Παρότι πολυγραφότατος και ομιλητικός, στον Χένρι Κίσινγκερ δεν άρεσε καθόλου να μιλάει για την Ελλάδα και την Κύπρο. Στις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφτεί για την πολιτική πορεία του, αλλά και στα βιβλία του ιδίου, οι αναφορές για το τι συνέβη το μοιραίο καλοκαίρι του 1974 αλλά και αυτές περί των σχέσεων εν γένει της Ουάσινγκτον με την ελληνική δικτατορία είναι ελάχιστες. Σε αυτόν που τον είχε κυνηγήσει περισσότερο από κάθε άλλον για να του μιλήσει, τον Αλέξη Παπαχελά, είχε φωνάξει κάποτε: «Εσείς οι Ελληνες δεν έχετε αναγνωρίσει κανένα λάθος τα τελευταία 2.000 χρόνια και έχετε βρει εμένα ως αποδιοπομπαίο τράγο για όσα έγιναν στην Κύπρο».
Αυτό που εννοούσε ο άνθρωπος που δικαίως κατηγορήθηκε διότι δεν απέτρεψε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν ότι το εγκληματικό λάθος έγινε από την πλευρά της χούντας του Ιωαννίδη. Δηλαδή το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι τόσο απλά. Ούτε η χούντα ούτε η Ιστορία του Κυπριακού ξεκίνησαν το πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974, όταν τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Κερύνεια, αφού πρώτα είχαν βομβαρδίσει το νησί.
Από την αρχή της θητείας του ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, το 1969, ο Κίσινγκερ ήταν αφοπλιστικά πραγματιστής. Πανίσχυρος διαμορφωτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ως επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρμεντ από το 1973 και μετά, σχεδίασε και εφάρμοσε την αποκαλούμενη realpolitik, με κεντρική έννοια την άνευ όρων μεγέθυνση της αμερικανικής ισχύος. Ενδεχομένως να φανεί απλουστευτικό, αλλά αν κανείς επιχειρήσει να συμπυκνώσει τη διπλωματία του Κίσινγκερ σε μια φράση, αυτή θα ήταν η εξής: «Μόνο το εθνικό συμφέρον πρέπει να καθορίζει την εξωτερική πολιτική μιας χώρας».
Πράγματι, αυτή η αρχή ήταν διαχρονικά η κινητήριος δύναμη του Κίσινγκερ. Αυτό ήταν το πρίσμα μέσα από το οποίο προσέγγιζε την ελληνική δικτατορία, αρχικά του Παπαδόπουλου και στη συνέχεια του Ιωαννίδη, αλλά και γενικότερα τις δοκιμαζόμενες τριγωνικές σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας – Ουάσινγκτον. Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρος αποτελούσαν για τον Κίσινγκερ τους ετεροβαρείς παράγοντες που συνδιαμόρφωναν τις λεπτές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Ο αιωνόβιος διπλωμάτης λάτρευε να δημιουργεί μηχανισμούς ισορροπίας, ειδικά όταν αυτοί εγγυόνταν την αμερικανική επιρροή. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί οι μηχανισμοί αναπτύσσονταν σε ένα από τα πλέον κομβικά σταυροδρόμια στην εποχή της απόλυτης έξαρσης του Ψυχρού Πολέμου: στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Με βάση ακριβώς αυτό το σκεπτικό, μία από τις προτεραιότητες του Κίσινγκερ όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του συμβούλου ασφαλείας ήταν η επανεκκίνηση της παροχής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι Αμερικανοί, αιφνιδιασμένοι από την επιβολή της μικρής χούντας του Παπαδόπουλου τον Απρίλιο του 1967, είχαν σταματήσει να εξοπλίζουν τη χώρα, πιέζοντας το καθεστώς, αφενός να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατουμένους, αφετέρου να παρουσιάσει ένα χρονοδιάγραμμα επαναφοράς στη δημοκρατική ομαλότητα. Και αν σταδιακά η χούντα αποφυλάκισε τους επιφανείς εκπροσώπους των «παλαιών κομμάτων», ο εκδημοκρατισμός φάνταζε κάτι πολύ μακρινό.
Αυτό, όμως, δεν ήταν κάτι που προβλημάτιζε τον Κίσινγκερ. Αντιθέτως, αυτό που τον προβλημάτιζε την εποχή εκείνη ήταν η όλο και πιο ενεργή παρουσία των Σοβιετικών στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Οπως αποτυπώνεται στα αμερικανικά αρχεία, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, τον Οκτώβριο του 1969, ο Κίσινγκερ, που προήδρευε, διευκρίνισε στους υπόλοιπους συμμετέχοντες: «Δεν δίνουμε στρατιωτική βοήθεια για να στηρίξουμε κυβερνήσεις, αλλά επειδή μια χώρα είναι σημαντική για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Λίγους μήνες μετά ανακοινώθηκε η επανέναρξη παροχής αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα, ενώ ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα, είχε ήδη ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον Παπαδόπουλο. «Εφόσον θέλουμε να περιορίσουμε τη σοβιετική ισχύ, πόσο μπορούμε να αντέξουμε να μην έχουμε γερές σχέσεις με την Ελλάδα;» αναρωτιόταν το καλοκαίρι του 1970 ο Κίσινγκερ.
Στο πλαίσιο αυτού του σκεπτικού, και πριν ακόμα αναλάβει τα καθήκοντά του ως υπουργός Εξωτερικών, ο Κίσινγκερ παρέμενε, μαζί με τον Νίξον, φλογερός υποστηρικτής της διατήρησης των διπλωματικών σχέσεων με την ελληνική δικτατορία. Είναι ενδεικτικό ότι υποστήριξε αναφανδόν την επίσκεψη του αμερικανού αντιπροέδρου Αγκνιου το φθινόπωρο του 1971 στην Αθήνα. Μια επίσκεψη που ουσιαστικά λειτούργησε ως έμμεση αναγνώριση του Παπαδόπουλου από την Ουάσινγκτον.
