Η αυστριακή πόλη Μπραουνάου Αμ Ιν, που βρίσκεται ακριβώς πάνω στα σύνορα με τη Γερμανία, διαθέτει έναν εκκλησιαστικό πύργο του 15ου αιώνα, πλακόστρωτα δρομάκια και ακατάστατες σειρές από γοητευτικά, πολύχρωμα σπίτια, σε πράσινα, ροζ και μπλε χρώματα. Φέρει όμως και ένα τεράστιο ιστορικό φορτίο.
Στους επάνω ορόφους ενός σπιτιού στο Νο 15 της Σαλτσμπούργκερ Φόρσταντ γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1889 ο Αδόλφος Χίτλερ. Για πολλά χρόνια, λένε οι κάτοικοι του Μπραουνάου, λίγοι έδιναν σημασία στο σπίτι, με εξαίρεση κάποιους τουρίστες που το φωτογράφιζαν ή τους νεοναζί που εμφανίζονταν περιστασιακά στην επέτειο των γενεθλίων του Χίτλερ με κεριά ή στεφάνια.
Ομως, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times, το 2017 η αυστριακή κυβέρνηση, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στους «δηλητηριώδεις» συμβολισμούς του σπιτιού και στην πιθανότητα μελλοντικών καταχρήσεών του, απαλλοτρίωσε την ιδιοκτησία και μετά από μια περίοδο συζητήσεων ανακοίνωσε ότι το κτίριο θα ανακαινιζόταν για να χρησιμοποιηθεί ως αστυνομικό τμήμα.
Ο στόχος ήταν το σπίτι να σταματήσει να προσελκύει σύγχρονους υποστηρικτές του Χίτλερ και να διαρρήξει τους συσχετισμούς με μια οδυνηρή ιστορική περίοδο της χώρας. Η κατασκευή ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβριο. Αλλά πολλοί κάτοικοι του Μπραουνάου θα ήθελαν το κτίριο να παραμείνει διατηρητέο και να μετατραπεί σε αντιναζιστικό σύμβολο.
Ζητούν, συγκεκριμένα, το σπίτι να γίνει μουσείο ή εκθεσιακός χώρος, για να εξερευνήσει τον ρόλο της Αυστρίας στο ναζιστικό καθεστώς – μια χρήση που θα μπορούσε να προσφέρει ένα ιδιαίτερα πολύτιμο μάθημα σε μια εποχή όπου ο πόλεμος μαίνεται ξανά στην Ευρώπη, ο αντισημιτισμός αυξάνεται και τα ακροδεξιά κόμματα αναβιώνουν.
Το κτίριο έχει μεγάλη ιστορία. Οταν ο Αλόις Χίτλερ, τελωνειακός υπάλληλος, και η τρίτη σύζυγός του, Κλάρα, νοίκιασαν κάποια δωμάτια του σπιτιού και απέκτησαν τον γιο τους, Αδόλφο, το κτίριο φιλοξενούσε μια ταβέρνα. Μέσα σε έναν χρόνο η οικογένεια μετακόμισε αλλού στην πόλη και μετά από άλλα δύο χρόνια έφυγε για το Πασάου της Γερμανίας, μια άλλη συνοριακή πόλη.
Μετά το Ανσλους (την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία) το 1938, το σπίτι αποκτήθηκε για λογαριασμό του ναζιστικού κόμματος από τον Μάρτιν Μπόρμαν, υψηλόβαθμο αξιωματούχο των Ναζί, και ο δρόμος μετονομάστηκε σε Οδός Αδόλφου Χίτλερ. Το κτίριο έγινε δημόσια βιβλιοθήκη και γκαλερί για εγκεκριμένους ντόπιους καλλιτέχνες και μετατράπηκε σε κάτι σαν τόπος προσκυνήματος.
Μετά τον πόλεμο, το σπίτι επεστράφη στην οικογένεια που το κατείχε στο παρελθόν και νοικιάστηκε ως βιβλιοθήκη, στη συνέχεια ως σχολείο και αργότερα ως τράπεζα. Το 1972, η αυστριακή κυβέρνηση ανέλαβε τη μίσθωση, ώστε να αποτρέψει την εκμετάλλευση του σπιτιού για κάθε μορφή εξύμνησης της ναζιστικής ιδεολογίας. Το 1977, το σπίτι έγινε στέγη οργάνωσης για άτομα με αναπηρία.
