«Η προσωπάρχισσα του Νέλσον Μαντέλα την εποχή της προεδρίας του τον περιγράφει ως ‘‘έναν από τους πιο θλιμμένους ανθρώπους στον κόσμο’’. Και ως ‘‘ηθοποιό’’ ικανό να φορά την πρέπουσα μάσκα την κατάλληλη στιγμή. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η ανακάλυψη ότι ο άνθρωπος Μαντέλα υπέφερε βάσανα στην καρδιά του και είχε μέσα του πολύ θυμό. Φορούσε τη μάσκα του πρωταθλητή της συμφιλίωσης, όμως βασανιζόταν».
Αυτά είπε στην Corriere della Sera ο Τζόνι Στάινμπεργκ, 53χρονος νοτιοαφρικανός ιστορικός που διδάσκει στο Yale και προσφάτως δημοσίευσε το βιβλίο «Winnie & Nelson, το Πορτρέτο Ενός Γάμου», το οποίο αναφέρεται στην τρικυμιώδη σχέση του Μαντέλα, του ανθρώπου που νίκησε το απαρτχάιντ, με τη δεύτερη σύζυγό του και «μεγάλη αγάπη της ζωής του», τη Γουίνι, με την οποία διατήρησε σχέση επό 57 χρόνια και δέκα μήνες, μέχρι το επίσημο διαζύγιό τους το 1996.
Η Corriere σχολίασε ότι έπρεπε να συμπληρωθούν δέκα χρόνια από τον θάνατο του Μαντέλα για να φανεί το ανθρώπινο πρόσωπό του και να ξεπεραστεί το στερεότυπο του παγκόσμιου μύθου του. Και μάλιστα τώρα, που στη Νότια Αφρική η μνήμη του Μαντέλα δεν συναρπάζει και τόσο πολύ τον κόσμο. Από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται μια φιγούρα ταλαιπωρημένη, οργισμένη στα κρυφά.
Ο Στάινμπεργκ εργάστηκε με βάση τις επιστολές που έγραψε ο Μαντέλα κατά το διάστημα της 27ετούς φυλάκισής του, αλλά και με βάση το αρχείο 15.000 σελίδων του υπουργού Δικαιοσύνης του ρατσιστικού καθεστώτος, το οποίο το 1994 εκείνος πήρε μαζί του στο σπίτι του. Είναι έγγραφα που παρέμειναν μυστικά επί μακρόν. Δέκα χρόνια απομαγνητοφωνήσεις συνομιλιών του Μαντέλα πριν από την απελευθέρωσή του, το 1990, με οικείους, φίλους, αλλά και εχθρούς.
«Είναι εκπληκτικό», είπε ο Στάινμπεργκ στην Corriere, «πώς εκείνος ο άνθρωπος που με τη θετική ενέργειά του υπερνικούσε τη δυσπιστία των εχθρών του και την καχυποψία των συντρόφων του θεώρησε τη ζωή του τραγωδία. Ενας δυστυχισμένος 70χρονος, έξαλλος με όλα όσα έπρεπε να αντέχουν αυτός και η οικογένειά του».
Ο Μαντέλα θεωρούσε ότι η μεγαλύτερη αποτυχία του ήταν εκείνη στον ρόλο του πατέρα. Ο συγγραφέας ανέφερε την τραγική περίπτωση «του γιου που πέθανε νέος, από αλκοολισμό» και τη διάλυση της οικογένειας, αφού «η σύζυγος ήταν συχνά στη φυλακή». Πάνω απ’ όλα, όμως, οι ερωτικές απιστίες είναι αυτές που χαρακτήρισαν τον γάμο του Μαντέλα με τη Γουίνι και, ως φαίνεται, σημάδεψαν τη ζωή του.
Το βιβλίο του Στάινμπεργκ περιγράφει τον 32χρονο δικηγόρο Μαντέλα στο Γιοχάνεσμπουργκ τη δεκαετία του 1950: «Είχε ασυνήθιστη σεξουαλική όρεξη για την εποχή. Τότε ήταν κακός σύζυγος και κακός μπαμπάς, που είχε βαρεθεί την οικογενειακή ζωή. Και ο ερωτισμός ήταν συνυφασμένος με τον πολιτικό αγώνα του και τους κινδύνους του καταζητούμενου. Οι περισσότερες σύντροφοί του ήταν ακτιβίστριες τότε».
Η Γουίνι έπραξε αναλόγως: «Το 1964, τις ημέρες της δίκης του άντρα της, όταν κινδύνευε με θανατική ποινή, αυτή έφερε τον νεαρό εραστή της Μπράιαν Σομάνα να ζήσει στο σπίτι τους, στο Σοβέτο. Ο Μαντέλα έμαθε τα νέα στη φυλακή και σκέφτηκε να χωρίσει, όμως οι πολιτικοί σύντροφοί του τον έπεισαν ότι αυτή δεν είναι η ενδεδειγμένη κίνηση αν δει κανείς τα πράγματα από απόψεως πολιτικού συμφέροντος. Η οργή του Μαντέλα αφορούσε τη δημόσια εικόνα του, αφού ο Σομάνα ήταν χαφιές του καθεστώτος και αυτό έβλαπτε την υπόθεση».
Τα επόμενα χρόνια η Γουίνι απέκτησε νέους εραστές, ενώ ο Νέλσον της έγραψε από τη φυλακή επιστολές εξιδανίκευσης της σχέσης τους. Οταν απελευθερώθηκε ο Μαντέλα, εκείνη συνέχισε τη σχέση της με τον τελευταίο από τους εραστές της, έναν νεαρό δικηγόρο. Ο Μαντέλα ζήτησε διαζύγιο. Η Γουίνι του έστειλε μια φίλη της για να τον παρακαλέσει να μην το προχωρήσει.
«Ο Μαντέλα επέλεξε να κρύψει την κατάρρευση της ζωής του» είπε ο Στάινμπεργκ. «Εβαλε τη μάσκα της εθνικής συμφιλίωσης στο πρόσωπο ενός θλιμμένου ανθρώπου». Κατά ειρωνικό τρόπο, «οι εξαγριωμένοι και ταλαίπωροι νέοι που σήμερα ζουν στην πιο άνιση χώρα του κόσμου, με ανεργία στο 40%, θεωρούν υπεύθυνο για αυτήν την αποτυχία τον Μαντέλα και όχι τους διαδόχους του», ενώ διασώζουν την παθιασμένη Γουίνι. Το λάθος του Μαντέλα, τελικά, ήταν ότι έκρυψε τον θυμό του.
Οταν ο Μαντέλα έπαθε εγκεφαλικό, η τρίτη σύζυγός του επέτρεψε στη Γουίνι να του παρασταθεί. Ο Μαντέλα πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 2013, στις 8.50 το βράδυ, στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ. Το 2018 τον ακολούθησε η Γουίνι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News