Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κόμμα που δημιουργήθηκε το 2004 —αρχικά ως μέτωπο πού σύναψαν οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με τον κύριο κορμό της ανανεωτικής Aριστεράς που είχε πάρει τότε την απόφαση να στραφεί αριστερότερα— και κατέληξε να αποτελεί τον αναμφισβήτητο πρωταγωνιστή της πιο ταραχώδους δεκαετίας μετά τη Μεταπολίτευση, δεν υπάρχει πια. Η οριστική απόφαση των «6+6» να αποχωρήσουν από αυτόν, η οποία αναμένεται να μετουσιωθεί σε πράξη τις επόμενες ημέρες, στερεί το κόμμα από τον τελευταίο στενό πυρήνα του, από όλους εκείνους δηλαδή που συμμετείχαν σε αυτό θεωρώντας το όχι αναγκαίο κακό, αλλά στρατηγική επιλογή. Oλοι όσοι απομένουν, συμπεριλαμβανομένης και της κομματικής ομάδας του Νίκου Παππά, αντιλαμβάνονταν τη δομή ΣΥΡΙΖΑ, λιγότερο ή περισσότερο, ως ένα όχημα προκειμένου να μεταβούν σε κάτι άλλο, η ιδέα ενός κατά κυριολεξία συνασπισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν τους έλεγε πολλά πράγματα.
Η κατάσταση διαμορφώνεται έτσι κάπως περίπλοκη. Αυτοί που αντιλαμβάνονταν τον ΣΥΡΙΖΑ ως έναν κύκλο που πρέπει να κλείσει, βρέθηκαν με το όνομά του και τα κλειδιά του στα χέρια. Και εκείνοι που τον αντιλαμβάνονταν ως στρατηγική επιλογή αποχώρησαν (στην πραγματικότητα, σταδιακά και κατά ομάδες από το 2015) και διεκδικούν μόνο την παρακαταθήκη του. Ας σημειωθεί: αυτή είναι η δεύτερη αντίφαση σε αυτή τη διάσπαση. Η πρώτη είναι ότι αυτοί που ομνύουν στο Κέντρο δεν έχουν την παραμικρή δίοδο επικοινωνίας μαζί του, ενώ εκείνοι που το ξορκίζουν είναι καταδικασμένοι να συναντηθούν μαζί του –αλλά αυτό ας το δούμε μετά.
Για την ώρα ας πούμε αυτό: κανείς δεν έχει λόγο να ανησυχεί για αυτή τη μισή κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τελικά κανείς δεν κληρονομεί τίποτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα όνομα που το πήρε ο Κασσελάκης, μια ιδέα που την πήραν μαζί τους φεύγοντας διάφοροι και μια εποχή που πέρασε. Ό,τι υπάρξει από εδώ και μπρος για τους επίδοξους κληρονόμους, δεν θα υπάρξει χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα υπάρξει βέβαια ακριβώς ούτε παρά τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα υπάρξει ανάλογα με τον τρόπο που θα επιχειρήσουν να γεμίσουν οι κληρονόμοι του το κενό που αφήνουν ταυτόχρονα το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ και το τέλος της εποχής του.
Ο Κασσελάκης δεν έχει πρόβλημα με αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανώς δεν ήταν ο παιδικός του ήρωας. Στην πρώτη του εμφάνιση προσπάθησε να του αλλάξει το όνομα –μετά κάποιοι τον συμβούλευσαν να μη βιάζεται τόσο. Στην πολλοστή εμφάνισή του στο προσκείμενο στο κόμμα ραδιόφωνο, περίπου ευχαρίστησε τον ΣΥΡΙΖΑ που του έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη του στην πολιτική– όχι πολύ εντυπωσιακό. Οταν πάλι ρωτήθηκε τι θα άλλαζε από την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε «εγώ, το 2015, δεν θα έκανα υπουργό Οικονομικών τον Βαρουφάκη». Οχι τυχαία. Αν και έχει αποχωρήσει πια σχεδόν εννέα χρόνια από το κόμμα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών θα είναι πάντα ο δεύτερος πιο συμβολικός άνθρωπος στην ιστορία του, μετά τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενδεχομένως πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση. Πιστεύει ότι δεν έχει ανάγκη κανέναν brand name και κανένα παρελθόν, αρκεί αυτός από μόνος του. Πιθανότατα κάνει λάθος και οι μετρήσεις δείχνουν ότι θα το συνειδητοποιήσει και γρήγορα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Μας κάνει ήδη έναν υποψήφιο κληρονόμο λιγότερο.
Η ομάδα της Αχτσιόγλου, σε συνεργασία με την «Ομπρέλα», αντίθετα, έχουν άλλου τύπου προβλήματα. Από την πλευρά τους, αναφέρονται στην ιστορία και τις παραδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ –τις καλές και τις κακές– και σε λίγες ημέρες από τώρα θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν στη Βουλή μια ικανότατη Κοινοβουλευτική Ομάδα, που η σύγκρισή της με αυτήν που θα απομείνει στον ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να είναι καταλυτική.