Η οργάνωση αποχώρησε το 2011 και έξι χρόνια αργότερα το Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο για την κατάσχεσή του, καταβάλλοντας 812.000 ευρώ στον ιδιοκτήτη ως αποζημίωση. Αλλά το άδειο σπίτι οδήγησε σε μια περίοδο στοχασμού σχετικά με το πώς θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί. Στέγη για πρόσφυγες; Χώρος εορτασμού των Αυστριακών που προστάτευσαν τους Εβραίους και αντιστάθηκαν στον Χίτλερ; Κέντρο για τη μελέτη της ειρήνης και του πολέμου;
Μια διορισμένη από την κυβέρνηση επιτροπή για την «Ιστορικά Ορθή Μεταχείριση της Γενέτειρας του Αδόλφου Χίτλερ» συνέστησε να μην κατεδαφιστεί, επειδή «δεν πρέπει να επιτραπεί στην Αυστρία να αρνηθεί την ιστορία της τοποθεσίας», όπως ανέφερε. Αλλά η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ακίνητο δεν θα μπορούσε να γίνει μουσείο, υποστηρίζοντας ότι έτσι θα συνεχιζόταν να συνδέεται με τον Χίτλερ.
Ζητούσε έναν «βαθιά αρχιτεκτονικό επανασχεδιασμό, που θα στερούσε από το κτίριο την αναγνωριστική του αξία, και συνεπώς τη συμβολική του δύναμη». Στο τέλος, η κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαταστήσει στο κτίριο ένα αστυνομικό τμήμα, που θα συμπεριλαμβάνει μια περιφερειακή αστυνομική διοίκηση.
Η ανακαινισμένη δομή –με δύο νέα κτίρια στο πίσω μέρος, ένα γραφείο εκπαίδευσης για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια ανακατασκευασμένη πρόσοψη– θα κοστίσει 20 εκατ. ευρώ και θα είναι έτοιμη για την εγκατάσταση των αστυνομικών δυνάμεων μέχρι το 2026.
Ο Χίτλερ έγραψε για τη γενέτειρά του στις πρώτες σελίδες του «Mein Kampf», αλλά υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για την παρουσία του στην πόλη. Πολλοί κάτοικοι αδιαφορούν για το κτίριο. Εξάλλου, έχουν άλλες ανησυχίες, όπως τις θέσεις εργασίας σε μια πόλη όπου ένα εργοστάσιο αλουμινίου και ένα εργοστάσιο κατασκευής ομπρελών είναι οι μεγαλύτεροι εργοδότες της πόλης.
Υπάρχουν, όμως, αρκετοί που εκφράζουν την απογοήτευσή τους για την απόφαση να εγκατασταθεί η αστυνομία στο κτίριο. Κρίνουν ότι το σπίτι θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη σήμανση και την εξέταση της Iστορίας της χώρας. Θα ήθελαν να δουν ένα αντιναζιστικό μουσείο ή μια αίθουσα εκδηλώσεων με ιστορικό πρόσημο.
Το 1989, ο τότε δήμαρχος της πόλης τοποθέτησε μια πέτρα από γρανίτη μπροστά από το σπίτι, που προερχόταν από ένα λατομείο στην τοποθεσία του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, το οποίο βρίσκεται 130 χλμ. μακριά. Φέρει την επιγραφή: «Για την Ειρήνη, την Ελευθερία και τη Δημοκρατία. Ποτέ ξανά φασισμός. Εκατομμύρια νεκροί συνιστούν προειδοποίηση».
Στη διάρκεια των συζητήσεων για την τύχη του σπιτιού, αξιωματούχοι του αυστριακού υπουργείου Εσωτερικών πρότειναν τη μετακίνηση της πέτρινης επιγραφής. Οι κάτοικοι της πόλης διαμαρτυρήθηκαν και, καθώς το κτίριο βρίσκεται σε δημοτική και όχι ομοσπονδιακή γη, η επιγραφή αποφασίστηκε να παραμείνει. Αλλά κάποιοι θεωρούν ότι αυτό δεν είναι αρκετό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News