Η χωρίς προηγούμενο ακύρωση της προγραμματισμένης από μέρες συνάντησης του έλληνα Πρωθυπουργού με τον βρετανό ομόλογό του, μετά τη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο BBC, όπου επανέλαβε την πάγια ελληνική θέση ότι τα Γλυπτά «ανήκουν στην Ελλάδα» και «πρέπει να επιστραφούν», και το παράδειγμά του με την «κομμένη στα δύο Μόνα Λίζα», δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Οπως γράφει στην Washington Post ο Γουίλιαμ Μπουθ, επικεφαλής του γραφείου της αμερικανικής εφημερίδας στο Λονδίνο, ήταν το προφανές θύμα μιας από τις πιο μακροχρόνιες διαφωνίες στον κόσμο: τι θα γίνει με τα 2.500 ετών Γλυπτά του Παρθενώνα, ή τα «Ελγίνεια μάρμαρα», όπως αναφέρονται στα βρετανικά Μέσα, που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο.
Στα βιβλία της Ιστορίας, γράφει ο αμερικανός ανταποκριτής, ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Ελγιν, καταδικάζεται ως βάνδαλος ή επαινείται ως προστάτης αρχαιοτήτων. Από την άλλη πλευρά, η γυναίκα του, λαίδη Μαίρη Νίσμπετ, κόμισσα του Ελγιν, έχει τραβήξει πολύ λιγότερη προσοχή. Μεγάλο λάθος∙ γιατί τα χρήματα ήταν δικά της, ενώ επιπλέον είχε έναν μοναδικό χαρακτήρα και μια ασυνήθιστη ζωή, για την εποχή της.
Η «Mistress of the Elgin Marbles» («Η Κυρία των Ελγίνειων Μαρμάρων»), όπως χαρακτηρίζει τη Μαίρη Νίσμπετ η βιογράφος της Σούζαν Νέιγκελ, μεταξύ πολλών άλλων έφερε ένα εμβόλιο κατά της ευλογιάς στη Μέση Ανατολή, διαπραγματεύτηκε με τον Ναπολέοντα και βοήθησε τον σύζυγό της να κλέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα, για να δει στη συνέχεια τον εαυτό της να σύρεται σε ένα από τα πιο σκανδαλώδη διαζύγια επί των ημερών της.
Η Νέιγκελ υποστηρίζει ότι δεν ήταν μόνο ο εκπληκτικός πλούτος της Μαίρης που βοήθησε τον σύζυγό της να αποκτήσει τα επίμαχα Γλυπτά∙ το σκληρό διαζύγιό τους τον ανάγκασε να τα πουλήσει στο Βρετανικό Μουσείο, όπου εκτίθενται εδώ και 200 χρόνια. Αν, όμως, είναι έτσι, μήπως η Νίσμπετ ήταν εκείνη που τα «έκλεψε» και τα «διέσωσε»;
Χαϊδεμένη κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας στη Σκωτία, ζωηρή και με έφεση στις περιπέτειες, η Μαίρη Νίσμπετ ήταν 21 ετών όταν παντρεύτηκε τον φιλόδοξο αλλά ήδη καταχρεωμένο Τόμας Μπρους, το 1799.
Ολα ξεκίνησαν καλά. Αν και αντίθετοι χαρακτήρες, και με διαφορά ηλικίας –ο λόρδος ήταν 12 χρόνια μεγαλύτερός της–, ερωτεύτηκαν. Σύντομα, οι νεόνυμφοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Ελγιν, διπλωμάτης ων, θα υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο ιστορικός Γουίλιαμ Σεντ Κλερ –ο οποίος σόκαρε τους πάντες όταν πρόσθεσε στο βιβλίο του «Lord Elgin and the Marbles» ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η καταστροφή είναι εμφανής»– χαρακτηρίζει τη Μαίρη ως «ένα μάλλον ανόητο κορίτσι», με βάση τα γράμματά της. Αλλά τα καλύτερα προκύπτουν από την αλληλογραφία και τα ημερολόγιά της, γράφει ο Μπουθ στην Washington Post.
Μέσα από τα μάτια της Μαίρης μαθαίνουμε ότι αυτό το ζευγάρι ήξερε να ταξιδεύει. Κουβαλούσαν μαζί τους μια ακολουθία από υπηρέτες, συμβούλους και γραμματείς, καθώς και τα δικά τους πιάνα. Πληθυντικός. Διοργάνωναν πολλά πάρτι και, όπως άρμοζε στους διπλωματικούς ρόλους τους, έδιναν πλούσια δώρα στους Τούρκους: χρυσά ρολόγια, αγγλικά πιστόλια, μουσικά ρολόγια και μέτρα από σατέν, μπροκάρ, βελούδινα και δαμασκηνά υφάσματα.