Εχουν όμως δύο βασικά προβλήματα. Το ένα είναι ότι θα πρέπει να σχηματίσουν ένα κόμμα –δεν είναι αναγκαστικά εύκολο. Πέραν του ότι (ειδικά οι «6+6») ζούσαν μέχρι σήμερα στην ασφάλεια ενός από τα πριν δοσμένου κομματικού μηχανισμού και τώρα πρέπει να τον φτιάξουν αυτοί, ξεκινώντας χωρίς γραφεία, χωρίς κομματικά Μέσα και χωρίς χρηματοδότηση, από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτοί οι 2-3.000 άνθρωποι, που θα αποτελέσουν τον αρχικό στενό πυρήνα του κόμματος, σκέφτονται και λένε τα ίδια πράγματα. Η σύνθεσή τους θα ξεκινά από τα μετριοπαθέστερα κομμάτια του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, που τον εγκαταλείπουν γιατί ο Κασσελάκης τους είναι απολύτως ξένος πολιτικά και αισθητικά, και θα καταλήγει έως τις παρυφές ενός ιδιότυπου αριστερισμού, προσανατολισμένου στα δικαιώματα.
Με μια έννοια, αυτή η συνύπαρξη, αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε από τα τέλη Ιουνίου ο ΣΥΡΙΖΑ: οι βασικότερες συνθήκες που τους έφερναν μαζί, δεν υπάρχουν πια. Ασφαλώς, η απόσταση που χωρίζει λ.χ. τον Νίκο Μπίστη ή τον Γιώργο Σταθάκη με τα πιο «κινηματικά» κομμάτια της «Ομπρέλας», δεν είναι τόσο χαώδης όσο είναι αυτή και των μεν και των δε με τον Παύλο Πολάκη· υπάρχει μια κοινή πολιτική κουλτούρα. Με τη διαφορά, ότι σε αυτή τη φάση, όλος αυτός ο κόσμος δεν καλείται να συνυπάρξει απλά σε ένα κόμμα. Καλείται να το φτιάξει από την αρχή. Και αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται.
Επιπλέον, όλο αυτό το κομμάτι δεν αποκήρυξε ποτέ την ιδέα της «κυβερνώσας Αριστεράς» —πέραν μιας ιδεολογικού τύπου κριτικής που άσκησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στον «κυβερνητισμό» ως μανία. Όμως, η κατάκτηση της κυβέρνησης είναι αυτή τη στιγμή ένα απόλυτα άπιαστο όνειρο για την Αριστερά. Όσοι κι αν «ο ιστορικός χρόνος τρέχει πλέον γρηγορότερα», όπως ισχυρίζεται ένα σύνηθες θεωρητικό μορτίβο στην Αριστερά, η διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούνιο ήταν 23 μονάδες. Η πιθανότητα να απειληθεί η σημερινή κυβέρνηση από μια διάσπαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο άμεσο μέλλον προσεγγίζει το μηδέν.
Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ θα ξεκινήσει κατά πάσα πιθανότητα με μια επιθετική στρατηγική και στόχο να καταλάβει τη δεύτερη θέση στις ερχόμενες εκλογές, ώστε να μετατραπεί άμεσα στον αντίπαλο πόλο της ΝΔ. Ο στόχος είναι ευγενής, αλλά μάλλον αδύνατος. Το πιθανότερο είναι ότι ένα σχήμα που θα φτιαχτεί με επικεφαλής της ΚΟ, μάλλον, τον Αλέξη Χαρίτση (ο μεγάλος πόθος όλων είναι να δεχτεί να αναλάβει ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, που ως τώρα δεν δείχνει ενθουσιώδης), να κονταροχτυπηθεί με το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, σε ποσοστά που θα κυμαίνονται κοντά στο 10%.
Με τα σημερινά δεδομένα, μοιάζει δύσκολο το ΠΑΣΟΚ να μην είναι δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές. Και τότε το νέο κόμμα θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα: αντίθετα με την Ισπανία, όπου το διάδοχο κόμμα των Podemos μπόρεσε να μπει στην κυβέρνηση στηρίζοντας το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Σάντσεθ που κατετάγη δεύτερο, στην Ελλάδα μετά το φιάσκο στην εφαρμογή της απλής αναλογικής, η κυβέρνηση περνάει από το πρώτο κόμμα. Αν η φθορά της κυβέρνησης αυξηθεί, είναι λογικό ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος να αρχίζει να συσπειρώνει δυνάμεις.
Και τότε τι θα κάνουν τα στελέχη που εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ; Θα κάνουν ότι δεν το βλέπουν με κίνδυνο να συρρικνωθούν στα ποσοστά του παλιού Συνασπισμού; Θα αναζητήσουν προεκλογική συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ; Κι αν συμβεί το δεύτερο, πόσος κόσμος θα μείνει πίσω; Για το κόμμα που θα δημιουργηθεί τις επόμενες μέρες, αυτός είναι ένας πρώτος ελέφαντας στο δωμάτιο.
Τελικά, η διαφαινόμενη ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδεικνύεται τόσο απλή υπόθεση. Το κόμμα αυτό ήταν μια κάποια λύση…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News