Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Βερολίνο και η συνάντησή του με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς την Τρίτη, πραγματοποιείται σε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συγκυρία.
Δεν είναι τόσο η «σύμπτωση» ότι δύο ημέρες μετά τον έλληνα Πρωθυπουργό στη γερμανική πρωτεύουσα θα βρεθεί ο Ταγίπ Ερντογάν. Ή μάλλον, δεν είναι μόνο αυτή που κάνει τη συγκυρία σημαντική. Άλλωστε το «τρίγωνο» Αθήνα – Άγκυρα – Βερολίνο έχει πολλά πεδία κοινών ενδιαφερόντων και άλλα τόσα σημεία τριβής. Από το Μεταναστευτικό έως το Μεσανατολικό και τις διασυνδέσεις τους.
Αυτό που αξίζει κανείς να παρατηρήσει πέραν αυτών είναι η οικονομική συγκυρία.
Η Ελλάδα έχει βγει από μία υπερ-δεκαετή κρίση, με αποκατεστημένη αξιοπιστία, έχει επιστρέψει στις αγορές, έχει τα προβλήματά της, όχι και τόσο ασήμαντα, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι μία οικονομία με κάποιες προοπτικές και κάποιες προκλήσεις. Κάτι πολύ διαφορετικό από την Ελλάδα του 2009-2010.
Κάτι πολύ διαφορετικό σε σχέση με εκείνη την περίοδο είναι όμως και η Γερμανία.
Από ατμομηχανή της Ευρώπης (με τσάμπα ρωσικά καύσιμα), που κουνούσε το δάχτυλο στους «τεμπέληδες» Έλληνες, τείνει να γίνει ο μεγάλος ασθενής, καρκινοβατεί μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης, μπορεί να δηλώνει ευτυχής που ο πληθωρισμός υποχωρεί στο 4% (κάτι αδιανόητο και «εφιαλτικό» για τους Γερμανούς έως και πρόσφατα), είναι η μεγαλύτερη παράπλευρη απώλεια του πολέμου στην Ουκρανία και ψάχνει πολιτικό μπούσουλα και ηγεσία.
Δεν είναι λοιπόν και η καλύτερη περίοδος για τη Γερμανία, ούτε και διαφαίνονται αισιόδοξες οι προοπτικές της, με κάποιον τρόπο και για κάποιον λόγο.
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση του Βερολίνου εξακολουθεί στο ευρωπαϊκό πεδίο να εμμένει στη σκληρή γραμμή. Στα πάντα, από το Μεταναστευτικό έως τους κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα, την επιστροφή στα γενναία και ανεδαφικά πρωτογενή πλεονάσματα και στην νομισματική σύσφιγξη και τα υψηλά επιτόκια.
Ποιος ο λόγος για όλα αυτά; Πιθανώς, ότι η ευελιξία δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την γερμανική πολιτική, με ελάχιστες εξαιρέσεις και πάντως σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η σημερινή κυβέρνηση.
Είναι υπό αυτές τις συνθήκες σχεδόν αδιανόητο για τους Γερμανούς να κατανοήσουν ότι ο ευρωπαϊκός στόχος του 2% για τον πληθωρισμό είναι μία αχρείαστη υπερβολή και δημιουργεί ένα τέτοιο σπιράλ, που μέσω των υψηλών επιτοκίων και όλων των συνακόλουθων επιπτώσεων, ούτε τον πληθωρισμό καταπολεμά, ούτε την ανάπτυξη ευνοεί. Τα αντίθετα αποτελέσματα είναι πολύ πιθανότερα. Και πάντως, τη στιγμή που ο πληθωρισμός «τρέχει» με 4% και παραπάνω (στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω), το να θέσεις τον στόχο στο 3% προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία, κάποια «εργαλεία» και ευκαιρίες διεξόδου.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν και με αφορμή το ταξίδι του έλληνα Πρωθυπουργού στη Γερμανία, κατανοεί κανείς ότι οι απειλές αδιεξόδου στην Ευρώπη είναι πολλές και σοβαρές.
Και επειδή κοντεύουν να έρθουν τα πάνω – κάτω και οι άλλοτε ισχυροί μετατρέπονται σε μεγάλους ασθενείς, ίσως έχει έλθει η στιγμή να δοθούν μάχες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα κρίνουν και την επιβίωση του εγχειρήματος (όσο μιλάμε ακόμη για εγχείρημα).
Τα «στρατόπεδα» είναι ήδη διαμορφωμένα και η πραγματικότητα καθορίζει τις πολιτικές και συμμαχίες. Σε αυτήν την πραγματικότητα, λοιπόν, ίσως η κρισιμότερη πρόκληση για την Ευρώπη είναι η παράκαμψη της γερμανικής δυσκαμψίας. Δεν πρόκειται για κάτι εύκολο, είναι όμως κάτι πολύ κρίσιμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News