Στα γράμματα που έστελνε στο σπίτι της, η Μαίρη περιγράφει πώς τους μετέφεραν σε χρυσές καρέκλες κατά την άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη, και πώς έτρωγαν γεύματα 26 πιάτων. Θυμάται την ημέρα που τους οδήγησαν στα άδυτα του παλατιού του σουλτάνου –μέσα από αίθουσες με ευνούχους– στην αίθουσα ακροάσεων, όπου καθόταν ο ηγεμόνας στο κρεβάτι-θρόνο του, με ένα μελανοδοχείο και ένα σωρό διαμάντια στον αγκώνα του. Η Μαίρη τον αποκάλεσε «το Τέρας».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Ανατολή, ο λόρδος Ελγιν έστειλε ομάδες καλλιτεχνών στην Αθήνα, υποτίθεται για να σχεδιάσουν, να μετρήσουν και να φτιάξουν καλούπια από ό,τι είχε απομείνει από τα κλασικά Γλυπτά στην κορυφή της Ακρόπολης, και ειδικά στον Παρθενώνα.
Ανά τους αιώνες, πριν φτάσουν οι άνδρες του Ελγιν, ο Παρθενώνας είχε καταληφθεί, βεβηλωθεί και καεί: είχε λεηλατηθεί από κατακτητές Ρωμαίους, είχε καταληφθεί από τον Αλάριχο και τους Βησιγότθους του και το 1687 ανατινάχθηκε από τους Ενετούς. Από ειδωλολατρικός ναός είχε μετατραπεί σε εκκλησία, στη συνέχεια σε τζαμί, και κατόπιν σε στρατώνα και σκουπιδότοπο. Σε μια τελευταία επίθεση, τα κομψά ερείπια κατακλύστηκαν από ευρωπαίους αριστοκράτες, που κυνηγούσαν σουβενίρ, εν αναμονή της επικείμενης εισβολής των Γάλλων.
Οπως αποδείχθηκε, η ομάδα του Ελγιν δεν έμεινε στα σκίτσα. Εκαναν αρπαγές. Από το 1800 έως το 1803, αφαίρεσαν από τον Παρθενώνα ζωφόρους και γλυπτά, προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Μάλιστα, ο λόρδος Βύρων, το 1811 όταν επισκέφθηκε τον Παρθενώνα, τρομοκρατημένος, συνέθεσε το ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς», για να καταδικάσει τον βανδαλισμό του Ελγιν.
Οσο για τη Μαίρη Νίσμπετ, συμμετείχε με ενθουσιασμό στις αρπαγές του συζύγου της, πείθοντας καπετάνιους να γεμίζουν τα αμπάρια τους με κιβώτια και να τα μεταφέρουν στην Αγγλία. «Πώς τα κατάφερα να τα κάνω όλα αυτά, με αγαπάς περισσότερο γι’ αυτό, Ελγιν;», έγραψε στον σύζυγό της, προσθέτοντας: «Τώρα είμαι ικανοποιημένη από αυτό που πάντα σκεφτόμουν: πόσο περισσότερα μπορούν να κάνουν οι γυναίκες από τους άνδρες, αν ασχοληθούν».
Το κόστος ήταν τεράστιο. Χρειάστηκαν χρόνια για να φτάσουν τα Γλυπτά στη Βρετανία. Ο Μπρους Κλαρκ, συγγραφέας του «Athens: City of Wisdom», σε άρθρο του στο περιοδικό Smithsonian υποστηρίζει ότι ο Ελγιν δεν ήταν ο μόνος που είχε μανία με τις αρχαιότητες∙ «περιτριγυριζόταν από ανθρώπους των οποίων ο ζήλος για την αφαίρεση ελληνικών αρχαιοτήτων ξεπερνούσε τον δικό του. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν τα εξαιρετικά πλούσια πεθερικά του, των οποίων τα χρήματα κατέστησαν τελικά δυνατή την επιχείρηση».
Επιστρέφοντας στη Βρετανία, το ζευγάρι ταξίδεψε μέσω της Γαλλίας ακριβώς τη στιγμή που ξέσπασε (και πάλι) ο πόλεμος, αναγκάζοντας τον διπλωμάτη Ελγιν να εκτίσει ποινή αριστοκράτη σε πολυτελή κατ’ οίκον περιορισμό.
Ενώ βρίσκονταν στο Παρίσι, η Μαίρη ήταν έγκυος στο πέμπτο παιδί τους, και το τέταρτο παιδί τους πέθανε. Τον Οκτώβριο του 1805, κατάφεραν, τελικά, να πείσουν τον Ναπολέοντα να επιτρέψει στη Μαίρη να επιστρέψει στο Λονδίνο. Ο Ελγιν γύρισε τελικά στην πατρίδα του τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς.
Η βιογράφος της Μαίρης αφηγείται πώς η γέννηση του τελευταίου παιδιού της ήταν μια βαθιά τραυματική εμπειρία για την κόμισσα, που απαίτησε από τον γιατρό της μετά τον τοκετό να της χορηγήσει, κονιάκ, όπιο και ψημένο ψωμί ποτισμένο με λευκό κρασί.
