Το 330 μ.Χ., ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος χριστιανός ηγεμόνας της Ρώμης, μετακίνησε την αυτοκρατορική πρωτεύουσα από τη Ρώμη πιο ανατολικά στο Βυζάντιο, σε μια αρχαία ελληνική αποικία στη συμβολή του Κεράτιου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, γνωστή και ως Βυζαντίς. Η «Νέα Ρώμη» του αυτοκράτορα έμεινε ως Κωνσταντινούπολη, ενώ ο όρος «Βυζάντιο» αναφέρεται στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που διατηρήθηκε μέχρι τον 15ο αιώνα.
Η ιστορία της τέχνης έχει τονίσει προ πολλού τη δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (330-1453). Παρά το γεγονός, όμως, ότι υπήρξε μια τεράστια και ιστορικά σημαντική αυτοκρατορία, είναι λιγότερο γνωστή η μεγάλη καλλιτεχνική συνεισφορά της Βόρειας Αφρικής, της Αιγύπτου, της Νουβίας, της Αιθιοπίας και άλλων ισχυρών αφρικανικών βασιλείων τα οποία αλληλεπιδρούσαν με το Βυζάντιο, έχοντας διαρκή αντίκτυπο στον μεσογειακό κόσμο.
Τώρα, μια –έστω καθυστερημένη– έκθεση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης (The Met) της Νέας Υόρκης με τίτλο «Africa & Byzantium», διάρκειας από 19 Νοεμβρίου 2023 μέχρι 3 Μαρτίου 2024, διερευνά τη θέση της Αφρικής στην καλλιτεχνική, πολιτιστική, οικονομική και κοινωνικοπολιτική ζωή του βυζαντινού κόσμου.
Συγκεντρώνοντας μια σειρά από αριστουργήματα –από μωσαϊκά και έργα γλυπτικής, κεραμικής και μεταλλοτεχνίας μέχρι πολυτελή αντικείμενα, πίνακες και θρησκευτικά χειρόγραφα–, η έκθεση αφηγείται τον κεντρικό ρόλο της Αφρικής στα διεθνή δίκτυα εμπορίου και πολιτιστικών ανταλλαγών.
Με έργα τέχνης που σπανίως (ή ποτέ) έχουν εμφανιστεί στο κοινό, η «Αφρική και το Βυζάντιο» ρίχνει νέο φως στα εντυπωσιακά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της μεσαιωνικής Αφρικής, υπογραμμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η ήπειρος συνέβαλε στην ανάπτυξη του προ-μοντέρνου κόσμου και προσφέροντας μια πληρέστερη ιστορία των ζωντανών πολυεθνικών κοινωνιών της βόρειας και ανατολικής Αφρικής που διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του Βυζαντίου, αλλά όχι μόνο.
Η έκθεση, όπως αναφέρεται στο φυλλάδιο του μουσείου, διαγράφει τρία καλλιτεχνικά τόξα. Από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα η πρώτο-βυζαντινή εικαστική και πνευματική κουλτούρα διαμορφώθηκε από πλούσιους προστάτες, καλλιτέχνες και θρησκευτικούς ηγέτες στη Βόρεια Αφρική. Στα μέσα του 8ου αιώνα το Ισλάμ έγινε η κυρίαρχη πίστη της περιοχής, ωστόσο οι χαρακτηριστικές χριστιανικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις συνέχισαν να ακμάζουν στα αφρικανικά βασίλεια.
Μετά, δε, την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1453, Αιθίοπες και Κόπτες καλλιτέχνες στην Ανατολική Αφρική συνέχισαν να εμπνέονται από τη ρωμαϊκή και βυζαντινή τέχνη, μέχρι και τον 20ό αιώνα.
Ο σχεδιασμός της έκθεσης –η οποία διοργανώθηκε από τον επιμελητή της Βυζαντινής Τέχνης του Met, Αντρέα Ακι, και τις Ελεν Σ. Ιβανς, επίτιμη επιμελήτρια, και Κρίστεν Γουίντμιλερ-Λούνα, επιμελήτρια Αφρικανικής Τέχνης στο Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ, όπου πρόκειται να ταξιδέψει η έκθεση στη συνέχεια– ακολουθεί αυτούς τους μετασχηματισμούς, εκφράζοντας και σταδιακά αφαιρώντας τη βυζαντινή αρχιτεκτονική στην Αφρική.
Η ζωντανή και εμπνευσμένη τέχνη των μεσαιωνικών θησαυρών της Αφρικής, με αποκορύφωμα μια ομάδα σύγχρονων έργων, ζωντανεύει θέματα μετάφρασης, κυκλοφορίας και μνήμης, εγείροντας κρίσιμα ερωτήματα για το πού και πότε «τέλειωσε» το Βυζάντιο.
