρική διάσταση του θέματος δεν αναδεικνύεται στο βαθμό που θα έπρεπε.
Οι δράστες, σε ένα μεγάλο ποσοστό, υπήρξαν και οι ίδιοι κακοποιημένοι ως παιδιά. Οπως και αρκετές από τις γυναίκες που υφίστανται και ανέχονται για χρόνια τη βία. Είναι γυναίκες που όταν τις ρωτούν για ποιο λόγο υπέμεναν την κακοποίηση, σου λένε ότι είχαν φτάσει σε σημείο που πίστευαν ότι το άξιζαν. Και έτσι δυσλειτουργικές οικογένειες παράγουν κακοποιημένα παιδιά τα οποία, με τη σειρά τους, θα διατηρήσουν τον κύκλο της βίας. Η ενδοοικογενειακή βία δεν αντιμετωπίζεται μόνο με τα μέτρα προστασίας και καταστολής. Απαιτείται τεράστια επένδυση και μέριμνα πάνω σε θέματα ψυχικής υγείας. Δεν είναι εύκολο, ειδικά στις μικρές κοινότητες της περιφέρειας που έχουν και υψηλά ποσοστά αλκοολισμού. Ομως αν δεν κοιτάξουμε προς τα εκεί, η αγριότητα δεν θα τιθασευτεί. Σήμερα εκεί έξω μεγαλώνουν οι αυριανοί φονιάδες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News