Η Μαίρη δεν άντεχε άλλο. Ενώ ο σύζυγός της περίμενε την αποφυλάκισή του υπό όρους στη Γαλλία, τον ενημέρωσε ότι χρειαζόταν μια πολύ μεγάλη ανάπαυλα από το συζυγικό κρεβάτι. Είτε ο Ελγιν «θα έπαιρνε μέτρα ή δεν θα έκαναν καθόλου σεξ», γράφει η Νέιγκελ, παραθέτοντας απόσπασμα από την αλληλογραφία της Μαίρης. Η κόμισσα παρακαλεί τον Εγκι της να ακούσει την προσευχή της: «Είμαι εξαντλημένη και θα προτιμούσα να κλειστώ σε ένα γυναικείο μοναστήρι για μια ζωή».
Από την άλλη πλευρά, ο Ελγιν ήταν σε χειρότερο χάλι, καθώς έπασχε από άσθμα και σύφιλη, και είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της μύτης του από την ασθένεια και τις θεραπείες με μεθαμφεταμίνες, αφήνοντάς τον, όπως το περιγράφει ο Σεντ Κλερ, «τερατωδώς παραμορφωμένο».
Ενώ το ζευγάρι ήταν σε διάσταση, ένας στενός οικογενειακός φίλος, ο Ρόμπερτ Φέργκιουσον, άρχισε να φλερτάρει τη Μαίρη. Της έγραφε παθιασμένα γράμματα. Και εκείνη του ανταπέδιδε τη στοργή. Το αποτέλεσμα; Ο Φέργκιουσον της υποσχέθηκε «αφοσίωση, πίστη και όχι άλλα παιδιά», λέει η Νέιγκελ.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο λόρδος Ελγιν ανακάλυψε το μυστικό τους. «Γεμάτος οργή και ζήλια, ο Ελγιν αποφάσισε ότι αν δεν έκανε άλλα παιδιά μαζί του και επέτρεπε σε άλλον άντρα να την αγαπήσει, θα τη χώριζε», αφηγείται η βιογράφος της Νίσμπετ.
Στις αρχές του 1800 στη Βρετανία, ο χωρισμός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ήσυχα, με χρήματα, πράγμα που προσπάθησε η Μαίρη∙ αλλά ο Ελγιν ζήτησε διαζύγιο στο Λονδίνο, για το οποίο χρειαζόταν μια Πράξη του Κοινοβουλίου. Στο Εδιμβούργο, δε, προκλήθηκε σάλος μετά τις σκανδαλιστικές μαρτυρίες των υπηρετών –ποιος, πού, πότε και τι ήταν ο λεκές στον καναπέ;– που καλύφθηκαν από τα ταμπλόιντ της εποχής με πηχυαίους τίτλους όπως: «ΗΤΑΝ ΣΗΚΩΜΕΝΟ ΤΟ ΚΟΜΠΙΝΕΖΟΝ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ;»
Ο Ελγιν κέρδισε μεν αλλά έχασε την πρόσβαση στα χρήματα της πρώην συζύγου του. Και η Μαίρη έχασε το δικαίωμα να βλέπει τα τέσσερα παιδιά της, που έμειναν μακριά από τη μητέρα τους για δεκαετίες.
Η Σούζαν Νέιγκελ υποστηρίζει ότι αν ο Ελγιν δεν είχε χωρίσει τη γυναίκα του, «δεν υπάρχει αμφιβολία» ότι τα Γλυπτά θα είχαν μείνει σε ιδιωτικά χέρια, στην οικογένειά του. «Χωρίς την περιουσία της Μαίρης, η οποία αυξήθηκε θεαματικά τον 19ο αιώνα, ο Ελγιν δεν μπόρεσε να αντέξει το αυξανόμενο κόστος της ανασκαφής, της αποστολής, της διαλογής και της πληρωμής των δασμών… Σε δεινή οικονομική κατάσταση, αναγκάστηκε το 1816 να πουλήσει τη συλλογή στο Βρετανικό Μουσείο», γράφει.
Αυτά για τον Ελγιν. Οσο για τη Μαίρη, παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ Φέργκιουσον και το ζευγάρι έζησε ευτυχισμένο μέχρι βαθιά γεράματα. Το σκάνδαλο ξεθώριασε και η πλούσια Σκωτσέζα συνέχισε την έντονη κοσμική ζωή. Πιστή στην υπόσχεσή της, εξάλλου, δεν απέκτησε άλλα παιδιά, τελικά, όμως, κατάφερε να ξαναβρεί εκείνα που έχασε λόγω διαζυγίου.
Με τον δικό της τρόπο, μάλιστα, λέει η βιογράφος της, η νεαρή χαϊδεμένη κόμισσα –που βοήθησε τον πρώτο της σύζυγο να απογυμνώσει τον Παρθενώνα– εξελίχθηκε σε «πρώιμη υπέρμαχο της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών και των δικαιωμάτων τους στην τεκνοποίηση». Δυστυχώς σε βάρος του Παρθενώνα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News