Οπως υποδηλώνει ο τίτλος της, εξάλλου, η έκθεση μπερδεύει –με την καλή έννοια– ορισμένες προσδοκίες για το ποιος έκανε τι και τι προήλθε από πού, γράφει στους New York Times ο Χόλαντ Κότερ, εκ των επικεφαλής των τεχνοκριτικών της νεοϋορκέζικης εφημερίδας.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξελίχθηκε μια νέα τέχνη, βασισμένη στις ελληνικές και ρωμαϊκές παραδόσεις και μεταμορφωμένη από μια φρέσκια πνευματική και μεταφυσική ορμή, που προερχόταν από την πιο μακρινή Ανατολή. Στο πέρασμα των αιώνων αυτή η λάμψη εξασθένησε περιοδικά. Ωστόσο, ακόμη και όταν το Βυζάντιο έπαψε να υπάρχει ως πολιτική οντότητα, παρέμεινε μια πολιτιστική δύναμη: σύμβολο, τόσο για τη χριστιανική Δύση όσο και για την ισλαμική Ανατολή, μιας άφθαρτης Χρυσής Εποχής αισθητικής εκλέπτυνσης και πνευματικής ευρύτητας.
Για τους προχριστιανικούς Ρωμαίους η Αφρική, τουλάχιστον το τμήμα της κατά μήκος της Μεσογείου, το οποίο είχε καταλάβει η Ρώμη, δεν ήταν περιθωριακή ούτε ενδοχώρα. Η απόδειξη βρίσκεται στην αρχή της έκθεσης, επισημαίνει ο Κότερ στους New York Times, με τη μορφή ενός μεγάλου ψηφιδωτού του 2ου αιώνα, που απεικονίζει υπηρέτες ή ίσως σκλάβους να προετοιμάζονται για μια γιορτή. Ο ένας κουβαλάει ένα καλάθι με φρούτα, ο άλλος έναν δίσκο με κάτι που μοιάζει με ψωμί, ο τρίτος μια καράφα με κρασί.
Το ψηφιδωτό ανασκάφηκε στην Τυνησία, μια από τις πλουσιότερες επαρχίες της Ρώμης, σημαντικός εξαγωγέας σιτηρών και ελιών και έδρα μιας βιομηχανίας πολυτελών ειδών, που ειδικευόταν στο εξαιρετικό σκάλισμα ορυκτών κρυστάλλων∙ άνετα, ωστόσο, το ψηφιδωτό της Τυνησίας θα μπορούσε να κοσμεί μια πλούσια βίλα στην ίδια τη Ρώμη.
Είναι μία από τις πολλές απεικονίσεις «Μαύρων Αφρικανών» που εμφανίζονται πρώτες-πρώτες στην έκθεση. Βλέπουμε και άλλες σε ένα ζευγάρι κουρτίνες από αιγυπτιακό λινό, σε εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο από τη Νουβία (σημερινό Σουδάν) και σε ένα μικρό μπρούτζινο φωτιστικό από τη σημερινή Αλγερία, γράφει ο αμερικανός τεχνοκριτικός μετά την παρουσίαση της έκθεσης του Met στους δημοσιογράφους.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι επιμελητές στον κατάλογο, ακόμη και στην εποχή μας, που ασχολούμαστε πολύ προσεκτικά με ζητήματα ταυτότητας, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε με ακρίβεια τι πολιτικό βάρος ή τι συμβολικό νόημα μπορεί να είχαν στον ρωμαϊκό και στον βυζαντινό τρόπο ζωής οι απεικονίσεις της φυλετικής διαφοράς σε ένα πλαίσιο ύστερης Ρωμαϊκής ή πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, ή πώς μπορούμε να τις ερμηνεύσουμε πέρα από το να είναι ο δείκτης πολυεθνικότητας απλή κοινωνική πραγματικότητα.
Αναπάντητα παραμένουν, επίσης, ερωτήματα σχετικά με ζητήματα θρησκευτικής πίστης και ταυτότητας, όπως εκφράστηκαν στην τέχνη της Βόρειας Αφρικής των πρώτων αιώνων, που καλύπτει η έκθεση, περιόδου κατά την οποία οι αφρικανικές (κυρίως αιγυπτιακές) και οι Δυτικές κλασικές πεποιθήσεις αναμειγνύονταν, ακολουθούμενης από την εποχή που η παγανιστική Ρώμη έδινε τη θέση της στο χριστιανικό Βυζάντιο.
Μια γυναίκα στεφανωμένη με φτερά, με μεγάλα ανήσυχα μάτια στραμμένα προς τον ουρανό, σε έναν πίνακα ζωγραφικής του 2ου αιώνα, αναγνωρίστηκε ότι αντιπροσωπεύει την αρχαία αιγυπτιακή θεά Ισιδα, η λατρεία της οποίας συνεχιζόταν ενεργά κατά την πρώιμη χριστιανική εποχή. Δύο αιώνες αργότερα η εικόνα της κυκλοφορεί ακόμα, αλλά πλέον απεικονίζεται σε ένα βυζαντινό χρυσελεφάντινο κουτί, μεταμφιεσμένη στην ελληνική θεά Αφροδίτη.