Ακόμα και όταν, το 1973, η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ καλούσε τον Κίσινγκερ να πάρει αποστάσεις από τη δικτατορία, ο ίδιος επέμενε να βλέπει τη «μεγάλη εικόνα»: Η Ελλάδα, ανεξαρτήτως της φύσεως του καθεστώτος, αποτελούσε βασικό κρίκο για το αμερικανικό σύστημα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή. Το μείζον δεν ήταν η δημοκρατία. Ηταν η διατήρηση του αμερικανικού ισοζυγίου επιρροής και η ανάσχεση του σοβιετικού κινδύνου.
Περίπου σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ο Κίσινγκερ δικαιώθηκε από τις εξελίξεις όταν ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, τον Οκτώβριο του 1973, παραλίγο να εξελιχθεί σε αμερικανο-σοβιετική, δηλαδή παγκόσμια, πυρηνική σύγκρουση. Ηταν μόλις λίγες εβδομάδες αφότου ο ίδιος είχε τεθεί επικεφαλής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Η εμπειρία της παραλίγο σύρραξης και οι εργώδεις προσπάθειες του Κίσινγκερ για τη διπλωματική διευθέτηση του ζητήματος τον κατέστησαν ακόμα πιο διαπρύσιο υποστηρικτή της θέσης ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να μην απωλέσουν την πρωτοκαθεδρία τους στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Εξ ου και μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη, τον Νοέμβριο του 1973, και τη σαφέστατη ριζοσπαστικοποίηση της χούντας, ο Κίσινγκερ ήταν ανένδοτος στις πιέσεις από το εσωτερικό των ΗΠΑ. Σε μια συζήτηση που είχε τον Μάρτιο του 1974 με τον Τάσκα, με θέμα το αίτημα αμερικανών πολιτικών παραγόντων υπέρ του εκδημοκρατισμού της Ελλάδας, εκείνος απάντησε: «Να τους πεις ότι είμαστε το Στέιτ Ντιπάρμεντ και όχι κανένα τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, συναλλάσσεται με οποιαδήποτε κυβέρνηση, είτε κομμουνιστική είτε όχι, στο πλαίσιο των στρατηγικών στόχων των ΗΠΑ».
Αν κανείς γνώριζε όλα τα παραπάνω, μάλλον δεν θα περίμενε από τον Κίσινγκερ να αποσοβήσει την τουρκική εισβολή – ειδικά μετά το «λάθος» του Ιωαννίδη, το οποίο ο ίδιος επικαλείται. Ο στυγνός τρόπος θέασης του κόσμου από τον Κίσινγκερ αποτυπώνεται ίσως εναργέστερα από κάθε άλλη περίπτωση τον Αύγουστο του 1974, όταν πια οι Τούρκοι είχαν αποβιβάσει 40.000 στρατιώτες στο νησί και αρνούνταν να συναινέσουν σε οποιαδήποτε διπλωματική λύση, σχεδιάζοντας παραλλήλως τη δεύτερη φάση της εισβολής. «Δεν υπάρχει κάποιος αμερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου» είπε στις 13 Αυγούστου στον νέο πρόεδρο Φορντ ο Κίσινγκερ. Πράγματι, σε μια πολύ διευρυμένη θεώρηση, η συγκυριαρχία της Κύπρου που προωθούσαν οι Αμερικανοί δια τους Σχεδίου Ατσεσον από το 1964, είχε επιβληθεί δια των όπλων, σε πολύ μεγαλύτερη διάσταση, με φόρο αίματος χιλιάδων νεκρών και αγνοουμένων.
Δεν είναι κάτι νέο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως και σήμερα οι Αμερικανοί δεν θέλουν «να χάσουν την Τουρκία». Αυτό που επεδίωξε ο Κίσινγκερ το 1974 ήταν να μην ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, των δύο ισχυρότερων νατοϊκών συμμάχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ασχέτως αν αυτό είχε ήδη συμβεί στην Κύπρο. Και το πέτυχε, όχι διότι παρενέβη, αλλά επειδή ήταν το χουντικό καθεστώς αυτό που είχε επιφέρει τέτοια διάλυση στις Ενοπλες Δυνάμεις, ώστε και οι τρεις αρχηγοί (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας) να διαμηνύσουν στον Καραμανλή ότι αδυνατούσαν να ηγηθούν μιας ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία.
Οπως είπε ο Κίσινγκερ στον Αλέξη Παπαχελά, η Ουάσινγκτον δεν μπορούσε να αρνηθεί για ακόμα μια φορά στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Το έκαναν το 1964 εις διπλούν και το 1967 επίσης. Ο δε Ιωαννίδης ισχυρίζεται πως είχε διαβεβαιώσεις από τον Τάσκα, άρα και από τον Κίσινγκερ, ότι οι Τούρκοι απλώς θα αποβιβαστούν χωρίς να ανοίξουν πυρ. Από εκεί και πέρα όλα θα έπαιρναν τον δρόμο της διπλωματίας, μέσω κάποιας μορφής διπλής Ενωσης, την οποία βέβαια οι Τούρκοι είχαν επανειλημμένως απορρίψει.
Τώρα πια ο Κίσινγκερ θα κριθεί από την Ιστορία. Εχθρός του Ελληνισμού ή στυγνός αμερικανός διπλωμάτης; Η απάντηση δεν έχει πλέον τόση σημασία. Πενήντα χρόνια μετά, αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι ο ίδιος πέτυχε σχεδόν στο ακέραιο τον στόχο του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News