Μια επιβλητικά διφορούμενη φιγούρα που μοιάζει με πορτρέτο, σε ένα ψηφιδωτό του 4ου-5ου αιώνα δανεισμένο από το Εθνικό Μουσείο Καρχηδόνας στην Τυνησία, αποκαλούμενη στοργικά από τους σύγχρονους θαυμαστές της «Κυρία της Καρχηδόνας», προβάλλει όλα τα είδη «μη δυαδικών» δονήσεων, σημειώνει ο Κότερ στους New York Times: Η κόμμωσή της είναι γυναικεία αλλά είναι ντυμένη σαν άνδρας∙ κάνει μια χειρονομία σαν να ευλογεί, αλλά κρατά μια ράβδο που μοιάζει με δόρυ. Είναι θεός; Θεά; Ηγεμόνας αυτοκρατορίας; Προσωποποίηση, ίσως, της ίδιας της Καρχηδόνας;
Οι ιστορικοί της ρωμαϊκής και βυζαντινής αφρικανικής τέχνης αναμφίβολα θα βρουν μια απάντηση, γράφει ο αμερικανός τεχνοκριτικός στους New York Times, καθώς τουλάχιστον 40 τέτοιοι μελετητές συνεισφέρουν με δοκίμιά τους στον κατάλογο, που μοιάζει με πρακτικά συμποσίου, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: με το στεφανωμένο κεφάλι της και το φωτεινό βλέμμα, η «Κυρία της Καρχηδόνας» θα μπορούσε να ήταν το πρότυπο για αμέτρητες βυζαντινές χριστιανικές εικόνες που ακολούθησαν.
Η Βόρεια Αφρική, γενέτειρα της χριστιανικής μοναστικής παράδοσης στην Αίγυπτο του 4ου αιώνα, υπήρξε επίσης η πηγή μερικών από τις πρώτες χριστιανικές εικόνες, πολλές με τη μορφή φορητών πινάκων ζωγραφικής. Ανάμεσα στα 180 εκθέματα της έκθεσης του Met υπάρχουν περισσότερες από μια ντουζίνα σπάνιες και πολύτιμες βυζαντινές εικόνες, και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ένα πιο χαρισματικό σύνολο.
Ανάμεσά τους εκτίθενται και δύο από τις πιο παλιές γνωστές εικόνες: η μία είναι μια πολυτελής πολύχρωμη ταπισερί από την Αίγυπτο του 6ου αιώνα, που απεικονίζει μια ανέκφραστη Παναγία και το Θείο Βρέφος, πλαισιώνοι από αρχαγγέλους.
H άλλη εικόνα, επίσης του 6ου αιώνα (ή των αρχών του 7ου), είναι ένας πίνακας με εγκαυστική τεχνική (ζωγραφική με ζεστό κερί για τη διατήρηση των χρωμάτων) με πλούσια υφή, που πιθανότατα δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεταφέρθηκε –σύμφωνα με φήμες από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό– ως δώρο στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά στην Αίγυπτο, το παλαιότερο χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο που λειτουργεί συνεχώς, και βρίσκεται στη χερσόνησο μεταξύ Αφρικής και Ασίας. Η Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της απεικονίζεται ανάμεσα στον Αγιο Θεόδωρο και τον Αγιο Γεώργιο, ενώ τους πλαισιώνουν δύο άγγελοι.
Αν και διαφορετικά ως προς τη μορφή, αυτά τα δύο αξιοσέβαστα εκθέματα μοιράζονται οπτικά χαρακτηριστικά, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με εικόνες που είχαν δημιουργηθεί νωρίτερα και μεταγενέστερα, επισημαίνει ο Χόλαντ Κότερ. Και στα δύο το μοτίβο του βλέμματος προς τα πάνω της Παναγίας είναι το ίδιο με εκείνο της στεφανωμένης Ισιδας, που είχε δημιουργηθεί 400 χρόνια πριν, ενώ μπορεί να βρεθεί και σε εικόνες που ζωγράφισαν Αιθίοπες, ορθόδοξοι χριστιανοί καλλιτέχνες, αιώνες μετά την εξαφάνιση της πολιτικής δύναμης του Βυζαντίου.
Εξάλλου, σήμερα, στην Αιθιοπία συνηθίζεται η περιφορά εικόνων, παλαιών και νέων –μάλιστα αντιμετωπίζονται τόσο τρυφερά από τους αγιογράφους ώστε μπορεί να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τη διαφορά– μέσα και έξω από τις εκκλησίες, σαν θεραπευτικές παρουσίες. Μάλιστα, ο αρχιεπίσκοπος Δαμιανός, επί μακρόν ηγούμενος της Αγίας Αικατερίνης, ευλόγησε την έκθεση «Αφρική & Βυζάντιο» κατά την παρουσίασή της στους δημοσιογράφους. Η προσευχή του δεν ήταν απλά για τους τύπους: ο προκαθήμενος της Αυτόνομης Εκκλησίας του Ορους Σινά άφησε στο μουσείο της Νέας Υόρκης ζωντανούς θησαυρούς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News